[9.108.1] Τότε λοιπόν έμενε στις Σάρδεις κι ερωτεύτηκε τη γυναίκα του Μασίστη, που κι αυτή έμενε εκεί. Και καθώς με τα μηνύματα που της έστελνε δεν μπορούσε να την καταφέρει κι ούτε κατέφευγε σε βία αποφεύγοντας να φέρει σε δύσκολη θέση τον αδερφό του τον Μασίστη (σ᾽ αυτό είχε τα θάρρη της κι η γυναίκα· γιατί το ᾽ξερε καλά πως δε θ᾽ ασκηθεί βία εναντίον της), τότε λοιπόν ο Ξέρξης, μη έχοντας άλλο τρόπο, βάζει μπρος γάμο του γιου του Δαρείου με τη θυγατέρα του Μασίστη κι αυτής της γυναίκας, ελπίζοντας να την κάνει ευκολότερα δική του ύστερ᾽ απ᾽ αυτό το συνοικέσιο. [9.108.2] Κι αφού έκανε τους αρραβώνες κι όσα συνηθίζονται, πήρε το δρόμο του γυρισμού για τα Σούσα. Κι όταν έφτασε εκεί κι οδήγησε στο παλάτι του τη νύφη που ήταν για τον Δαρείο, έτσι λοιπόν του πέρασε ο έρωτας για τη γυναίκα του Μασίστη κι η καρδιά του πέταξε αλλού· ερωτεύτηκε τη γυναίκα του Δαρείου και θυγατέρα του Μασίστη, κι εκείνη του δόθηκε· τη γυναίκα αυτή την έλεγαν Αρταΰντη. [9.109.1] Όμως με τον καιρό τα πάντα βγήκαν στη φόρα με τον εξής τρόπο· η Άμηστρις, η γυναίκα του Ξέρξη, έβγαλε απ᾽ τον αργαλειό μεγάλο επανωφόρι, πολύχρωμο κι αξιοθέατο και το δίνει στον Ξέρξη. Κι αυτός ευφράνθηκε μ᾽ αυτό, το φορά και πηγαίνει στην Αρταΰντη. [9.109.2] Την ευφράνθηκε κι εκείνην και την προτρέπει να ζητήσει όποιο δώρο θέλει να της κάνει για τις στιγμές που του χάρισε· φτάνει να ζητήσει, της είπε, το καθετί και θα το έχει. Κι εκείνη, γιατί ήταν να τη βρουν συμφορές κι αυτήν κι όλο το σπιτικό της, αποκρίθηκε στον Ξέρξη: «Θα μου δώσεις ό,τι κι αν σου ζητήσω;» κι εκείνος, πιστεύοντας πως εκείνη θα του ζητήσει ό,τι άλλο, υπόσχεται και δίνει όρκο. Κι αυτή, μόλις εκείνος ορκίστηκε, ζητά με θράσος το πανωφόρι. [9.109.3] Κι ο Ξέρξης και τί δεν έβαλε σ᾽ ενέργεια αποφεύγοντας να της το δώσει, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά επειδή φοβόταν την Άμηστρη, μήπως —αφού κι από πριν εκείνη είχε ψυλλιαστεί τί τρέχει— τώρα βγουν στη φόρα οι προκοπές του· αλλά της έδινε πολιτείες και χρυσάφι αρίφνητο και στρατό, που μονάχα αυτή θα είχε στις διαταγές της (κι ο στρατός είναι κατεξοχήν περσικό δώρο). Μ᾽ όλ᾽ αυτά όμως δεν την έπειθε και τέλος της δίνει το πανωφόρι. Κι αυτή, καταχαρούμενη με το δώρο, το φορούσε και καμάρωνε. [9.110.1] Και η Άμηστρις μαθαίνει πως αυτή το έχει· και μαθαίνοντάς το δεν ένιωσε μίσος γι᾽ αυτή τη γυναίκα, αλλά, με την ιδέα πως η μητέρα της έχει το φταίξιμο και βρίσκεται πίσω απ᾽ αυτά, μελετούσε εξόντωση της γυναίκας του Μασίστη. [9.110.2] Παραφύλαξε λοιπόν την ώρα που ο άντρας της, ο Ξέρξης, παραθέτει βασιλικό δείπνο (κι αυτό το δείπνο το προσφέρουν μια φορά το χρόνο, στα γενέθλια του βασιλιά, και λέγεται στα περσικά «τυκτά», στην ελληνική γλώσσας «τέλειον»)· είναι η μέρα που ο βασιλιάς πλένει το κεφάλι του με ανθόνερο, μονάχα τότε, και κάνει τα δώρα του στους Πέρσες· λοιπόν η Άμηστρις παραφύλαξε αυτή τη μέρα και ζητά απ᾽ τον Ξέρξη να της κάνει δώρο τη γυναίκα του Μασίστη. [9.110.3] Κι αυτός το βρήκε ανήκουστο κι απάνθρωπο, απ᾽ τη μια να παραδώσει τη γυναίκα του αδερφού του κι απ᾽ την άλλη, ενώ δεν ήταν από δικό της σφάλμα αυτή η ιστορία· γιατί κατάλαβε το λόγο για τον οποίο την ήθελε η Άμηστρις. [9.111.1] Στο τέλος όμως, καθώς εκείνη επέμενε και καλά στο αίτημά της και τα χέρια του ήταν δεμένα απ᾽ το έθιμο (δηλαδή, στην τελετή του βασιλικού δείπνου δεν υπάρχει περίπτωση να μην ικανοποιηθεί το αίτημα που υποβλήθηκε), με βαριά καρδιά λέγει το ναι και, αφού έκανε την παραχώρηση, ενεργεί ως εξής: στην Άμηστρη δίνει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει, κι απ᾽ την άλλη στέλνει και καλεί τον αδερφό του και του λέει τα εξής: [9.111.2] «Μασίστη, εσύ είσαι γιος του Δαρείου και αδερφός μου, κι επίσης είσαι και άνδρας με αρετή· λοιπόν, τη γυναίκα αυτή με την οποία συζείς παράτησέ την κι εγώ στη θέση της σου δίνω τη θυγατέρα μου· ζήσε μαζί της· κι αυτήν που έχεις τώρα, γιατί δεν την εγκρίνω εγώ, παύσε να την έχεις γυναίκα». [9.111.3] Κι ο Μασίστης έμεινε με το στόμα ανοιχτό μ᾽ αυτά που άκουσε κι αποκρίθηκε: «Άρχοντά μου, τί χαμένα λόγια είναι αυτά που λες, προστάζοντάς με, τη γυναίκα που μου χάρισε παλικάρια και θυγατέρες, απ᾽ τις οποίες τη μια εσύ την έκανες νύφη σου στο γιο σου, τη γυναίκα που αγαπώ μ᾽ όλη μου την καρδιά, με προστάζεις να τη διώξω απ᾽ το σπίτι μου και να παντρευτώ τη θυγατέρα σου; [9.111.4] Όσο για μένα, βασιλιά μου, το θεωρώ πολύ σπουδαίο που μ᾽ έχεις άξιο για τη θυγατέρα σου, όμως δε θα κάνω ούτε το ένα ούτε το άλλο απ᾽ αυτά. Κι απ᾽ τη μεριά σου, με κανέναν τρόπο μην εκβιάζεις τη συγκατάθεσή μου· αλλά για τη θυγατέρα σου θα βρεθεί κάποιος άλλος καθόλου κατώτερος από μένα, κι εμένα άφησέ με να ζω με τη γυναίκα μου». [9.111.5] Αυτός έτσι του αποκρίθηκε κι ο Ξέρξης έξω φρενών του λέει τα εξής: «Μασίστη, είσαι πια ξοφλημένος· γιατί τώρα πια ούτε θα σου έδινα γυναίκα τη θυγατέρα μου ούτε θα συζήσεις με την άλλη αποδώ και πέρα, για να μάθεις να δέχεσαι τα δώρα που σου δίνουν». Κι εκείνος, ύστερ᾽ απ᾽ όσα άκουσε, βγήκε έξω αφού είπε μόνο αυτά: «Άρχοντά μου, δε με ξέκανες ακόμα». [9.112.1] Και σ᾽ αυτό το μεταξύ που ο Ξέρξης συνομιλούσε με τον αδερφό του, η Άμηστρις έστειλε και κάλεσε τους σωματοφύλακες του Ξέρξη και κατακρεούργησε τη γυναίκα του Μασίστη· έκοψε τα βυζιά της και τα πέταξε στα σκυλιά, έκοψε και τη μύτη και τ᾽ αυτιά και τα χείλη και τη γλώσσα της κι ύστερα την έστειλε στο σπίτι της κατακρεουργημένη. [9.113.1] Κι ο Μασίστης, μη έχοντας ακούσει ακόμη τίποτε απ᾽ αυτά, αλλά με το προαίσθημα ότι κάτι κακό τού συμβαίνει, τρέχοντας μπαίνει με ορμή στο σπίτι του. Κι αντικρίζοντας τη γυναίκα του κατακρεουργημένη, χωρίς να χάσει στιγμή κάνει συμβούλιο με τα παιδιά του και κατόπι πήρε το δρόμο για τα Βάκτρα μαζί με τους γιους του και κάμποσους άλλους, για να σηκώσει σ᾽ επανάσταση τη σατραπεία των Βάκτρων και να κάνει το μεγαλύτερο κακό στον βασιλιά. [9.113.2] Κάτι που θα γινόταν, κατά τη γνώμη μου, αν βέβαια προλάβαινε ν᾽ ανεβεί στη χώρα των Βακτρίων και των Σακών· γιατί και τον αγαπούσαν οι λαοί τους κι ήταν αντιβασιλέας στα Βάκτρα. Αλλά βέβαια ο Ξέρξης, μαθαίνοντας αυτές του τις κινήσεις, έστειλε στρατό εναντίον του όσο ακόμα εκείνος βρισκόταν στο δρόμο και σκότωσε και τον ίδιο και τους γιους του και τον στρατό του. Αυτή λοιπόν την εξέλιξη είχε ο έρωτας του Ξέρξη κι έτσι πέθανε ο Μασίστης. [9.114.1] Οι Έλληνες τώρα, που απ᾽ τη Μυκάλη έβαλαν πλώρη για τον Ελλήσποντο, αρχικά έμειναν αγκυροβολημένοι στον κόλπο του Λεκτού, καθώς αποκλείστηκαν απ᾽ τους ανέμους, κι αποκεί έφτασαν στην Άβυδο και βρήκαν διαλυμένες τις γέφυρες που πίστευαν πως θα τις έβρισκαν ακόμη στη θέση τους, κι αυτός ήταν κυρίως ο λόγος για τον οποίο έφτασαν στον Ελλήσποντο. [9.114.2] Οι Πελοποννήσιοι λοιπόν που περιστοίχιζαν τον Λεωτυχίδα αποφάσισαν να γυρίσουν με τα καράβια τους στην Ελλάδα, αλλά οι Αθηναίοι κι ο στρατηγός τους Ξάνθιππος να παραμείνουν εκεί και να επιχειρήσουν εισβολή στη Χερσόνησο. Κι οι άλλοι έφυγαν με τα καράβια τους, ενώ οι Αθηναίοι πέρασαν απ᾽ την Άβυδο στη Χερσόνησο και πολιορκούσαν τη Σηστό. [9.115.1] Εκεί, στη Σηστό, επειδή διέθετε το ισχυρότερο τείχος απ᾽ όλες τις πόλεις της περιοχής αυτής, συγκεντρώθηκαν, μόλις ακούστηκε πως οι Έλληνες εμφανίστηκαν στον Ελλήσποντο, κι οι φρουρές των άλλων γειτονικών πόλεων και πρώτιστα ο Πέρσης Οιόβαζος απ᾽ την πόλη Καρδία, που είχε μεταφέρει εκεί τα παλαμάρια απ᾽ τις γέφυρες. Στη Σηστό κατοικούσαν οι εντόπιοι Αιολείς και μαζί τους βρίσκονταν εκεί και Πέρσες και μεγάλο πλήθος απ᾽ τους άλλους συμμάχους τους. [9.116.1] Και τύραννος αυτής της σατραπείας ήταν ο τοποτηρητής του Ξέρξη Αρταΰκτης, Πέρσης βέβαια, αλλά σκληρός κι αλλοπρόσαλλος, που και τον βασιλιά Ξέρξη, όταν εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας, τον εξαπάτησε και σφετερίστηκε τον θησαυρό του Πρωτεσιλάου, του γιου του Ιφίκλου, στον Ελαιούντα. [9.116.2] Γιατί στον Ελαιούντα της Χερσονήσου βρίσκεται τάφος του Πρωτεσιλάου και γύρω του τέμενος, όπου υπήρχαν πολλά χρήματα και χρυσά κι ασημένια ποτήρια και χάλκινα σκεύη και φορεσιές κι άλλα τάματα, που τα σύλησε ο Αρταΰκτης, καθώς του έδωσε το ελεύθερο ο βασιλιάς. Και παραπλάνησε τον Ξέρξη μιλώντας έτσι: [9.116.3] «Άρχοντά μου, εδώ βρίσκεται το σπίτι ενός Έλληνα, που εκστρατεύοντας εναντίον της χώρας σου βρήκε δίκαιη τιμωρία και σκοτώθηκε. Δώσε μου το σπίτι του, για να γίνει μάθημα στον καθένα να μην εκστρατεύει εναντίον της χώρας σου». Μ᾽ αυτά τα λόγια δε δυσκολεύτηκε να πείσει τον Ξέρξη να του δώσει «το σπίτι ενός ανθρώπου», καθώς δεν του πέρασε καθόλου η υποψία τί είχε στο νου του εκείνος. Και, λέγοντας ότι ο Πρωτεσίλαος εκστράτευσε εναντίον της χώρας του βασιλιά, νά τί εννοούσε: οι Πέρσες θεωρούν ότι ολόκληρη η Ασία είναι κτήμα δικό τους και του βασιλιά που με διαδοχή κατέχει το θρόνο, συνεχώς. Κι αφού ο Ξέρξης του έκανε την παραχώρηση, έβγαλε τον θησαυρό από τον Ελαιούντα και τον κουβάλησε στη Σηστό κι έσπερνε το τέμενος και το εκμεταλλευόταν· και κάθε φορά που ο ίδιος του πήγαινε στον Ελαιούντα, έσμιγε με γυναίκες στο άδυτο του ναού. Τότε λοιπόν πολιορκήθηκε απ᾽ τους Αθηναίους χωρίς να έχει προετοιμαστεί για πολιορκία κι ούτε που περίμενε να του έρθουν οι Έλληνες· κι έτσι έπεσαν επάνω του προτού πάρει τα μέτρα του. [9.117.1] Και καθώς ήρθε το φθινόπωρο κι η πολιορκία κρατούσε, οι Αθηναίοι βαρυγκομούσαν, και επειδή βρίσκονταν μακριά απ᾽ την πόλη τους και επειδή δεν μπορούσαν να κυριέψουν το τείχος. Λοιπόν, ζητούσαν απ᾽ τους στρατηγούς να τους πάρουν αποκεί και να γυρίσουν πίσω· εκείνοι όμως αρνήθηκαν να το κάνουν, πριν κυριέψουν την πόλη ή τους ανακαλέσουν με κοινή απόφαση οι συμπολίτες τους. Κι έτσι το πήραν απόφαση να μείνουν στη θέση τους. [9.118.1] Κι η εξαθλίωση των πολιορκημένων είχε φτάσει πια στο απροχώρητο, έτσι που έβραζαν τα πετσιά από τ᾽ ανάκλιντρα και τα έτρωγαν. Κι όταν τους έλειψαν κι αυτά, νύχτα τότε απέδρασαν κι έγιναν καπνός οι Πέρσες με τον Αρταΰκτη και τον Οιόβαζο, αφού κατέβηκαν απ᾽ την πίσω μεριά των τειχών, στο πιο έρημο από εχθρούς μέρος. [9.118.2] Κι όταν ξημέρωσε, οι Χερσονησίτες ανέβηκαν στους πύργους και με σινιάλα ανακοίνωσαν στους Αθηναίους το τί είχε συμβεί και τους άνοιξαν τις πύλες του τείχους. Κι εκείνοι, οι περισσότεροι, πήραν να καταδιώκουν τον εχθρό, ενώ οι υπόλοιποι κυρίευαν την πόλη. [9.119.1] Λοιπόν τον Οιόβαζο, που φεύγοντας έφτασε στη Θράκη, τον έπιασαν οι Θράκες Αψίνθιοι και τον θυσίασαν στο θεό του τόπου τους, τον Πλείστωρο, με τα δικά τους έθιμα, ενώ τους στρατιώτες του τους σκότωσαν με τον συνηθισμένο τρόπο. [9.119.2] Κι οι άντρες του Αρταΰκτη, που τελευταίοι κίνησαν να φύγουν, καθώς ο εχθρός τούς πρόλαβε λίγο πιο πέρα απ᾽ τους Αιγός ποταμούς, έδωσαν μάχη για τη ζωή τους, που κράτησε πολλές ώρες, κι άλλοι τους σκοτώθηκαν κι άλλοι πιάστηκαν ζωντανοί. Αυτούς λοιπόν αλυσοδεμένους οι Έλληνες τους οδήγησαν στη Σηστό, κι ανάμεσά τους και τον Αρταΰκτη δεμένο, τον ίδιο και το γιο του. [9.120.1] Κι ενός απ᾽ τους δεσμοφύλακες, λένε οι Χερσονησίτες, ενώ έψηνε καπνιστά ψάρια, του συνέβη το εξής πρωτάκουστο: τα καπνιστά ψάρια που ήταν πάνω στη φωτιά πήραν να χοροπηδούν και να σπαρταρούν σαν ψάρια που εκείνη τη στιγμή βγήκαν απ᾽ το δίχτυ. [9.120.2] Κι ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω του κι έμεναν με το στόμα ανοιχτό, όμως ο Αρταΰκτης, μόλις είδε το πρωτάκουστο φαινόμενο, κάλεσε αυτόν που έψηνε τα καπνιστά ψάρια και του είπε: «Ξένε Αθηναίε, μην έχεις κανένα φόβο γι᾽ αυτό το παράδοξο· γιατί δεν έχει να κάνει μ᾽ εσένα, αλλά σ᾽ εμένα στέλνει μήνυμα ο Πρωτεσίλαος, ο ημίθεος του Ελαιούντα, ότι, και πεθαμένος και ταριχευμένος που είναι, οι θεοί τού δίνουν δύναμη να πάρει εκδίκηση απ᾽ τον αδικητή του. [9.120.3] Λοιπόν τώρα είμαι πρόθυμος να καταθέσω τα εξής λύτρα: στη θέση των θησαυρών που πήρα απ᾽ το ναό, να καταθέσω στο θεό εκατό τάλαντα, και τη ζωή μου και τη ζωή του γιου μου θα την εξαγοράσω δίνοντας διακόσια τάλαντα στους Αθηναίους, αν σωθώ». [9.120.4] Μ᾽ αυτές τις υποσχέσεις δεν έπειθε τον στρατηγό Ξάνθιππο· γιατί οι κάτοικοι του Ελαιούντα, θέλοντας να πάρουν εκδίκηση για τον Πρωτεσίλαο, του ζητούσαν να τον αποτελειώσει, κι η σκέψη του στρατηγού πορευόταν στην ίδια κατεύθυνση. Κι αφού τον πήραν και τον πήγαν στο ακρωτήριο, όπου ο Ξέρξης έδεσε τις πλωτές γέφυρες (κι άλλοι λένε στο λόφο που υψώνεται πάνω απ᾽ την πόλη της Μαδύτου), τον κρέμασαν ψηλά καρφωμένο σε σανίδες, ενώ το γιο του τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια του Αρταΰκτη με λιθοβολισμό. [9.121.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την επιχείρησή τους γύρισαν με τα καράβια τους στην Ελλάδα κουβαλώντας μαζί τους και τα άλλα λάφυρα, και πρώτ᾽ απ᾽ όλα τα παλαμάρια απ᾽ τις γέφυρες, για να τ᾽ αφιερώσουν στους ναούς. Κι αυτό το χρόνο δεν είχαμε, πέρ᾽ απ᾽ αυτά, κανένα άλλο γεγονός. |