Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (369c-371b)

[369c] Οὕτω δὴ ἄρα παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον, ἐπ᾽ ἄλλου, τὸν δ᾽ ἐπ᾽ ἄλλου χρείᾳ, πολλῶν δεόμενοι, πολλοὺς εἰς μίαν οἴκησιν ἀγείραντες κοινωνούς τε καὶ βοηθούς, ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα· ἦ γάρ;
Πάνυ μὲν οὖν.
Μεταδίδωσι δὴ ἄλλος ἄλλῳ, εἴ τι μεταδίδωσιν, ἢ μεταλαμβάνει, οἰόμενος αὑτῷ ἄμεινον εἶναι;
Πάνυ γε.
Ἴθι δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῷ λόγῳ ἐξ ἀρχῆς ποιῶμεν πόλιν· ποιήσει δὲ αὐτήν, ὡς ἔοικεν, ἡ ἡμετέρα χρεία.
Πῶς δ᾽ οὔ;
[369d] Ἀλλὰ μὴν πρώτη γε καὶ μεγίστη τῶν χρειῶν ἡ τῆς τροφῆς παρασκευὴ τοῦ εἶναί τε καὶ ζῆν ἕνεκα.
Παντάπασί γε.
Δευτέρα δὴ οἰκήσεως, τρίτη δὲ ἐσθῆτος καὶ τῶν τοιούτων.
Ἔστι ταῦτα.
Φέρε δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, πῶς ἡ πόλις ἀρκέσει ἐπὶ τοσαύτην παρασκευήν; ἄλλο τι γεωργὸς μὲν εἷς, ὁ δὲ οἰκοδόμος, ἄλλος δέ τις ὑφάντης; ἢ καὶ σκυτοτόμον αὐτόσε προσθήσομεν ἤ τιν᾽ ἄλλον τῶν περὶ τὸ σῶμα θεραπευτήν;
Πάνυ γε.
Εἴη δ᾽ ἂν ἥ γε ἀναγκαιοτάτη πόλις ἐκ τεττάρων ἢ πέντε ἀνδρῶν.
[369e] Φαίνεται.
Τί δὴ οὖν; ἕνα ἕκαστον τούτων δεῖ τὸ αὑτοῦ ἔργον ἅπασι κοινὸν κατατιθέναι, οἷον τὸν γεωργὸν ἕνα ὄντα παρασκευάζειν σιτία τέτταρσιν καὶ τετραπλάσιον χρόνον τε καὶ πόνον ἀναλίσκειν ἐπὶ σίτου παρασκευῇ καὶ ἄλλοις κοινωνεῖν, ἢ ἀμελήσαντα ἑαυτῷ μόνον τέταρτον μέρος ποιεῖν τούτου τοῦ [370a] σίτου ἐν τετάρτῳ μέρει τοῦ χρόνου, τὰ δὲ τρία, τὸ μὲν ἐπὶ τῇ τῆς οἰκίας παρασκευῇ διατρίβειν, τὸ δὲ ἱματίου, τὸ δὲ ὑποδημάτων, καὶ μὴ ἄλλοις κοινωνοῦντα πράγματα ἔχειν, ἀλλ᾽ αὐτὸν δι᾽ αὑτὸν τὰ αὑτοῦ πράττειν;
Καὶ ὁ Ἀδείμαντος ἔφη· Ἀλλ᾽ ἴσως, ὦ Σώκρατες, οὕτω ῥᾷον ἢ ᾽κείνως.
Οὐδέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μὰ Δία ἄτοπον. ἐννοῶ γὰρ καὶ αὐτὸς εἰπόντος σοῦ, ὅτι πρῶτον μὲν ἡμῶν φύεται ἕκαστος οὐ πάνυ [370b] ὅμοιος ἑκάστῳ, ἀλλὰ διαφέρων τὴν φύσιν, ἄλλος ἐπ᾽ ἄλλου ἔργου πράξει. ἢ οὐ δοκεῖ σοι;
Ἔμοιγε.
Τί δέ; πότερον κάλλιον πράττοι ἄν τις εἷς ὢν πολλὰς τέχνας ἐργαζόμενος, ἢ ὅταν μίαν εἷς;
Ὅταν, ἦ δ᾽ ὅς, εἷς μίαν.
Ἀλλὰ μὴν οἶμαι καὶ τόδε δῆλον, ὡς, ἐάν τίς τινος παρῇ ἔργου καιρόν, διόλλυται.
Δῆλον γάρ.
Οὐ γὰρ οἶμαι ἐθέλει τὸ πραττόμενον τὴν τοῦ πράττοντος σχολὴν περιμένειν, ἀλλ᾽ ἀνάγκη τὸν πράττοντα τῷ [370c] πραττομένῳ ἐπακολουθεῖν μὴ ἐν παρέργου μέρει.
Ἀνάγκη.
Ἐκ δὴ τούτων πλείω τε ἕκαστα γίγνεται καὶ κάλλιον καὶ ῥᾷον, ὅταν εἷς ἓν κατὰ φύσιν καὶ ἐν καιρῷ, σχολὴν τῶν ἄλλων ἄγων, πράττῃ.
Παντάπασι μὲν οὖν.
Πλειόνων δή, ὦ Ἀδείμαντε, δεῖ πολιτῶν ἢ τεττάρων ἐπὶ τὰς παρασκευὰς ὧν ἐλέγομεν. ὁ γὰρ γεωργός, ὡς ἔοικεν, οὐκ αὐτὸς ποιήσεται ἑαυτῷ τὸ ἄροτρον, εἰ μέλλει καλὸν εἶναι, [370d] οὐδὲ σμινύην, οὐδὲ τἆλλα ὄργανα ὅσα περὶ γεωργίαν. οὐδ᾽ αὖ ὁ οἰκοδόμος· πολλῶν δὲ καὶ τούτῳ δεῖ. ὡσαύτως δ᾽ ὁ ὑφάντης τε καὶ ὁ σκυτοτόμος· ἢ οὔ;
Ἀληθῆ.
Τέκτονες δὴ καὶ χαλκῆς καὶ τοιοῦτοί τινες πολλοὶ δημιουργοί, κοινωνοὶ ἡμῖν τοῦ πολιχνίου γιγνόμενοι, συχνὸν αὐτὸ ποιοῦσιν.
Πάνυ μὲν οὖν.
Ἀλλ᾽ οὐκ ἄν πω πάνυ γε μέγα τι εἴη, εἰ αὐτοῖς βουκόλους τε καὶ ποιμένας τούς τε ἄλλους νομέας προσθεῖμεν, ἵνα οἵ τε [370e] γεωργοὶ ἐπὶ τὸ ἀροῦν ἔχοιεν βοῦς, οἵ τε οἰκοδόμοι πρὸς τὰς ἀγωγὰς μετὰ τῶν γεωργῶν χρῆσθαι ὑποζυγίοις, ὑφάνται δὲ καὶ σκυτοτόμοι δέρμασίν τε καὶ ἐρίοις.
Οὐδέ γε, ἦ δ᾽ ὅς, σμικρὰ πόλις ἂν εἴη ἔχουσα πάντα ταῦτα.
Ἀλλὰ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον οὗ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, σχεδόν τι ἀδύνατον.
Ἀδύνατον γάρ.
Προσδεήσει ἄρα ἔτι καὶ ἄλλων, οἳ ἐξ ἄλλης πόλεως αὐτῇ κομιοῦσιν ὧν δεῖται.
Δεήσει.
Καὶ μὴν κενὸς ἂν ἴῃ ὁ διάκονος, μηδὲν ἄγων ὧν ἐκεῖνοι [371a] δέονται παρ᾽ ὧν ἂν κομίζωνται ὧν ἂν αὐτοῖς χρεία, κενὸς ἄπεισιν. ἦ γάρ;
Δοκεῖ μοι.
Δεῖ δὴ τὰ οἴκοι μὴ μόνον ἑαυτοῖς ποιεῖν ἱκανά, ἀλλὰ καὶ οἷα καὶ ὅσα ἐκείνοις ὧν ἂν δέωνται.
Δεῖ γάρ.
Πλειόνων δὴ γεωργῶν τε καὶ τῶν ἄλλων δημιουργῶν δεῖ ἡμῖν τῇ πόλει.
Πλειόνων γάρ.
Καὶ δὴ καὶ τῶν ἄλλων διακόνων που τῶν τε εἰσαξόντων καὶ ἐξαξόντων ἕκαστα. οὗτοι δέ εἰσιν ἔμποροι· ἦ γάρ;
Ναί.
Καὶ ἐμπόρων δὴ δεησόμεθα.
Πάνυ γε.
Καὶ ἐὰν μέν γε κατὰ θάλατταν ἡ ἐμπορία γίγνηται, συχνῶν [371b] καὶ ἄλλων προσδεήσεται τῶν ἐπιστημόνων τῆς περὶ τὴν θάλατταν ἐργασίας.
Συχνῶν μέντοι.
Τί δὲ δή; ἐν αὐτῇ τῇ πόλει πῶς ἀλλήλοις μεταδώσουσιν ὧν ἂν ἕκαστοι ἐργάζωνται; ὧν δὴ ἕνεκα καὶ κοινωνίαν ποιησάμενοι πόλιν ᾠκίσαμεν.
Δῆλον δή, ἦ δ᾽ ὅς, ὅτι πωλοῦντες καὶ ὠνούμενοι.
Ἀγορὰ δὴ ἡμῖν καὶ νόμισμα σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται ἐκ τούτου.
Πάνυ μὲν οὖν.

[369c] Έτσι λοιπόν, επειδή η ανάγκη ενός πράγματος υποχρέωνε τον ένα να καταφύγει στη συνδρομή ενός άλλου, και τον άλλο στη βοήθεια ενός τρίτου, οι πολλές αυτές ανάγκες μάζεψαν πολλούς να καθίσουν όλοι μαζί στο ίδιο μέρος, για να βοηθούνται μεταξύ των· και σ᾽ αυτό το συνοικισμό δώσαμε το όνομα πολιτεία· δεν έτσι είναι;
Μάλιστα.
Ο ένας λοιπόν δίνει στον άλλο από τα δικά του, ό,τι είναι εκείνο που του δίνει, και παίρνει πάλι απ᾽ αυτόν άλλο πράγμα, επειδή βέβαια πιστεύει πως είναι για καλό του αυτό που γίνεται;
Εννοείται.
Έλα λοιπόν να ιδρύσομε με το νου μας εξαρχής την πολιτεία· να την ιδρύσουν δηλαδή, καθώς ελέγαμε, οι ανάγκες μας.
Πώς όχι;
[369d] Αλλά η πρώτη κι η μεγαλύτερή μας ανάγκη είναι βέβαια η προμήθεια της τροφής, που απ᾽ αυτή εξαρτάται η ζωή μας κι η ύπαρξή μας.
Ασφαλώς.
Δεύτερη η ανάγκη της κατοικίας, τρίτη της ενδυμασίας και τ᾽ άλλα τέτοια.
Έτσι είναι.
Ας δούμε λοιπόν πώς θα εξοικονομήσει η πολιτεία τις τόσες αυτές ανάγκες. Δε θα χρειαστεί ένας να είναι γεωργός, άλλος κτίστης και άλλος υφαντής; Δε θα προσθέσομε κι έναν υποδηματοποιό, ή και κάποιον άλλο ακόμη για τις τέτοιες ανάγκες του σώματος;
Βέβαια.
Μία λοιπόν πολιτεία πρέπει το ελάχιστο να είναι από τέσσερεις ή πέντε ανθρώπους.
[369e] Φαίνεται.
Αλλά πώς; ο καθένας των πρέπει να βάζει στη μέση την εργασία του για όλους τους άλλους, ο γεωργός λόγου χάριν να παρασκευάζει, ένας αυτός, την τροφή για τέσσερεις και να ξοδεύει τετραπλάσιο καιρό και κόπο για τους άλλους; ή, αντί να φροντίζει και γι᾽ αυτούς, να παρασκευάζει μονάχα για τον εαυτό του το τέταρτο μόνο αυτής [370a] της τροφής και στο τέταρτο του χρόνου, και τ᾽ άλλα τρία να καταγίνεται για να κάνει ο ίδιος το σπίτι του και τα φορέματά του και τα υποδήματά του και να μη σκοτίζεται για τις ανάγκες των άλλων, αλλά μόνο τις δικές του και για τον εαυτό του να κοιτάζει;
Μα μου φαίνεται, είπε ο Αδείμαντος, πως το πρώτο θα του ήταν βολικότερο.
Και δε μου φαίνεται καθόλου παράξενο, έτσι όπως το λες. Γιατί τώρα βάζω και γω με το νου μου πρώτα πως δε γεννιέται ο ένας [370b] όμοιος με τον άλλο, αλλά έχει διαφορετική από τη φύση ικανότητα παρά ένας άλλος γι᾽ αυτή ή για κείνη τη δουλειά. Ή δεν το παραδέχεσαι και συ;
Πώς όχι;
Και ποιό θα ήταν το καλύτερο, να κάνει ένας άνθρωπος μόνος του πολλές δουλειές, ή να περιορίζεται σε μια μονάχα;
Σε μια βέβαια μονάχα.
Μα κι αυτό ακόμα είναι βέβαια φανερό, πως, αν κανείς παραλείψει μια δουλειά να την κάμει στον καιρό της, πάει χαμένη.
Έτσι είναι.
Γιατί ποτέ μια δουλειά δεν μπορεί να περιμένει τη διάθεση και την ευκαιρία του εργάτη, μα πρέπει ένας που κάνει μια εργασία [370c] να μη την αφήνει από πίσω, μα να την καταπιάνεται μ᾽ όλα του τα δυνατά.
Ανάγκη πάσα.
Ώστε το συμπέρασμα είναι πως και περισσότερη και καλύτερη και ευκολότερα γίνεται μια δουλειά, όταν ένας μόνος περιορίζεται αποκλειστικά σ᾽ ένα έργο, ανάλογο με τη φυσική του ικανότητα, και το κάνει τον καιρό που χρειάζεται, χωρίς ν᾽ απασχολείται από τίποτα άλλο.
Βεβαιότατα.
Μα τότε, Αδείμαντε, χρειαζόμαστε περισσότερους από τέσσερεις για τις ανάγκες που λέγαμε· γιατί κι ο γεωργός βέβαια δε θα κατασκευάζει μόνος του το άροτρό του, αν πρόκειται να αξίζει τίποτα, [370d] ούτε τη δίκελλά του, ούτε τα άλλα του τα γεωργικά εργαλεία· το ίδιο και για τα τόσα που χρειάζεται ο οικοδόμος, το ίδιο κι ο υφαντής κι ο υποδηματοποιός.
Αλήθεια.
Να λοιπόν και ξυλουργοί και σιδηρουργοί κι άλλοι τέτοιοι τεχνίτες, που είναι ανάγκη να προσληφθούν στη μικρή μας πολιτεία και θα την κάμουν πιο πολυάνθρωπη.
Εννοείται.
Μα δε θα παραμεγάλωνε ακόμα και πολύ, αν προσθέταμε και τίποτα βουκόλους και ποιμένες και τους διάφορους άλλους βοσκούς, για να έχουν [370e] κι οι γεωργοί τα βόδια τους να ζευγαρίζουν, κι οι οικοδόμοι φορτηγά ζώα, για να μεταφέρουν τα υλικά τους, κι οι υφανταί και οι υποδηματοποιοί για τα μαλλιά και τα δέρματα που τους χρειάζονται.
Και βέβαια δε θα ήταν πια πολύ μικρή η πολιτεία που θα είχε όλ᾽ αυτά.
Ναι, μα σκέψου, είπα εγώ, πως θα ήταν αδύνατο σχεδόν να χτίσομε πόλη σ᾽ ένα τέτοιο μέρος, που μην είχε ανάγκη να εισάγομε κανένα πράγμα απέξω.
Πραγματικώς είναι αδύνατο.
Ώστε θα χρειαστεί και άλλους, που να φέρνουν από άλλα μέρη όσα της χρειάζονται.
Θα χρειαστεί.
Αν όμως αυτός, που πρόκειται να εξυπηρετήσει αυτή την ανάγκη, έρθει με άδεια χέρια, χωρίς να φέρει τίποτα απ᾽ όσα [371a] χρειάζονται, με άδεια χέρια θα γυρίσει κι εκεί απ᾽ όπου προμηθεύονται εκείνα που τους χρειάζονται· ή όχι;
Μου φαίνεται.
Ώστε δεν πρέπει να παρασκευάζουν μόνο όσα τους είναι αρκετά για τις δικές των τις ανάγκες στην πόλη τους μα και όσα χρειάζονται από κάθε είδος και κείνοι που έχουν την ανάγκη τους γι᾽ άλλα πράγματα.
Έτσι είναι.
Θα χρειαστούμε το λοιπόν στην πόλη μας περισσότερους γεωργούς κι από τους άλλους τεχνίτες.
Περισσότερους βέβαια.
Αλλά κι απ᾽ τους άλλους που έχουν αναλάβει την εισαγωγή και την εξαγωγή όλων των ειδών. Και είναι αυτοί που τους ονομάζουμε εμπόρους· δεν είναι έτσι;
Βέβαια.
Ώστε θα χρειαστούμε και εμπόρους.
Ναι.
Και αν μάλιστα το εμπόριο αυτό γίνεται δια θαλάσσης, [371b] θα χρειαστούμε κι ένα σωρό άλλους, που να γνωρίζουν από τις εργασίες της θάλασσας.
Πραγματικώς, ένα σωρό.
Μα και μέσα στην ίδια την πόλη, πώς θα ανταλλάσσουν μεταξύ των τα προϊόντα της εργασίας των, που γι᾽ αυτό ίσα ίσα τους βάλαμε να συγκατοικήσουν και ιδρύσαμε έτσι την πόλη;
Είναι φανερό πως θ᾽ αγοράζουν και θα πουλούν ο ένας με τον άλλο.
Ώστε θα μας χρειαστεί ακόμη και αγορά και νόμισμα, ως σύμβολο της ανταλλαγής.
Χωρίς άλλο.