Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (7.44.1-7.44.8)

[7.44.1] Καὶ ἐνταῦθα ἤδη ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ ἀπορίᾳ ἐγίγνοντο οἱ Ἀθηναῖοι, ἣν οὐδὲ πυθέσθαι ῥᾴδιον ἦν οὐδ᾽ ἀφ᾽ ἑτέρων ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστα ξυνηνέχθη. ἐν μὲν γὰρ ἡμέρᾳ σαφέστερα μέν, ὅμως δὲ οὐδὲ ταῦτα οἱ παραγενόμενοι πάντα πλὴν τὸ καθ᾽ ἑαυτὸν ἕκαστος μόλις οἶδεν· ἐν δὲ νυκτομαχίᾳ, ἣ μόνη δὴ στρατοπέδων μεγάλων ἔν γε τῷδε τῷ πολέμῳ ἐγένετο, πῶς ἄν τις σαφῶς τι ᾔδει; [7.44.2] ἦν μὲν γὰρ σελήνη λαμπρά, ἑώρων δὲ οὕτως ἀλλήλους ὡς ἐν σελήνῃ εἰκὸς τὴν μὲν ὄψιν τοῦ σώματος προορᾶν, τὴν δὲ γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι. ὁπλῖται δὲ ἀμφοτέρων οὐκ ὀλίγοι ἐν στενοχωρίᾳ ἀνεστρέφοντο. [7.44.3] καὶ τῶν Ἀθηναίων οἱ μὲν ἤδη ἐνικῶντο, οἱ δ᾽ ἔτι τῇ πρώτῃ ἐφόδῳ ἀήσσητοι ἐχώρουν. πολὺ δὲ καὶ τοῦ ἄλλου στρατεύματος αὐτοῖς τὸ μὲν ἄρτι ἀνεβεβήκει, τὸ δ᾽ ἔτι προσανῄει, ὥστ᾽ οὐκ ἠπίσταντο πρὸς ὅτι χρὴ χωρῆσαι. ἤδη γὰρ τὰ πρόσθεν τῆς τροπῆς γεγενημένης ἐτετάρακτο πάντα καὶ χαλεπὰ ἦν ὑπὸ τῆς βοῆς διαγνῶναι. [7.44.4] οἵ τε γὰρ Συρακόσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ὡς κρατοῦντες παρεκελεύοντό τε κραυγῇ οὐκ ὀλίγῃ χρώμενοι, ἀδύνατον ὂν ἐν νυκτὶ ἄλλῳ τῳ σημῆναι, καὶ ἅμα τοὺς προσφερομένους ἐδέχοντο· οἵ τε Ἀθηναῖοι ἐζήτουν τε σφᾶς αὐτοὺς καὶ πᾶν τὸ ἐξ ἐναντίας, καὶ εἰ φίλιον εἴη τῶν ἤδη πάλιν φευγόντων, πολέμιον ἐνόμιζον, καὶ τοῖς ἐρωτήμασι τοῦ ξυνθήματος πυκνοῖς χρώμενοι διὰ τὸ μὴ εἶναι ἄλλῳ τῳ γνωρίσαι σφίσι τε αὐτοῖς θόρυβον πολὺν παρεῖχον ἅμα πάντες ἐρωτῶντες καὶ τοῖς πολεμίοις σαφὲς αὐτὸ κατέστησαν· [7.44.5] τὸ δ᾽ ἐκείνων οὐχ ὁμοίως ἠπίσταντο διὰ τὸ κρατοῦντας αὐτοὺς καὶ μὴ διεσπασμένους ἧσσον ἀγνοεῖσθαι, ὥστ᾽ εἰ μὲν ἐντύχοιέν τισι κρείσσους ὄντες τῶν πολεμίων, διέφευγον αὐτοὺς ἅτε ἐκείνων ἐπιστάμενοι τὸ ξύνθημα, εἰ δ᾽ αὐτοὶ μὴ ἀποκρίνοιντο, διεφθείροντο. [7.44.6] μέγιστον δὲ καὶ οὐχ ἥκιστα ἔβλαψε καὶ ὁ παιανισμός· ἀπὸ γὰρ ἀμφοτέρων παραπλήσιος ὢν ἀπορίαν παρεῖχεν. οἵ τε γὰρ Ἀργεῖοι καὶ οἱ Κερκυραῖοι καὶ ὅσον Δωρικὸν μετ᾽ Ἀθηναίων ἦν, ὁπότε παιανίσειαν, φόβον παρεῖχε τοῖς Ἀθηναίοις, οἵ τε πολέμιοι ὁμοίως. [7.44.7] ὥστε τέλος ξυμπεσόντες αὑτοῖς κατὰ πολλὰ τοῦ στρατοπέδου, ἐπεὶ ἅπαξ ἐταράχθησαν, φίλοι τε φίλοις καὶ πολῖται πολίταις, οὐ μόνον ἐς φόβον κατέστησαν, ἀλλὰ καὶ ἐς χεῖρας ἀλλήλοις ἐλθόντες μόλις ἀπελύοντο. [7.44.8] καὶ διωκόμενοι κατά τε τῶν κρημνῶν [οἱ] πολλοὶ ῥίπτοντες ἑαυτοὺς ἀπώλλυντο, στενῆς οὔσης τῆς ἀπὸ τῶν Ἐπιπολῶν πάλιν καταβάσεως, καὶ ἐπειδὴ ἐς τὸ ὁμαλὸν οἱ σῳζόμενοι ἄνωθεν καταβαῖεν, οἱ μὲν πολλοὶ αὐτῶν καὶ ὅσοι ἦσαν τῶν προτέρων στρατιωτῶν ἐμπειρίᾳ μᾶλλον τῆς χώρας ἐς τὸ στρατόπεδον διεφύγγανον, οἱ δὲ ὕστερον ἥκοντες εἰσὶν οἳ διαμαρτόντες τῶν ὁδῶν κατὰ τὴν χώραν ἐπλανήθησαν· οὕς, ἐπειδὴ ἡμέρα ἐγένετο, οἱ ἱππῆς τῶν Συρακοσίων περιελάσαντες διέφθειραν.

[7.44.1] Από την στιγμή αυτή η ταραχή και η αμηχανία ήταν μεγάλη, τόση ώστε δεν ήταν εύκολο να μάθει κανείς αργότερα, ούτε από την μια πλευρά ούτε από την άλλη, πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Με το φως της μέρας, τα πράγματα είναι πιο ευδιάκριτα αλλά και πάλι δεν τα ξέρουν όλα όσοι πήραν μέρος σε μια μάχη, αλλά ξέρουν μόνο τα όσα τούς συνέβηκαν αυτών. Σε μια νυχτερινή μάχη, που ήταν και η μόνη η οποία έγινε μεταξύ δύο μεγάλων στρατών στον πόλεμο αυτόν, πώς θα μπορούσε κανείς να τα πληροφορηθεί ακριβέστερα; [7.44.2] Ήταν βέβαια νύχτα με φεγγάρι λαμπρό κι έβλεπαν ο ένας τον άλλο, αλλά, όπως συνήθως, με το φως του φεγγαριού βλέπει κανείς το σχήμα του σώματος, δεν μπορεί όμως να είναι βέβαιος ότι αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά. Ένα πλήθος οπλίτες κι από τα δύο μέρη στριφογύριζαν σε πολύ στενό χώρο. [7.44.3] Ένα μέρος του αθηναϊκού στρατού είχε κιόλας νικηθεί, ενώ το άλλο, ανίκητο, προχωρούσε με την ορμή που είχε από την πρώτη έφοδο. Πολλοί από τον υπόλοιπο στρατό τους είτε είχαν μόλις ανέβει στο πλάτωμα, είτε ανέβαιναν ακόμα και δεν ήξεραν προς ποιό σημείο έπρεπε να προχωρήσουν, γιατί οι πρώτες μονάδες, που είχαν κιόλας αρχίσει να υποχωρούν, ήσαν σε μεγάλη ταραχή και ήταν δύσκολο, μέσα στη βοή, ν᾽ αναγνωρίζει κανείς τις μονάδες. [7.44.4] Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους, έχοντας το αίσθημα ότι νικούν, ενθάρρυναν ο ένας τον άλλον με δυνατές κραυγές —μέσα στην νύχτα ήταν αδύνατο να δοθούν με άλλο τρόπο συνθήματα— και πολεμούσαν όσους έπεφταν απάνω τους. Οι Αθηναίοι έψαχναν ο ένας τον άλλον και νόμιζαν ότι όσοι έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση είναι εχθροί, ακόμα και οι δικοί τους, που είχαν τραπεί σε φυγή. Ζητούσαν συνεχώς το παρασύνθημα, επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος ν᾽ αναγνωρίζονται, κι έτσι δημιουργούσαν μεγάλη σύγχυση στις τάξεις τους, ρωτώντας για το παρασύνθημα όλοι μαζί. Έτσι ο εχθρός το έμαθε, [7.44.5] ενώ οι ίδιοι δεν ήξεραν το παρασύνθημα του αντιπάλου ο οποίος, επειδή νικούσε και δεν ήταν διασκορπισμένος, είχε λιγότερη δυσκολία ν᾽ αναγνωρίζει τους δικούς του. Έτσι, αν τύχαινε να βρεθούν μπροστά σε μικρότερη εχθρική μονάδα, τους ξέφευγε, δίνοντάς τους το παρασύνθημα, ενώ αυτοί, στην ίδια περίπτωση, δεν μπορούσαν να δώσουν το παρασύνθημα και ήσαν χαμένοι. [7.44.6] Αλλά το χειρότερο απ᾽ όλα, αυτό που τους έβλαψε το περισσότερο, ήταν ο παιανισμός που ήταν σχεδόν ο ίδιος στα δύο στρατόπεδα και δημιουργούσε μεγάλη σύγχυση, γιατί κάθε φορά που οι Αργείοι και οι Κερκυραίοι ή άλλοι Δωριείς που ήσαν με τους Αθηναίους, παιάνιζαν, φόβος έπιανε την αθηναϊκή παράταξη σαν να κραύγαζαν εχθροί. [7.44.7] Συνέβηκε έτσι, όταν διασπάστηκε η παράταξή τους, να πέσουν ο ένας απάνω στον άλλον, σε πολλά σημεία, φίλοι απάνω σε φίλους, συμπολίτες απάνω σε συμπολίτες και όχι μόνο τρόμαζαν ο ένας τον άλλον, αλλά και έρχονταν στα χέρια και δύσκολα χώριζαν. [7.44.8] Το μονοπάτι απ᾽ όπου μπορούσαν να κατέβουν από τις Επιπολές ήταν στενό και γι᾽ αυτό πολλοί, καταδιωγμένοι απ᾽ τον εχθρό, ρίχτηκαν στους γκρεμούς και σκοτώθηκαν. Όταν, όσοι μπορούσαν να σωθούν από τις Επιπολές, έφταναν στην πλατωσιά του κάμπου, βρίσκαν οι περισσότεροι καταφύγιο στο στρατόπεδο και μάλιστα όσοι ήσαν του πρώτου εκστρατευτικού σώματος και ήξεραν καλά το μέρος, αλλά πολλοί από εκείνους που είχαν μόλις φτάσει, έχασαν τον δρόμο τους και περιπλανήθηκαν στην πεδιάδα. Αυτούς, την επομένη, όταν ήρθε η μέρα, τους κυνήγησε και τους σκότωσε το εχθρικό ιππικό.