Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (7.42.1-7.43.7)

[7.42.1] Καὶ οἱ μὲν ὡς ἐπιθησόμενοι κατ᾽ ἀμφότερα παρεσκευάζοντο αὖθις, ἐν τούτῳ δὲ Δημοσθένης καὶ Εὐρυμέδων ἔχοντες τὴν ἀπὸ τῶν Ἀθηνῶν βοήθειαν παραγίγνονται, ναῦς τε τρεῖς καὶ ἑβδομήκοντα μάλιστα ξὺν ταῖς ξενικαῖς καὶ ὁπλίτας περὶ πεντακισχιλίους ἑαυτῶν τε καὶ τῶν ξυμμάχων, ἀκοντιστάς τε βαρβάρους καὶ Ἕλληνας οὐκ ὀλίγους, καὶ σφενδονήτας καὶ τοξότας καὶ τὴν ἄλλην παρασκευὴν ἱκανήν. [7.42.2] καὶ τοῖς μὲν Συρακοσίοις καὶ ξυμμάχοις κατάπληξις ἐν τῷ αὐτίκα οὐκ ὀλίγη ἐγένετο, εἰ πέρας μηδὲν ἔσται σφίσι τοῦ ἀπαλλαγῆναι τοῦ κινδύνου, ὁρῶντες οὔτε διὰ τὴν Δεκέλειαν τειχιζομένην οὐδὲν ἧσσον στρατὸν ἴσον καὶ παραπλήσιον τῷ προτέρῳ ἐπεληλυθότα τήν τε τῶν Ἀθηναίων δύναμιν πανταχόσε πολλὴν φαινομένην· τῷ δὲ προτέρῳ στρατεύματι τῶν Ἀθηναίων ὡς ἐκ κακῶν ῥώμη τις ἐγεγένητο. [7.42.3] ὁ δὲ Δημοσθένης ἰδὼν ὡς εἶχε τὰ πράγματα καὶ νομίσας οὐχ οἷόν τε εἶναι διατρίβειν οὐδὲ παθεῖν ὅπερ ὁ Νικίας ἔπαθεν (ἀφικόμενος γὰρ τὸ πρῶτον ὁ Νικίας φοβερός, ὡς οὐκ εὐθὺς προσέκειτο ταῖς Συρακούσαις, ἀλλ᾽ ἐν Κατάνῃ διεχείμαζεν, ὑπερώφθη τε καὶ ἔφθασεν αὐτὸν ἐκ τῆς Πελοποννήσου στρατιᾷ ὁ Γύλιππος ἀφικόμενος, ἣν οὐδ᾽ ἂν μετέπεμψαν οἱ Συρακόσιοι, εἰ ἐκεῖνος εὐθὺς ἐπέκειτο· ἱκανοὶ γὰρ αὐτοὶ οἰόμενοι εἶναι ἅμα τ᾽ ἂν ἔμαθον ἥσσους ὄντες καὶ ἀποτετειχισμένοι ἂν ἦσαν, ὥστε μηδ᾽ εἰ μετέπεμψαν ἔτι ὁμοίως ἂν αὐτοὺς ὠφελεῖν), ταῦτα οὖν ἀνασκοπῶν ὁ Δημοσθένης, καὶ γιγνώσκων ὅτι καὶ αὐτὸς ἐν τῷ παρόντι τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ μάλιστα δεινότατός ἐστι τοῖς ἐναντίοις, ἐβούλετο ὅτι τάχος ἀποχρήσασθαι τῇ παρούσῃ τοῦ στρατεύματος ἐκπλήξει. [7.42.4] καὶ ὁρῶν τὸ παρατείχισμα τῶν Συρακοσίων, ᾧ ἐκώλυσαν περιτειχίσαι σφᾶς τοὺς Ἀθηναίους, ἁπλοῦν ὂν καί, εἰ κρατήσειέ τις τῶν τε Ἐπιπολῶν τῆς ἀναβάσεως καὶ αὖθις τοῦ ἐν αὐταῖς στρατοπέδου, ῥᾳδίως ἂν αὐτὸ ληφθέν (οὐδὲ γὰρ ὑπομεῖναι ἂν σφᾶς οὐδένα), ἠπείγετο ἐπιθέσθαι τῇ πείρᾳ, [7.42.5] καί οἱ ξυντομωτάτην ἡγεῖτο διαπολέμησιν· ἢ γὰρ κατορθώσας ἕξειν Συρακούσας, ἢ ἀπάξειν τὴν στρατιὰν καὶ οὐ τρίψεσθαι ἄλλως Ἀθηναίους τε τοὺς ξυστρατευομένους καὶ τὴν ξύμπασαν πόλιν.
[7.42.6] Πρῶτον μὲν οὖν τήν τε γῆν ἐξελθόντες τῶν Συρακοσίων ἔτεμον οἱ Ἀθηναῖοι περὶ τὸν Ἄναπον, καὶ τῷ στρατεύματι ἐπεκράτουν ὥσπερ τὸ πρῶτον, τῷ τε πεζῷ καὶ ταῖς ναυσίν (οὐδὲ γὰρ καθ᾽ ἕτερα οἱ Συρακόσιοι ἀντεπεξῇσαν ὅτι μὴ τοῖς ἱππεῦσι καὶ ἀκοντισταῖς ἀπὸ τοῦ Ὀλυμπιείου)· [7.43.1] ἔπειτα μηχαναῖς ἔδοξε τῷ Δημοσθένει πρότερον ἀποπειρᾶσαι τοῦ παρατειχίσματος. ὡς δὲ αὐτῷ προσαγαγόντι κατεκαύθησάν τε ὑπὸ τῶν ἐναντίων ἀπὸ τοῦ τείχους ἀμυνομένων αἱ μηχαναὶ καὶ τῇ ἄλλῃ στρατιᾷ πολλαχῇ προσβάλλοντες ἀπεκρούοντο, οὐκέτι ἐδόκει διατρίβειν, ἀλλὰ πείσας τόν τε Νικίαν καὶ τοὺς ἄλλους ξυνάρχοντας, ὡς ἐπενόει, τὴν ἐπιχείρησιν τῶν Ἐπιπολῶν ἐποιεῖτο. [7.43.2] καὶ ἡμέρας μὲν ἀδύνατα ἐδόκει εἶναι λαθεῖν προσελθόντας τε καὶ ἀναβάντας, παραγγείλας δὲ πέντε ἡμερῶν σιτία καὶ τοὺς λιθολόγους καὶ τέκτονας πάντας λαβὼν καὶ ἄλλην παρασκευὴν τοξευμάτων τε καὶ ὅσα ἔδει, ἢν κρατῶσι, τειχίζοντας ἔχειν, αὐτὸς μὲν ἀπὸ πρώτου ὕπνου καὶ Εὐρυμέδων καὶ Μένανδρος ἀναλαβὼν τὴν πᾶσαν στρατιὰν ἐχώρει πρὸς τὰς Ἐπιπολάς, Νικίας δὲ ἐν τοῖς τείχεσιν ὑπελέλειπτο. [7.43.3] καὶ ἐπειδὴ ἐγένοντο πρὸς αὐταῖς κατὰ τὸν Εὐρύηλον, ᾗπερ καὶ ἡ προτέρα στρατιὰ τὸ πρῶτον ἀνέβη, λανθάνουσί τε τοὺς φύλακας τῶν Συρακοσίων, καὶ προσβάντες τὸ τείχισμα ὃ ἦν αὐτόθι τῶν Συρακοσίων αἱροῦσι καὶ ἄνδρας τῶν φυλάκων ἀποκτείνουσιν. [7.43.4] οἱ δὲ πλείους διαφυγόντες εὐθὺς πρὸς τὰ στρατόπεδα, ἃ ἦν ἐπὶ τῶν Ἐπιπολῶν τρία ἐν προτειχίσμασιν, ἓν μὲν τῶν Συρακοσίων, ἓν δὲ τῶν ἄλλων Σικελιωτῶν, ἓν δὲ τῶν ξυμμάχων, ἀγγέλλουσι τὴν ἔφοδον καὶ τοῖς ἑξακοσίοις τῶν Συρακοσίων, οἳ καὶ πρῶτοι κατὰ τοῦτο τὸ μέρος τῶν Ἐπιπολῶν φύλακες ἦσαν, ἔφραζον. [7.43.5] οἱ δ᾽ ἐβοήθουν τ᾽ εὐθύς, καὶ αὐτοῖς ὁ Δημοσθένης καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐντυχόντες ἀμυνομένους προθύμως ἔτρεψαν. καὶ αὐτοὶ μὲν εὐθὺς ἐχώρουν ἐς τὸ πρόσθεν, ὅπως τῇ παρούσῃ ὁρμῇ τοῦ περαίνεσθαι ὧν ἕνεκα ἦλθον μὴ βραδεῖς γένωνται· ἄλλοι δὲ ἀπὸ τῆς πρώτης τὸ παρατείχισμα τῶν Συρακοσίων οὐχ ὑπομενόντων τῶν φυλάκων ᾕρουν τε καὶ τὰς ἐπάλξεις ἀπέσυρον. [7.43.6] οἱ δὲ Συρακόσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι καὶ ὁ Γύλιππος καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ ἐβοήθουν ἐκ τῶν προτειχισμάτων, καὶ ἀδοκήτου τοῦ τολμήματος σφίσιν ἐν νυκτὶ γενομένου προσέβαλόν τε τοῖς Ἀθηναίοις ἐκπεπληγμένοι καὶ βιασθέντες ὑπ᾽ αὐτῶν τὸ πρῶτον ὑπεχώρησαν. [7.43.7] προϊόντων δὲ τῶν Ἀθηναίων ἐν ἀταξίᾳ μᾶλλον ἤδη ὡς κεκρατηκότων καὶ βουλομένων διὰ παντὸς τοῦ μήπω μεμαχημένου τῶν ἐναντίων ὡς τάχιστα διελθεῖν, ἵνα μὴ ἀνέντων σφῶν τῆς ἐφόδου αὖθις ξυστραφῶσιν, οἱ Βοιωτοὶ πρῶτοι αὐτοῖς ἀντέσχον καὶ προσβαλόντες ἔτρεψάν τε καὶ ἐς φυγὴν κατέστησαν.

[7.42.1] Άρχισαν, λοιπόν, να ετοιμάζονται πάλι για νέα επίθεση και στην στεριά και στην θάλασσα.
Τότε έφθασαν ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων με τις ενισχύσεις από την Αθήνα, δηλαδή εβδομήντα τρία καράβια με τα συμμαχικά, πέντε χιλιάδες περίπου οπλίτες Αθηναίους και συμμαχικούς, πολλούς ακοντιστές Έλληνες και βαρβάρους, σφενδονιστές και τοξότες, και με ανάλογα εφόδια. [7.42.2] Απάνω στην στιγμή ήταν μεγάλη η κατάπληξη των Συρακουσίων και των συμμάχων τους και σκέπτονταν ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ ν᾽ απαλλαγούν απ᾽ αυτόν τον κίνδυνο, αφού η οχύρωση της Δεκέλειας δεν είχε εμποδίσει να έρθει στρατός ισάριθμος ή σχεδόν ισάριθμος με το πρώτο εκστρατευτικό σώμα, και η δύναμη της Αθήνας φανερωνόταν, σε όλους τους τομείς, μεγάλη. Το πρώτο εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων που είχε υποστεί πολλά, αναθάρρησε κάπως. [7.42.3] Όταν ο Δημοσθένης είδε την κατάσταση, έκρινε ότι δεν έπρεπε να χρονοτριβήσει ούτε να πάθει τα όσα έπαθε ο Νικίας ο οποίος, μόλις είχε φτάσει είχε προκαλέσει μεγάλο φόβο, αλλά αντί να επιτεθεί αμέσως εναντίον των Συρακουσίων, είχε πάει να περάσει τον χειμώνα στην Κατάνη, κι έτσι είχε μειωθεί πολύ το γόητρό του. Ο Γύλιππος τον είχε προλάβει και είχε έρθει από την Πελοπόννησο με στρατό τον οποίο δεν θα είχαν καν ζητήσει οι Συρακούσιοι, αν ο Νικίας τους είχε επιτεθεί αμέσως. Θεωρώντας ότι ήσαν, μόνοι τους, αρκετά δυνατοί, δεν θα είχαν καταλάβει την αδυναμία τους παρά αφού θα είχαν αποκλεισθεί με τείχος, αλλά και αν ακόμα τότε είχαν ζητήσει στρατό, δεν θα μπορούσε αυτός να τους ωφελήσει σε τίποτε. Αυτά διαλογιζόταν ο Δημοσθένης και, ξέροντας ότι και ο ίδιος προκαλούσε, την πρώτη μέρα, μεγάλο φόβο στον αντίπαλο, ήθελε γρήγορα να εκμεταλλευτεί την κατάπληξη του εχθρικού στρατού. [7.42.4] Είδε ότι το αντιτείχισμα των Συρακουσίων με το οποίο είχαν εμποδίσει τους Αθηναίους να τους αποκλείσουν, ήταν μονό τείχος και ότι, αν μπορούσε να ελέγχει τις προσβάσεις των Επιπολών και να κυριέψει το στρατόπεδο που ήταν επάνω στο ύψωμα, τότε θα μπορούσε εύκολα να πάρει το αντιτείχισμα, γιατί κανείς δεν θα τολμούσε ν᾽ αντιμετωπίσει την επίθεσή του. Βιαζόταν να κάνει αυτήν την επιχείρηση [7.42.5] και θεωρούσε ότι ήταν ο μόνος τρόπος να βάλει ένα τέρμα στον πόλεμο. Ή θα επιτύχαινε, και τότε θα κυρίευε τις Συρακούσες, ή θα έπαιρνε πίσω τον στρατό, και τότε ούτε η Αθήνα ούτε το εκστρατευτικό σώμα θα φθειρόταν μάταια. [7.42.6] Πρώτα, λοιπόν, οι Αθηναίοι έκαναν έξοδο και ρήμαξαν την γη των Συρακουσίων γύρω από τον Άναπο ποταμό και κυριαρχούσαν, όπως και πριν, και στην στεριά και στην θάλασσα, γιατί οι Συρακούσιοι δεν αντιπαρατάσσονταν ούτε με τον στρατό ούτε με τον στόλο, αλλά χρησιμοποιούσαν μόνο τους ιππείς και τους ακοντιστές που ήσαν στο Ολυμπίειο.
[7.43.1] Ύστερα ο Δημοσθένης σκέφθηκε να δοκιμάσει να κυριέψει το αντιτείχισμα με μηχανές. Αλλά όταν τις πήγε κοντά στο τείχος, ο εχθρός ο οποίος αμυνόταν από το τείχος, τις έκαψε. Ο στρατός έκανε πολλές εφόδους σε διάφορα σημεία, αλλά όλες αποκρούστηκαν και τότε ο Δημοσθένης θεώρησε ότι δεν έπρεπε να χρονοτριβήσει πιο πολύ. Έπεισε τον Νικία και τους άλλους συναδέλφους του να δεχτούν το σχέδιό του κι έκανε την επιχείρηση των Επιπολών. [7.43.2] Θεωρούσε πως με το φως της ημέρας ήταν αδύνατο να πλησιάσουν και ν᾽ ανεβούν απαρατήρητοι. Έδωσε διαταγή να εφοδιαστεί ο στρατός με πέντε ημερών τρόφιμα, πήρε όλους τους πελεκητές πέτρας και τους χτίστες μαζί του, καθώς και το υλικό που χρειαζόταν —βέλη για τα τόξα— ώστε αν νικήσουν, να μπορέσουν να χτίσουν τείχος και να το προστατέψουν, και, την ώρα του πρώτου ύπνου, με τον Ευρυμέδοντα και τον Μένανδρο πήρε όλον τον στρατό και προχώρησε στις Επιπολές. Ο Νικίας έμεινε πίσω στα τείχη. [7.43.3] Όταν έφτασαν στους πρόποδες, στον Ευρύαλο, από όπου και ο πρώτος στρατός είχε ανεβεί, δεν τους κατάλαβαν οι φρουροί των Συρακουσίων, προχώρησαν και κυρίεψαν το τείχος που ο εχθρός είχε εκεί και σκότωσαν μερικούς από την φρουρά. [7.43.4] Οι περισσότεροι, όμως, ξέφυγαν προς τα στρατόπεδα, τρία τον αριθμό, που ήσαν στις Επιπολές, περιτειχισμένα (ένα για τους Συρακουσίους, ένα για τους άλλους Σικελιώτες, ένα για τους άλλους συμμάχους) και ανάγγειλαν την επίθεση, αφού ειδοποίησαν τους εξακόσιους Συρακουσίους που ήσαν προφυλακή στο μέρος εκείνο. [7.43.5] Καθώς έτρεξαν αυτοί εναντίον τους, ο Δημοσθένης και οι Αθηναίοι τους χτύπησαν και, παρά την άμυνά τους, τους έτρεψαν σε φυγή. Οι Αθηναίοι προχωρούσαν γοργά για να τελειώσουν γρήγορα, με την αρχική τους ορμή, την επιχείρηση που είχαν αναλάβει. Από την πρώτη στιγμή, κυρίεψαν το αντιτείχισμα των Συρακουσίων, που δεν μπορούσαν να προστατέψουν οι φρουρές, και γκρέμισαν τις πολεμίστρες. [7.43.6] Οι Συρακούσιοι με τους συμμάχους τους, καθώς και ο Γύλιππος και ο στρατός του, έτρεξαν από τα προτειχίσματα να βοηθήσουν. Το τόλμημα των Αθηναίων, νύχτα, τους είχε αιφνιδιάσει και ήσαν φοβισμένοι όταν άρχισε η συμπλοκή. Την πρώτη στιγμή υποχώρησαν μπροστά στην ορμή των Αθηναίων. [7.43.7] Καθώς αυτοί προχωρούσαν με σχετική αταξία, θεωρώντας ότι είχαν κιόλας νικήσει και ήθελαν με κάθε τρόπο να φτάσουν, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, έως τις μονάδες που δεν είχαν ακόμα πολεμήσει γιατί φοβόνταν μήπως αν χαλάρωνε η ορμή τους, τότε αυτές οι μονάδες θα ενώνονταν με τις άλλες, πρώτοι τους αντιστάθηκαν οι Βοιωτοί, τους έκαναν αντεπίθεση, τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν και τους έτρεψαν σε φυγή.