ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡΟΣ
Ω Απόλλωνα, που πύργωσες [στρ. 1]
1010το δυνατό το κάστρο
απάνω στου Ιλίου τη ράχη,
κι εσύ θαλασσινέ θεέ,
που ανεβασμένος στο άρμα σου
περνάς τα πελάγη
με τα μαύρα σου τ᾽ άλογα,
γιατί, καταφρονώντας το έργο σας,
το αφήσατε ν᾽ αφανιστεί
από τον Άρη, του κονταριού τον τεχνίτη,
γιατί παρατήσατε τη δύστυχη Τροία;
Πλήθος άλογα ζέψατε [αντ. 1]
στις όχθες του Σιμόεντα
1020και στήσατε θανατερούς αγώνες
ηρώων που εστερήθηκαν
το στεφάνι της νίκης.
Κι οι βασιλιάδες που κρατούσαν
από του Ίλου τη γενιά
πάνε, σκοτώθηκαν
και ούτε φεγγοβολάει πια η φωτιά
στους βωμούς των θεών, στην Τροία,
και δεν ανεβαίνει στα ύψη ο καπνός
ο ευωδιαστός των θυμάτων.
Από το χέρι της γυναίκας του [στρ. 2]
πάει κι ο Ατρείδης,
μα πλήρωσε κι αυτή τον φόνο του με θάνατο,
1030που απ᾽ τα παιδιά της τον βρήκε.
Ήτανε πρόσταγμα θεού μαντικό
όταν ο γιος του Αγαμέμνονα,
ο μητροκτόνος,
από τ᾽ άδυτα πήγε στο Άργος
και την εσκότωσε. Ω Φοίβε, ω θεέ μου,
τί πράγματα απίστευτα.
Κι ήτανε πλήθος οι Ελληνίδες που μοιρολογούσαν, [αντ. 2]
με στεναγμούς, το δύστυχο το ταίρι τους.
1040Άλλες που παρατήσανε το σπίτι τους
γυρεύοντας ξένο κρεβάτι. Δεν έπεσαν
σ᾽ εσένα μοναχά και στους δικούς σου
οι συμφορές που την καρδιά φαρμακώνουν.
Υπόφερε η Ελλάδα, υπόφερε.
Μα κι απ᾽ την καρπερή τη χώρα των Φρυγών
εδιάβη ο κεραυνός
σταλάζοντας το αίμα του θανάτου.
|