Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (42.5-43.7)


[42.5] Τότε δ᾽ ἐξήλαυνεν ἐπὶ Δαρεῖον, ὡς πάλιν μαχούμενος· ἀκούσας δὲ τὴν ὑπὸ Βήσσου γενομένην αὐτοῦ σύλληψιν, ἀπέλυσε τοὺς Θεσσαλοὺς οἴκαδε, δισχίλια τάλαντα δωρεὰν ἐπιμετρήσας ταῖς μισθοφοραῖς. [42.6] πρὸς δὲ τὴν δίωξιν, ἀργαλέαν καὶ μακρὰν γινομένην (ἕνδεκα γὰρ ἡμέραις ἱππάσατο τρισχιλίους καὶ τριακοσίους σταδίους), ἀπηγόρευσαν μὲν οἱ πλεῖστοι, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἄνυδρον. [42.7] ἔνθα δὴ Μακεδόνες ἀπήντησαν αὐτῷ τινες ὕδωρ ἐν ἀσκοῖς ἐφ᾽ ἡμιόνων κομίζοντες ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, καὶ θεασάμενοι τὸν Ἀλέξανδρον ἤδη μεσημβρίας οὔσης κακῶς ὑπὸ δίψους ἔχοντα, ταχὺ πλησάμενοι κράνος προσήνεγκαν. [42.8] πυθομένου δ᾽ αὐτοῦ τίσι κομίζοιεν, «υἱοῖς» ἔφασαν «ἰδίοις· ἀλλὰ σοῦ ζῶντος ἑτέρους ποιησόμεθα, κἂν ἐκείνους ἀπολέσωμεν». [42.9] ταῦτ᾽ ἀκούσας, ἔλαβεν εἰς τὰς χεῖρας τὸ κράνος· περιβλέψας δὲ καὶ θεασάμενος τοὺς περὶ αὑτὸν ἱππεῖς ἅπαντας ἐγκεκλικότας ταῖς κεφαλαῖς καὶ πρὸς αὐτὸν ἀποβλέποντας, ἀπέδωκεν οὐ πιών, ἀλλ᾽ ἐπαινέσας τοὺς ἀνθρώπους «ἂν γὰρ αὐτὸς» ἔφη «πίω μόνος, ἀθυμήσουσιν οὗτοι». [42.10] θεασάμενοι δὲ τὴν ἐγκράτειαν αὐτοῦ καὶ μεγαλοψυχίαν οἱ ἱππεῖς ἄγειν ἀνέκραγον θαρροῦντα καὶ τοὺς ἵππους ἐμάστιζον· οὔτε γὰρ κάμνειν οὔτε διψᾶν οὔθ᾽ ὅλως θνητοὺς εἶναι νομίζειν αὑτούς, ἕως ἂν ἔχωσι βασιλέα τοιοῦτον.
[43.1] Ἡ μὲν οὖν προθυμία πάντων ἦν ὁμοία, μόνους δέ φασιν ἑξήκοντα συνεισπεσεῖν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν πολεμίων. [43.2] ἔνθα δὴ πολὺν μὲν ἄργυρον καὶ χρυσὸν ἐρριμμένον ὑπερβαίνοντες, πολλὰς δὲ παίδων καὶ γυναικῶν ἁρμαμάξας ἡνιόχων ἐρήμους διαφερομένας παρερχόμενοι, τοὺς πρώτους ἐδίωκον, ὡς ἐν ἐκείνοις Δαρεῖον ὄντα. [43.3] μόλις δ᾽ εὑρίσκεται πολλῶν ἀκοντισμάτων κατάπλεως τὸ σῶμα κείμενος ἐν ἁρμαμάξῃ, μικρὸν ἀπολείπων τοῦ τελευτᾶν· ὅμως δὲ καὶ πιεῖν ᾔτησε, καὶ πιὼν ὕδωρ ψυχρόν, εἶπε πρὸς τὸν δόντα Πολύστρατον· [43.4] «ὦ ἄνθρωπε, τοῦτό μοι πέρας γέγονε δυστυχίας ἁπάσης, εὖ παθεῖν ἀμείψασθαι μὴ δυνάμενον· ἀλλ᾽ Ἀλέξανδρος ἀποδώσει σοι τὴν χάριν, Ἀλεξάνδρῳ δ᾽ οἱ θεοὶ τῆς εἰς μητέρα καὶ γυναῖκα καὶ παῖδας τοὺς ἐμοὺς ἐπιεικείας, ᾧ ταύτην δίδωμι τὴν δεξιὰν διὰ σοῦ». ταῦτ᾽ εἰπὼν καὶ λαβόμενος τῆς τοῦ Πολυστράτου χειρός, ἐξέλιπεν. [43.5] Ἀλέξανδρος δ᾽ ὡς ἐπῆλθεν, ἀλγῶν τε τῷ πάθει φανερὸς ἦν, καὶ τὴν ἑαυτοῦ χλαμύδα λύσας ἐπέβαλε τῷ σώματι καὶ περιέστειλε. [43.6] καὶ Βῆσσον μὲν ὕστερον εὑρὼν διεσφενδόνησεν, ὀρθίων δένδρων εἰς ταὐτὸ καμφθέντων ἑκατέρῳ μέρος προσαρτήσας τοῦ σώματος, εἶτα μεθεὶς ἑκάτερον, ὡς ὥρμητο ῥύμῃ φερόμενον, τὸ προσῆκον αὐτῷ μέρος νείμασθαι. [43.7] τότε δὲ τοῦ Δαρείου τὸ μὲν σῶμα κεκοσμημένον βασιλικῶς πρὸς τὴν μητέρ᾽ ἀπέστειλε, τὸν δ᾽ ἀδελφὸν Ἐξάθρην εἰς τοὺς ἑταίρους ἀνέλαβεν.


[42.5] Εκείνον τον καιρό ξεκινούσε εναντίον του Δαρείου, για να δώσει μάχη πάλι μαζί του. Όταν όμως έμαθε τη σύλληψή του από τον Βήσσο, αποδέσμευσε τους Θεσσαλούς, ώστε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, καταβάλλοντας εκτός από τους μισθούς τους δώρο δύο χιλιάδες τάλαντα. [42.6] Από την καταδίωξη, επίπονη και μεγάλης διάρκειας —γιατί μέσα σε έντεκα ημέρες κάλυψε με το ιππικό τρεις χιλιάδες τριακόσια στάδια— κουράστηκαν οι περισσότεροι, και μάλιστα διασχίζοντας άνυδρη περιοχή. [42.7] Ακριβώς εκεί τον συνάντησαν κάποιοι Μακεδόνες που μετέφεραν νερό από το ποτάμι σε ασκούς πάνω σε μουλάρια. Όταν είδαν τον Αλέξανδρο να είναι σε άσχημη κατάσταση από τη δίψα —ήταν κιόλας μεσημέρι— γέμισαν γρήγορα μια περικεφαλαία και του την πρόσφεραν. [42.8] Όταν αυτός ζήτησε να μάθει για ποιους μετέφεραν το νερό, του είπαν: «για τα παιδιά μας. Αλλά, και αν ακόμη τα χάσουμε, με εσένα ζωντανό θα κάνουμε άλλα». [42.9] Σαν άκουσε αυτά, πήρε στα χέρια του την περικεφαλαία· κοιτάζοντας όμως ολόγυρα και παρατηρώντας ότι όλοι οι ιππείς της ακολουθίας του είχαν σκύψει τα κεφάλια και τον κοίταζαν, την έδωσε πίσω χωρίς να πιει· ευχαρίστησε τους ανθρώπους και είπε: «αν πιω μόνον εγώ, θα στενοχωρηθούν πολύ αυτοί». [42.10] Βλέποντας οι ιππείς την εγκράτεια και το μεγαλείο της ψυχής του, φώναζαν να συνεχίσει να τους οδηγεί με θάρρος και μαστίγωναν τα άλογά τους. Γιατί, όσο είχαν έναν τέτοιο βασιλιά, ούτε κουράζονταν ούτε διψούσαν και, γενικά, δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους θνητούς.
[43.1] Η προθυμία όλων ήταν όμοια, αλλά στο στρατόπεδο των εχθρών λένε ότι όρμησαν μαζί του μόνο εξήντα. [43.2] Εκεί λοιπόν, περνώντας πάνω από πολύ ασήμι και χρυσάφι ριγμένο στο έδαφος και δίπλα από πολλές άμαξες με γυναικόπαιδα ακυβέρνητες χωρίς ηνιόχους, κατεδίωκαν τους πρώτους, γιατί πίστευαν ότι μεταξύ εκείνων ήταν ο Δαρείος. [43.3] Εντοπίστηκε δύσκολα μέσα σε μια άμαξα γεμάτος πληγές από ακόντιο σε όλο το σώμα του λίγο πριν πεθάνει. Ζήτησε όμως να πιει και, αφού ήπιε κρύο νερό, είπε στον Πολύστρατο που του το έδωσε: [43.4] «άνθρωπε, αυτή είναι η τελευταία από όλες τις δυστυχίες μου, το να μην μπορώ να ανταποδώσω την ευεργεσία· θα σου ανταποδώσει όμως τη χάρη ο Αλέξανδρος, και σ᾽ αυτόν οι θεοί για την ευγενική συμπεριφορά του προς τη μητέρα μου, τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου· μέσω εσού τον συγχαίρω». Αφού είπε αυτά και έπιασε το χέρι του Πολύστρατου, ξεψύχησε. [43.5] Όταν κατέφτασε ο Αλέξανδρος, λυπήθηκε ολοφάνερα για το συμβάν, έλυσε τη χλαμύδα του, την έριξε πάνω στο σώμα του και τον σκέπασε. [43.6] Αργότερα, όταν βρήκε τον Βήσσο, τον έσκισε στα δυο· λύγισε δηλαδή δύο κατακόρυφα δέντρα προς το ίδιο σημείο, έδεσε στο καθένα ένα πόδι του Βήσσου, έπειτα, αφήνοντας τα δέντρα ελεύθερα, καθώς τινάχτηκαν με ορμή γυρίζοντας στη θέση τους, πήρε το καθένα μαζί του το μέρος του σώματος που είχε προσδεθεί σ᾽ αυτό. [43.7] Ύστερα από αυτό έστειλε τη σορό του Δαρείου, στολισμένη με βασιλικό τρόπο, στη μητέρα του και συμπεριέλαβε τον αδερφό εκείνου Εξάθρη μεταξύ των εταίρων.