Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (7.37.1-7.41.4)

[7.37.1] Τοιαῦτα οἱ Συρακόσιοι πρὸς τὴν ἑαυτῶν ἐπιστήμην τε καὶ δύναμιν ἐπινοήσαντες καὶ ἅμα τεθαρσηκότες μᾶλλον ἤδη ἀπὸ τῆς προτέρας ναυμαχίας, ἐπεχείρουν τῷ τε πεζῷ ἅμα καὶ ταῖς ναυσίν. [7.37.2] καὶ τὸν μὲν πεζὸν ὀλίγῳ πρότερον τὸν ἐκ τῆς πόλεως Γύλιππος προεξαγαγὼν προσῆγε τῷ τείχει τῶν Ἀθηναίων, καθ᾽ ὅσον πρὸς τὴν πόλιν αὐτοῦ ἑώρα· καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ Ὀλυμπιείου, οἵ τε ὁπλῖται ὅσοι ἐκεῖ ἦσαν καὶ οἱ ἱππῆς καὶ ἡ γυμνητεία τῶν Συρακοσίων ἐκ τοῦ ἐπὶ θάτερα προσῄει τῷ τείχει· αἱ δὲ νῆες μετὰ τοῦτο εὐθὺς ἐπεξέπλεον τῶν Συρακοσίων καὶ ξυμμάχων. [7.37.3] καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τὸ πρῶτον αὐτοὺς οἰόμενοι τῷ πεζῷ μόνῳ πειράσειν, ὁρῶντες δὲ καὶ τὰς ναῦς ἐπιφερομένας ἄφνω, ἐθορυβοῦντο, καὶ οἱ μὲν ἐπὶ τὰ τείχη καὶ πρὸ τῶν τειχῶν τοῖς προσιοῦσιν ἀντιπαρετάσσοντο, οἱ δὲ πρὸς τοὺς ἀπὸ τοῦ Ὀλυμπιείου καὶ τῶν ἔξω κατὰ τάχος χωροῦντας ἱππέας τε πολλοὺς καὶ ἀκοντιστὰς ἀντεπεξῇσαν, ἄλλοι δὲ τὰς ναῦς ἐπλήρουν καὶ ἅμα ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν παρεβοήθουν, καὶ ἐπειδὴ πλήρεις ἦσαν, ἀντανῆγον πέντε καὶ ἑβδομήκοντα ναῦς· καὶ τῶν Συρακοσίων ἦσαν ὀγδοήκοντα μάλιστα. [7.38.1] τῆς δὲ ἡμέρας ἐπὶ πολὺ προσπλέοντες καὶ ἀνακρουόμενοι καὶ πειράσαντες ἀλλήλων καὶ οὐδέτεροι δυνάμενοι ἄξιόν τι λόγου παραλαβεῖν, εἰ μὴ ναῦν μίαν ἢ δύο τῶν Ἀθηναίων οἱ Συρακόσιοι καταδύσαντες, διεκρίθησαν· καὶ ὁ πεζὸς ἅμα ἀπὸ τῶν τειχῶν ἀπῆλθεν.
[7.38.2] Τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ οἱ μὲν Συρακόσιοι ἡσύχαζον, οὐδὲν δηλοῦντες ὁποῖόν τι τὸ μέλλον ποιήσουσιν· ὁ δὲ Νικίας ἰδὼν ἀντίπαλα τὰ τῆς ναυμαχίας γενόμενα καὶ ἐλπίζων αὐτοὺς αὖθις ἐπιχειρήσειν τούς τε τριηράρχους ἠνάγκαζεν ἐπισκευάζειν τὰς ναῦς, εἴ τίς τι ἐπεπονήκει, καὶ ὁλκάδας προώρμισε πρὸ τοῦ σφετέρου σταυρώματος, ὃ αὐτοῖς πρὸ τῶν νεῶν ἀντὶ λιμένος κλῃστοῦ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐπεπήγει. [7.38.3] διαλειπούσας δὲ τὰς ὁλκάδας ὅσον δύο πλέθρα ἀπ᾽ ἀλλήλων κατέστησεν, ὅπως, εἴ τις βιάζοιτο ναῦς, εἴη κατάφευξις ἀσφαλὴς καὶ πάλιν καθ᾽ ἡσυχίαν ἔκπλους. παρασκευαζόμενοι δὲ ταῦτα ὅλην τὴν ἡμέραν διετέλεσαν οἱ Ἀθηναῖοι μέχρι νυκτός.
[7.39.1] Τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ οἱ Συρακόσιοι τῆς μὲν ὥρας πρωίτερον, τῇ δ᾽ ἐπιχειρήσει τῇ αὐτῇ τοῦ τε πεζοῦ καὶ τοῦ ναυτικοῦ προσέμισγον τοῖς Ἀθηναίοις, [7.39.2] καὶ ἀντικαταστάντες ταῖς ναυσὶ τὸν αὐτὸν τρόπον αὖθις ἐπὶ πολὺ διῆγον τῆς ἡμέρας πειρώμενοι ἀλλήλων, πρὶν δὴ Ἀρίστων ὁ Πυρρίχου Κορίνθιος, ἄριστος ὢν κυβερνήτης τῶν μετὰ Συρακοσίων, πείθει τοὺς σφετέρους τοῦ ναυτικοῦ ἄρχοντας, πέμψαντας ὡς τοὺς ἐν τῇ πόλει ἐπιμελομένους, κελεύειν ὅτι τάχιστα τὴν ἀγορὰν τῶν πωλουμένων παρὰ τὴν θάλασσαν μεταστῆσαι κομίσαντας, καὶ ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα, πάντας ἐκεῖσε φέροντας ἀναγκάσαι πωλεῖν, ὅπως αὐτοῖς ἐκβιβάσαντες τοὺς ναύτας εὐθὺς παρὰ τὰς ναῦς ἀριστοποιήσωνται, καὶ δι᾽ ὀλίγου αὖθις καὶ αὐθημερὸν ἀπροσδοκήτοις τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιχειρῶσιν. [7.40.1] καὶ οἱ μὲν πεισθέντες ἔπεμψαν ἄγγελον, καὶ ἡ ἀγορὰ παρεσκευάσθη, καὶ οἱ Συρακόσιοι ἐξαίφνης πρύμναν κρουσάμενοι πάλιν πρὸς τὴν πόλιν ἔπλευσαν καὶ εὐθὺς ἐκβάντες αὐτοῦ ἄριστον ἐποιοῦντο· [7.40.2] οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι νομίσαντες αὐτοὺς ὡς ἡσσημένους σφῶν πρὸς τὴν πόλιν ἀνακρούσασθαι, καθ᾽ ἡσυχίαν ἐκβάντες τά τε ἄλλα διεπράσσοντο καὶ τὰ ἀμφὶ τὸ ἄριστον ὡς τῆς γε ἡμέρας ταύτης οὐκέτι οἰόμενοι ἂν ναυμαχῆσαι. [7.40.3] ἐξαίφνης δὲ οἱ Συρακόσιοι πληρώσαντες τὰς ναῦς ἐπέπλεον αὖθις· οἱ δὲ διὰ πολλοῦ θορύβου καὶ ἄσιτοι οἱ πλείους οὐδενὶ κόσμῳ ἐσβάντες μόλις ποτὲ ἀντανήγοντο. [7.40.4] καὶ χρόνον μέν τινα ἀπέσχοντο ἀλλήλων φυλασσόμενοι· ἔπειτα οὐκ ἐδόκει τοῖς Ἀθηναίοις ὑπὸ σφῶν αὐτῶν διαμέλλοντας κόπῳ ἁλίσκεσθαι, ἀλλ᾽ ἐπιχειρεῖν ὅτι τάχιστα, καὶ ἐπιφερόμενοι ἐκ παρακελεύσεως ἐναυμάχουν. [7.40.5] οἱ δὲ Συρακόσιοι δεξάμενοι καὶ ταῖς [τε] ναυσὶν ἀντιπρῴροις χρώμενοι, ὥσπερ διενοήθησαν, τῶν ἐμβόλων τῇ παρασκευῇ ἀνερρήγνυσαν τὰς τῶν Ἀθηναίων ναῦς ἐπὶ πολὺ τῆς παρεξειρεσίας, καὶ οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων αὐτοῖς ἀκοντίζοντες μεγάλα ἔβλαπτον τοὺς Ἀθηναίους, πολὺ δ᾽ ἔτι μείζω οἱ ἐν τοῖς λεπτοῖς πλοίοις περιπλέοντες τῶν Συρακοσίων καὶ ἔς τε τοὺς ταρσοὺς ὑποπίπτοντες τῶν πολεμίων νεῶν καὶ ἐς τὰ πλάγια παραπλέοντες καὶ ἐξ αὐτῶν ἐς τοὺς ναύτας ἀκοντίζοντες. [7.41.1] τέλος δὲ τούτῳ τῷ τρόπῳ κατὰ κράτος ναυμαχοῦντες οἱ Συρακόσιοι ἐνίκησαν, καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τραπόμενοι διὰ τῶν ὁλκάδων τὴν κατάφευξιν ἐποιοῦντο ἐς τὸν ἑαυτῶν ὅρμον. [7.41.2] αἱ δὲ τῶν Συρακοσίων νῆες μέχρι μὲν τῶν ὁλκάδων ἐπεδίωκον· ἔπειτα αὐτοὺς αἱ κεραῖαι ὑπὲρ τῶν ἔσπλων αἱ ἀπὸ τῶν ὁλκάδων δελφινοφόροι ἠρμέναι ἐκώλυον. [7.41.3] δύο δὲ νῆες τῶν Συρακοσίων ἐπαιρόμεναι τῇ νίκῃ προσέμειξαν αὐτῶν ἐγγὺς καὶ διεφθάρησαν, καὶ ἡ ἑτέρα αὐτοῖς ἀνδράσιν ἑάλω. [7.41.4] καταδύσαντες δ᾽ οἱ Συρακόσιοι τῶν Ἀθηναίων ἑπτὰ ναῦς καὶ κατατραυματίσαντες πολλὰς ἄνδρας τε τοὺς μὲν πολλοὺς ζωγρήσαντες, τοὺς δὲ ἀποκτείναντες ἀπεχώρησαν, καὶ τροπαῖά τε ἀμφοτέρων τῶν ναυμαχιῶν ἔστησαν, καὶ τὴν ἐλπίδα ἤδη ἐχυρὰν εἶχον ταῖς μὲν ναυσὶ καὶ πολὺ κρείσσους εἶναι, ἐδόκουν δὲ καὶ τὸν πεζὸν χειρώσεσθαι.

[7.37.1] Οι Συρακούσιοι, τόσο με τις σκέψεις αυτές για την πείρα τους και την δύναμή τους, όσο και με το θάρρος που είχαν πάρει από την προηγούμενη ναυμαχία, αποφάσισαν ν᾽ αναμετρηθούν και με τον στρατό και με τον στόλο. [7.37.2] Ο Γύλιππος έβγαλε το πεζικό λίγο πρωτύτερα και το οδήγησε κοντά στο τείχος των Αθηναίων στην πλευρά που ήταν προς την πολιτεία. Οι οπλίτες, οι ιππείς και οι γυμνίτες των Συρακουσών που ήσαν συγκεντρωμένοι στο Ολυμπίειο, πήγαν να χτυπήσουν το τείχος από την άλλη πλευρά. Αμέσως μετά, τα καράβια —συρακουσιανά και συμμαχικά— βγήκαν και προχώρησαν. [7.37.3] Στην αρχή οι Αθηναίοι νόμισαν ότι μόνο το πεζικό θα δοκίμαζε να κάνει επίθεση, αλλά όταν άξαφνα είδαν και τα καράβια να προχωρούν, ταράχτηκαν. Άλλοι πήγαν επάνω στα τείχη, άλλοι αντιπαρατάχτηκαν για να αποκρούσουν τον εχθρό έξω από τα τείχη, άλλοι πήγαν γρήγορα ν᾽ αποκρούσουν τους ιππείς και τους ακοντιστές που έρχονταν από το Ολυμπίειο και άλλοι, τέλος, έτρεχαν να επανδρώσουν τα καράβια και να υπερασπίσουν την παραλία. Όταν ετοιμάστηκαν τα καράβια ξεκίνησαν εβδομήντα πέντε. Οι Συρακούσιοι είχαν ογδόντα περίπου.
[7.38.1] Το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας έκαναν ελιγμούς προς τα εμπρός και προς τα πίσω δοκιμάζοντας την δύναμη του αντιπάλου. Κανείς από τους δύο δεν κατόρθωσε κάτι αξιόλογο και χωρίστηκαν. Οι Συρακούσιοι, όμως, βύθισαν ένα ή δύο αθηναϊκά καράβια. [7.38.2] Την επομένη οι Συρακούσιοι δεν κινήθηκαν, χωρίς να φανερώνουν τί σκόπευαν να κάνουν. Ο Νικίας είχε δει ότι στην ναυμαχία είχαν βγει ισόπαλοι και περίμενε νέα επίθεση του εχθρού. Ανάγκασε τους τριηράρχους να επισκευάσουν τα καράβια που είχαν πάθει ζημίες, κι έστειλε και άραξε φορτηγά μπροστά από τους πασσάλους που είχε μπήξει στη θάλασσα για να δημιουργήσει κλειστό λιμάνι για τον στόλο του. [7.38.3] Άραξε τα φορτηγά σε απόσταση δύο πλέθρων το ένα από τ᾽ άλλο ώστε, αν κανένα καράβι βρισκόταν σε δύσκολη θέση, να μπορεί να υποχωρήσει εκεί και ύστερα να μπορεί να βγει πάλι έξω χωρίς να ενοχληθεί. Οι Αθηναίοι έκαναν όλη μέρα τις προετοιμασίες αυτές έως την νύχτα.
[7.39.1] Την επομένη, αλλά πιο νωρίς το πρωί, οι Συρακούσιοι πλησίασαν και με το πεζικό και με το ναυτικό, το αθηναϊκό στρατόπεδο. [7.39.2] Οι δύο στόλοι αντιπαρατάχτηκαν και, πάλι με τον ίδιο τρόπο, πέρασαν μεγάλο μέρος της ημέρας δοκιμάζοντας τον αντίπαλο έως ότου ο Αρίστων του Πυρρίχου, από την Κόρινθο, ο καλύτερος κυβερνήτης του στόλου των Συρακουσίων, έπεισε τους αρχηγούς του στόλου να δώσουν εντολή στους αρμοδίους της πολιτείας να μεταφέρουν στην παραλία, όσο γινόταν πιο γρήγορα, την αγορά και όσα τρόφιμα είχαν οι έμποροι και να τους αναγκάσουν να τα πουλήσουν, ώστε ν᾽ αποβιβαστούν τα πληρώματα, να φάνε κοντά στα καράβια και, αμέσως μετά, την ίδια μέρα, να κάνουν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των Αθηναίων.
[7.40.1] Οι Συρακούσιοι αρχηγοί πείστηκαν, έστειλαν διαγγελέα, ετοιμάστηκε η αγορά και οι Συρακούσιοι υποχώρησαν ξαφνικά προς την πολιτεία, αποβιβάστηκαν κι έφαγαν στην παραλία. [7.40.2] Οι Αθηναίοι, νομίζοντας ότι οι Συρακούσιοι είχαν υποχωρήσει από αίσθημα αδυναμίας, αποβιβάστηκαν με την ησυχία τους και άρχισαν να φροντίζουν για διάφορα και για το φαΐ τους, νομίζοντας ότι εκείνη πια την ημέρα δεν θα ναυμαχούσαν. [7.40.3] Αλλά άξαφνα οι Συρακούσιοι επανδρώνουν τα καράβια τους και κάνουν νέα επίθεση. Οι Αθηναίοι, σε μεγάλη ταραχή και νηστικοί οι περισσότεροι, επιβιβάστηκαν με αταξία και μόλις κατόρθωσαν να ξανοιχτούν. [7.40.4] Για λίγη ώρα έμειναν μακριά, επιτηρώντας τις κινήσεις του εχθρού, αλλά οι Αθηναίοι σκέφθηκαν ότι έτσι όπως αργοπορούσαν θα τους νικούσε η ίδια τους η εξάντληση και ότι έπρεπε να επιτεθούν το ταχύτερο. Δόθηκε διαταγή και άρχισαν την επίθεση. [7.40.5] Οι Συρακούσιοι δεν έσπασαν και πολέμησαν. Χρησιμοποιώντας, όπως το είχαν σκεφθεί, την επίθεση πρώρα με πρώρα κατάστρεψαν, χάρη στην διασκευή των εμβόλων τους, πολλές αθηναϊκές πρώρες. Οι ακοντιστές τους από τα καταστρώματα προξενούσαν ζημίες πολλές στους Αθηναίους και ακόμα περισσότερο οι Συρακούσιοι, που με μικρά σκάφη γλιστρούσαν κάτω από τα κουπιά ή έπλεαν παράλληλα και χτυπούσαν τα πληρώματα με ακόντια.
[7.41.1] Τέλος, πολεμώντας έτσι, με πολύ πείσμα, οι Συρακούσιοι νίκησαν. Οι Αθηναίοι υποχώρησαν, κατάφυγαν πίσω από τα φορτηγά και πήγαν στον όρμο τους. [7.41.2] Τα συρακουσιανά καράβια τούς κυνήγησαν έως τα φορτηγά, αλλά εκεί, στα μεταξύ τους περάσματα, τα σταμάτησαν οι μολυβένιες χελώνες τις οποίες είχαν κρεμάσει οι Αθηναίοι από μακριές κεραίες. [7.41.3] Δύο από τα συρακουσιανά καράβια, μέσα στον πυρετό της νίκης, τις προσέγγισαν και καταστράφηκαν. Το ένα από τα δύο αιχμαλωτίστηκε με το πλήρωμά του. [7.41.4] Οι Συρακούσιοι βύθισαν επτά αθηναϊκά καράβια και προκάλεσαν βλάβες, σε πολλά άλλα. Τα πληρώματα τα αιχμαλώτισαν ή τα σκότωσαν κι έφυγαν. Έστησαν τρόπαια και για τις δύο ναυμαχίες. Είχαν πια την πεποίθηση ότι στην θάλασσα ήσαν —και πολύ μάλιστα— οι πιο δυνατοί και ήσαν βέβαιοι ότι θα νικούσαν και τον στρατό.