Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (9.96.1-9.101.3)

[9.96.1] Τοῖσι δὲ Ἕλλησι ὡς ἐκαλλιέρησε, ἀνῆγον τὰς νέας ἐκ τῆς Δήλου πρὸς τὴν Σάμον. ἐπεὶ δὲ ἐγένοντο τῆς Σαμίης πρὸς Καλάμοισι, οἱ μὲν αὐτοῦ ὁρμισάμενοι κατὰ τὸ Ἥραιον τὸ ταύτῃ παρεσκευάζοντο ἐς ναυμαχίην, οἱ δὲ Πέρσαι πυθόμενοί σφεας προσπλέειν ἀνῆγον καὶ αὐτοὶ πρὸς τὴν ἤπειρον τὰς νέας τὰς ἄλλας, τὰς δὲ Φοινίκων ἀπῆκαν ἀποπλέειν. [9.96.2] βουλευομένοισι γάρ σφι ἐδόκεε ναυμαχίην μὴ ποιέεσθαι· οὐ γὰρ ὦν ἐδόκεον ὅμοιοι εἶναι· ἐς δὲ τὴν ἤπειρον ἀπέπλεον, ὅκως ἔωσι ὑπὸ τὸν πεζὸν στρατὸν τὸν σφέτερον ἐόντα ἐν τῇ Μυκάλῃ, ὃς κελεύσαντος Ξέρξεω καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ Ἰωνίην ἐφύλασσε· τοῦ πλῆθος μὲν ἦν ἓξ μυριάδες, ἐστρατήγεε δὲ αὐτοῦ Τιγράνης, κάλλεΐ ‹τε› καὶ μεγάθεϊ ὑπερφέρων Περσέων. [9.96.3] ὑπὸ τοῦτον μὲν δὴ τὸν στρατὸν ἐβουλεύσαντο καταφυγόντες οἱ τοῦ ναυτικοῦ στρατηγοὶ ἀνειρύσαι τὰς νέας καὶ περιβαλέσθαι ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν καὶ σφέων αὐτῶν κρησφύγετον. [9.97.1] ταῦτα βουλευσάμενοι ἀνήγοντο. ἀπικόμενοι δὲ παρὰ τὸ τῶν Ποτνιέων ἱρὸν τῆς Μυκάλης ἐς Γαίσωνά τε καὶ Σκολοπόεντα, τῇ Δήμητρος Ἐλευσινίης [ἐστὶ] ἱρόν, τὸ Φίλιστος ὁ Πασικλέος ἱδρύσατο Νείλεῳ τῷ Κόδρου ἐπισπόμενος ἐπὶ Μιλήτου κτιστύν, ἐνθαῦτα τάς τε νέας ἀνείρυσαν καὶ περιεβάλοντο ἕρκος καὶ λίθων καὶ ξύλων, δένδρεα ἐκκόψαντες ἥμερα, καὶ σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος κατέπηξαν. καὶ παρεσκευάδατο ὡς πολιορκησόμενοι καὶ ὡς νικήσοντες· ἐπ᾽ ἀμφότερα γὰρ ἐπιλεγόμενοι γὰρ παρεσκευάζοντο.
[9.98.1] Οἱ δὲ Ἕλληνες ὡς ἐπύθοντο οἰχωκότας τοὺς βαρβάρους ἐς τὴν ἤπειρον, ἤχθοντο ὡς ἐκπεφευγότων ἐν ἀπορίῃ τε εἴχοντο ὅ τι ποιέωσι, εἴτε ἀπαλλάσσωνται ὀπίσω εἴτε καταπλέωσι ἐπ᾽ Ἑλλησπόντου. τέλος δὲ ἔδοξε τούτων μὲν μηδέτερα ποιέειν, ἐπιπλέειν δὲ ἐπὶ τὴν ἤπειρον. [9.98.2] παρασκευασάμενοι ὦν ἐς ναυμαχίην καὶ ἀποβάθρας καὶ τὰ ἄλλα ὅσων ἔδεε ἔπλεον ἐπὶ τῆς Μυκάλης. ἐπεὶ δὲ ἀγχοῦ τε ἐγίνοντο τοῦ στρατοπέδου καὶ οὐδεὶς ἐφαίνετό σφι ἐπαναγόμενος, ἀλλ᾽ ὥρων νέας ἀνελκυσμένας ἔσω τοῦ τείχεος, πολλὸν δὲ πεζὸν παρακεκριμένον παρὰ τὸν αἰγιαλόν, ἐνθαῦτα πρῶτον μὲν ἐν τῇ νηὶ παραπλέων, ἐγχρίμψας τῷ αἰγιαλῷ τὰ μάλιστα, Λευτυχίδης ὑπὸ κήρυκος προηγόρευε τοῖσι Ἴωσι λέγων· [9.98.3] Ἄνδρες Ἴωνες, ὅσοι ὑμέων τυγχάνουσι ἐπακούοντες, μάθετε τὰ λέγω· πάντως γὰρ οὐδὲν συνήσουσι Πέρσαι τῶν ἐγὼ ὑμῖν ἐντέλλομαι. ἐπεὰν συμμίσγωμεν, μεμνῆσθαί τινα χρὴ ἐλευθερίης μὲν πάντων πρῶτον, μετὰ δὲ τοῦ συνθήματος Ἥρης. καὶ τάδε ἴστω καὶ ὁ μὴ ἐπακούσας ὑμέων πρὸς τοῦ ἐπακούσαντος. [9.98.4] ὡυτὸς δὲ οὗτος ἐὼν τυγχάνει νόος τοῦ πρήγματος καὶ ὁ Θεμιστοκλέος ὁ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ· ἢ γὰρ δὴ λαθόντα τὰ ῥήματα τοὺς βαρβάρους ἔμελλε τοὺς Ἴωνας πείσειν, ἢ ἔπειτα ἀνενειχθέντα ἐς τοὺς βαρβάρους ποιήσειν ἀπίστους τοῖσι Ἕλλησι. [9.99.1] Λευτυχίδεω δὲ ταῦτα ὑποθεμένου δεύτερα δὴ τάδε ἐποίευν οἱ Ἕλληνες· προσσχόντες τὰς νέας ἀπέβησαν ἐς τὸν αἰγιαλόν. καὶ οὗτοι μὲν ἐτάσσοντο, οἱ δὲ Πέρσαι ὡς εἶδον τοὺς Ἕλληνας παρασκευαζομένους ἐς μάχην καὶ τοῖσι Ἴωσι παραινέσαντας, τοῦτο μὲν ὑπονοήσαντες τοὺς Σαμίους τὰ Ἑλλήνων φρονέειν ἀπαιρέονται τὰ ὅπλα. [9.99.2] οἱ γὰρ ὦν Σάμιοι ἀπικομένων Ἀθηναίων αἰχμαλώτων ἐν τῇσι νηυσὶ τῶν βαρβάρων, τοὺς ἔλαβον ἀνὰ τὴν Ἀττικὴν λελειμμένους οἱ Ξέρξεω, τούτους λυσάμενοι πάντας ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς Ἀθήνας· τῶν εἵνεκεν οὐκ ἥκιστα ὑποψίην εἶχον, πεντακοσίας κεφαλὰς τῶν Ξέρξεω πολεμίων λυσάμενοι. [9.99.3] τοῦτο δὲ τὰς διόδους τὰς ἐς τὰς κορυφὰς τῆς Μυκάλης φερούσας προστάσσουσι τοῖσι Μιλησίοισι φυλάσσειν ὡς ἐπισταμένοισι δῆθεν μάλιστα τὴν χώρην· ἐποίευν δὲ τούτου εἵνεκεν, ἵνα ἐκτὸς τοῦ στρατοπέδου ἔωσι. τούτους μὲν Ἰώνων, τοῖσι καὶ κατεδόκεον νεοχμὸν ἄν τι ποιέειν δυνάμιος ἐπιλαβομένοισι, τρόποισι τοιούτοισι προεφυλάσσοντο οἱ Πέρσαι, αὐτοὶ δὲ συνεφόρησαν τὰ γέρρα ἕρκος εἶναι σφίσι. [9.100.1] ὡς δὲ ἄρα παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, προσήισαν πρὸς τοὺς βαρβάρους. ἰοῦσι δέ σφι φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον πᾶν καὶ κηρυκήιον ἐφάνη ἐπὶ τῆς κυματωγῆς κείμενον· ἡ δὲ φήμη διῆλθέ σφι ὧδε, ὡς οἱ Ἕλληνες τὴν Μαρδονίου στρατιὴν νικῷεν ἐν Βοιωτοῖσι μαχόμενοι. [9.100.2] δῆλα δὴ πολλοῖσι τεκμηρίοισί ἐστι τὰ θεῖα τῶν πρηγμάτων, εἰ καὶ τότε τῆς αὐτῆς ἡμέρης συμπιπτούσης τοῦ τε ἐν Πλαταιῇσι καὶ τοῦ ἐν Μυκάλῃ μέλλοντος ἔσεσθαι τρώματος φήμη τοῖσι Ἕλλησι τοῖσι ταύτῃ ἐσαπίκετο, ὥστε θαρσῆσαί τε τὴν στρατιὴν πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐθέλειν προθυμότερον κινδυνεύειν. [9.101.1] καὶ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον, Δήμητρος τεμένεα Ἐλευσινίης παρὰ ἀμφοτέρας τὰς συμβολὰς εἶναι· καὶ γὰρ δὴ ἐν τῇ Πλαταιίδι παρ᾽ αὐτὸ τὸ Δημήτριον ἐγίνετο, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, ἡ μάχη, καὶ ἐν Μυκάλῃ ἔμελλε ὡσαύτως ἔσεσθαι. [9.101.2] γεγονέναι δὲ νίκην τῶν μετὰ Παυσανίεω Ἑλλήνων ὀρθῶς σφι ἡ φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα· τὸ μὲν γὰρ ἐν Πλαταιῇσι πρωὶ ἔτι τῆς ἡμέρης ἐγίνετο, τὸ δὲ ἐν Μυκάλῃ περὶ δείλην. ὅτι δὲ τῆς αὐτῆς ἡμέρης συνέβαινε γίνεσθαι μηνός τε τοῦ αὐτοῦ, χρόνῳ οὐ πολλῷ σφι ὕστερον δῆλα ἀναμανθάνουσι ἐγίνετο. [9.101.3] ἦν δὲ ἀρρωδίη σφι πρὶν ἢ τὴν φήμην ἐσαπικέσθαι, οὔτι περὶ σφέων αὐτῶν οὕτω ὡς τῶν Ἑλλήνων, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς. ὡς μέντοι ἡ κληδὼν αὕτη σφι ἐσέπτατο, μᾶλλόν τι καὶ ταχύτερον τὴν πρόσοδον ἐποιεῦντο. οἱ μὲν δὴ Ἕλληνες καὶ οἱ βάρβαροι ἔσπευδον ἐς τὴν μάχην, ὥς σφι καὶ αἱ νῆσοι καὶ ὁ Ἑλλήσποντος ἄεθλα προέκειτο.

[9.96.1] Κι οι Έλληνες, μόλις οι θυσίες έδωσαν ενθαρρυντικά προμηνύματα, ανοίχτηκαν με τα καράβια τους από τη Δήλο για τη Σάμο. Κι όταν έφτασαν στα νερά της Σάμου, κοντά στην ακτή Κάλαμοι, έριξαν άγκυρα εκεί, στην περιοχή του Ηραίου του νησιού, και προετοιμάζονταν για να δώσουν ναυμαχία, ενώ οι Πέρσες, παίρνοντας την πληροφορία ότι οι Έλληνες τους πλησιάζουν με το στόλο τους, σήκωσαν πανιά κι αρμένιζαν προς τη στεριά με τα υπόλοιπα καράβια, ενώ τα φοινικικά τ᾽ άφησαν να γυρίσουν στον τόπο τους. [9.96.2] Γιατί ύστερ᾽ από σύσκεψη αποφάσισαν να μη δώσουν ναυμαχία, επειδή πίστευαν πως δεν ήταν σε θέση ν᾽ αναμετρηθούν με τον εχθρό· κι ο λόγος για τον οποίο έβαλαν πλώρη για να πιάσουν στεριά ήταν να μπουν κάτω απ᾽ την προστασία του πεζικού τους που βρισκόταν στη Μυκάλη· ο στρατός αυτός με διαταγή του Ξέρξη δεν ακολούθησε το υπόλοιπο εκστρατευτικό σώμα, αλλά έμεινε πίσω, φρουρός της Ιωνίας· η δύναμή του έφτανε τις εξήντα χιλιάδες και στρατηγός του ήταν ο Τιγράνης, ο πιο όμορφος και με το πιο μεγάλο ανάστημα ανάμεσα στους Πέρσες. [9.96.3] Λοιπόν οι ναύαρχοι αποφάσισαν να καταφύγουν στην προστασία αυτού του πεζικού, να σύρουν τα καράβια στη στεριά και να τα ζώσουν ένα γύρο με φράχτη, για να ᾽χουν τα καράβια προστασία κι οι ίδιοι τους καταφύγιο.
[9.97.1] Πήραν αυτή την απόφαση κι έκαναν πανιά. Κι όταν έφτασαν κοντά στο ναό των Πανσέπτων θεών της Μυκάλης, στις εκβολές του ποταμού Γαίσωνα και του Σκολοπόεντα, όπου υπάρχει ναός της Ελευσίνιας Δήμητρας, που τον ίδρυσε ο Φίλιστος, ο γιος του Πασικλή, που ακολούθησε τον Νηλέα, το γιο του Κόδρου, για την ίδρυση της Μιλήτου, εκεί έσυραν τα καράβια στη στεριά κι έχτισαν γύρω τους φράχτη από λιθάρια και ξύλα, αφού έκοψαν ήμερα δέντρα κι έμπηξαν στο έδαφος παλούκια γύρω από τον φράχτη. Κι είχαν κάνει την ετοιμασία τους για την πολιορκία που περίμεναν [ή για τη νίκη· γιατί με τις ετοιμασίες τους επιδίωκαν και το ένα και το άλλο].
[9.98.1] Κι οι Έλληνες, όταν πληροφορήθηκαν πως οι βάρβαροι έφυγαν βιαστικά στη στεριά, αγανάχτησαν που τους έφυγε μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια ο εχθρός κι ήταν αναποφάσιστοι, τί να κάνουν· να σηκωθούν να φύγουν πίσω ή ν᾽ αρμενίσουν προς τον Ελλήσποντο. Στο τέλος αποφάσισαν να μη κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο απ᾽ αυτά, αλλά να κινήσουν με τα καράβια τους προς τη στεριά. [9.98.2] Λοιπόν ετοίμασαν όλα τ᾽ απαραίτητα για ναυμαχία και αποβατικές σκάλες κι ό,τι άλλο εξυπηρετούσε την επιχείρηση κι έβαλαν πλώρη για τη Μυκάλη. Πλησίασαν στο στρατόπεδο, αλλά δε φαινόταν κανένα καράβι ν᾽ ανοίγεται για να τους αντιμετωπίσει, μονάχα έβλεπαν καράβια να έχουν συρθεί στη στεριά, στο εσωτερικό του τείχους και μεγάλη δύναμη πεζικού να έχει παραταχτεί πέρα πέρα στην ακρογιαλιά· τότε το πρώτο που έκανε ο Λεωτυχίδας ήταν, πλέοντας με το καράβι του δίπλα τους, σχεδόν αγγίζοντας τ᾽ ακρογιάλι, να βάλει τον κήρυκα να φωνάζει το εξής μήνυμα στους Ίωνες: [9.98.3] «Άνδρες Ίωνες, όσοι από σας τυχαίνει ν᾽ ακούτε τη φωνή μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου· γιατί το δίχως άλλο οι Πέρσες δε θα καταλάβουν τίποτε απ᾽ όσα παραγγέλνω: μόλις έρθουμε στα χέρια, ο καθένας σας ας βάλει στο νου του πρώτ᾽ απ᾽ όλα την ελευθερία, κι ύστερα το σύνθημά μας, «Ήρα». Κι αυτό ας το μάθει κι όποιος δεν ακούει τη φωνή μου απ᾽ εκείνους που την ακούν». [9.98.4] Η σκοπιμότητα που κρυβόταν πίσω απ᾽ αυτή την ενέργεια ήταν η ίδια μ᾽ εκείνη του Θεμιστοκλή στο Αρτεμίσιο· έλπιζε δηλαδή είτε να πείσει τους Ίωνες, στην περίπτωση που δε θα έφταναν τα λόγια του στους βαρβάρους, είτε, στην περίπτωση που κάποιος θα τα πρόφταινε στους βαρβάρους, να κλονιστεί η εμπιστοσύνη τους στους Έλληνες.
[9.99.1] Η δεύτερη ενέργεια των Ελλήνων ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την παραίνεση του Λεωτυχίδα, ήταν να ζυγώσουν με τα καράβια τους τη στεριά και ν᾽ αποβιβαστούν στ᾽ ακρογιάλι. Κι έμπαιναν σε τάξη μάχης, ενώ οι Πέρσες, όταν είδαν τους Έλληνες να προετοιμάζονται για μάχη και να έχουν απευθύνει παραίνεση στους Ίωνες, πρώτα πρώτα, καθώς τους μπήκε η υποψία πως οι Σάμιοι έπαιρναν το μέρος των Ελλήνων, τους αφοπλίζουν. [9.99.2] Γιατί οι Σάμιοι, όταν έφτασαν Αθηναίοι αιχμάλωτοι με τα καράβια των βαρβάρων (αυτούς τους συνέλαβαν οι στρατιώτες του Ξέρξη, καθώς είχαν ξαπομείνει εδώ κι εκεί σ᾽ όλη την Αττική), όλους αυτούς τους έλυσαν απ᾽ τα δεσμά τους, τους εφοδίασαν με τ᾽ απαραίτητα και τους έστειλαν πίσω στην Αθήνα· γι᾽ αυτό το λόγο τούς υποψιάζονταν περισσότερο από κάθε άλλον, αφού έλυσαν απ᾽ τα δεσμά πεντακόσιους εχθρούς του Ξέρξη. [9.99.3] Κατόπιν, τα περάσματα που οδηγούν στις κορυφές της Μυκάλης διέταξαν να τα φρουρούν οι Μιλήσιοι, επειδή, τάχα, ήξεραν τον τόπο καλύτερα απ᾽ τον καθένα· αλλά ο λόγος που το έκαναν αυτό ήταν να τους απομακρύνουν απ᾽ το στρατόπεδο. Αυτά τα μέτρα λοιπόν έπαιρναν οι Πέρσες, για να προφυλαχτούν απ᾽ εκείνους τους Ίωνες, για τους οποίους ήταν πεπεισμένοι πως, αν τους δινόταν η δυνατότητα, θα τους έπαιζαν κάποιο άσκημο παιχνίδι. Και οι ίδιοι τους κουβάλησαν τα γέρρα τους και τα έβαλαν το ένα δίπλα στο άλλο, για να έχουν προστατευτικό φράχτη.
[9.100.1] Κι όταν πήραν τέλος οι προετοιμασίες των Ελλήνων, επιτέθηκαν στους βαρβάρους. Κι ενώ βάδιζαν μπροστά, μια φήμη ήρθε φτερωτή και διαδόθηκε σ᾽ ολόκληρο το στρατόπεδο, και, εκεί που σπάνε τα κύματα, φάνηκε ριγμένο το ραβδί του Ερμή· κι η φήμη που διαδόθηκε στις γραμμές του στρατού ήταν πως οι Έλληνες πολεμώντας στη Βοιωτία νικούσαν το στράτευμα του Μαρδονίου. [9.100.2] Λοιπόν, πολλές αποδείξεις τεκμηριώνουν την ύπαρξη θεϊκών ενεργειών, αφού και τότε, έτσι που συνέπεσε να γίνουν την ίδια μέρα ο χαλασμός των Περσών στις Πλαταιές κι ο χαλασμός που ήταν να πάθουν στη Μυκάλη, έφτασε φήμη στους Έλληνες που βρίσκονταν εκεί, ώστε να ενισχυθεί πολύ περισσότερο το ηθικό του στρατού και αυθόρμητα, με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, να μπαίνουν στον κίνδυνο.
[9.101.1] Κι άλλη μια σύμπτωση σημειώθηκε: το πεδίο μάχης και στη μια και στην άλλη περίπτωση ήταν δίπλα σε τέμενος της Ελευσινίας Δήμητρας· γιατί βέβαια, όπως και προηγουμένως έχω αναφέρει, στις Πλαταιές η μάχη έγινε ακριβώς δίπλα απ᾽ το ναό της Δήμητρας, και στη Μυκάλη κάτι παρόμοιο ήταν να γίνει. [9.101.2] Κι η φήμη που τους ήρθε, πως είχε κερδηθεί η νίκη απ᾽ τους Έλληνες του Παυσανία, συμβαίνει ν᾽ ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· γιατί η μάχη των Πλαταιών έγινε τις πρωινές ώρες της μέρας κιόλας, ενώ της Μυκάλης κατά το απόγευμα. Κι ότι συνέπεσε να γίνουν την ίδια μέρα του ίδιου μήνα αποκαλύφτηκε λίγο αργότερα, απ᾽ τις πληροφορίες που συγκέντρωσαν. [9.101.3] Και, προτού φτάσει η φήμη, τους κάτεχε τρομάρα, όχι τόσο για τη ζωή τους, όσο για τους Έλληνες, μήπως γονατίσει η Ελλάδα στην πάλη της με τον Μαρδόνιο. Μόλις όμως τους ήρθε φτερωτή αυτή η φήμη, οπωσδήποτε επιτάχυναν την επίθεσή τους. Λοιπόν, οι Έλληνες και οι βάρβαροι έμπαιναν με βιασύνη στη μάχη, γιατί το έπαθλο του αγώνα ήταν τα νησιά κι ο Ελλήσποντος.