Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Σόλων (29.1-29.7)


[29.1] Οἱ δ᾽ ἐν ἄστει πάλιν ἐστασίαζον ἀποδημοῦντος τοῦ Σόλωνος, καὶ προειστήκει τῶν μὲν Πεδιέων Λυκοῦργος, τῶν δὲ Παράλων Μεγακλῆς ὁ Ἀλκμαίωνος, Πεισίστρατος δὲ τῶν Διακρίων, ἐν οἷς ἦν ὁ θητικὸς ὄχλος καὶ μάλιστα τοῖς πλουσίοις ἀχθόμενος, ὥστε χρῆσθαι μὲν ἔτι τοῖς νόμοις τὴν πόλιν, ἤδη δὲ πράγματα νεώτερα προσδοκᾶν καὶ ποθεῖν ἅπαντας ἑτέραν κατάστασιν, οὐκ ἴσον ἐλπίζοντας, ἀλλὰ πλέον ἕξειν ἐν τῇ μεταβολῇ καὶ κρατήσειν παντάπασι τῶν διαφερομένων. [29.2] οὕτω δὲ τῶν πραγμάτων ἐχόντων ὁ Σόλων παραγενόμενος εἰς τὰς Ἀθήνας, αἰδῶ μὲν εἶχε καὶ τιμὴν παρὰ πᾶσιν, ἐν δὲ κοινῷ λέγειν καὶ πράσσειν ὁμοίως οὐκέτ᾽ ἦν δυνατὸς οὐδὲ πρόθυμος ὑπὸ γήρως, ἀλλ᾽ ἐντυγχάνων ἰδίᾳ τοῖς προεστῶσι τῶν στάσεων ἀνδράσιν, ἐπειρᾶτο διαλύειν καὶ συναρμόττειν, μάλιστα τοῦ Πεισιστράτου προσέχειν δοκοῦντος αὐτῷ. [29.3] καὶ γὰρ αἱμύλον τι καὶ προσφιλὲς εἶχεν ἐν τῷ διαλέγεσθαι, καὶ βοηθητικὸς ἦν τοῖς πένησι καὶ πρὸς τὰς ἔχθρας ἐπιεικὴς καὶ μέτριος. [29.4] ἃ δὲ φύσει μὴ προσῆν αὐτῷ, καὶ ταῦτα μιμούμενος ἐπιστεύετο μᾶλλον τῶν ἐχόντων, ὡς εὐλαβὴς καὶ κόσμιος ἀνὴρ καὶ μάλιστα δὴ τὸ ἴσον ἀγαπῶν καὶ δυσχεραίνων, εἴ τις τὰ παρόντα κινοίη καὶ νεωτέρων ὀρέγοιτο· τούτοις γὰρ ἐξηπάτα τοὺς πολλούς. [29.5] ὁ δὲ Σόλων ταχὺ τὸ ἦθος ἐφώρασεν αὐτοῦ, καὶ τὴν ἐπιβουλὴν πρῶτος ἐγκατεῖδεν· οὐ μὴν ἐμίσησεν, ἀλλ᾽ ἐπειρᾶτο πραΰνειν καὶ νουθετεῖν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἔλεγε καὶ πρὸς ἑτέρους, ὡς εἴ τις ἐξέλοι τὸ φιλόπρωτον αὐτοῦ τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ἰάσαιτο τῆς τυραννίδος, οὐκ ἔστιν ἄλλος εὐφυέστερος πρὸς ἀρετὴν οὐδὲ βελτίων πολίτης.
[29.6] Ἀρχομένων δὲ τῶν περὶ Θέσπιν ἤδη τὴν τραγῳδίαν κινεῖν, καὶ διὰ τὴν καινότητα τοὺς πολλοὺς ἄγοντος τοῦ πράγματος, οὔπω δ᾽ εἰς ἅμιλλαν ἐναγώνιον ἐξηγμένου, φύσει φιλήκοος ὢν καὶ φιλομαθὴς ὁ Σόλων, ἔτι μᾶλλον ἐν γήρᾳ σχολῇ καὶ παιδιᾷ καὶ νὴ Δία πότοις καὶ μουσικῇ παραπέμπων ἑαυτόν, ἐθεᾶτο τὸν Θέσπιν αὐτὸν ὑποκρινόμενον, ὥσπερ ἔθος ἦν τοῖς παλαιοῖς. [29.7] μετὰ δὲ τὴν θέαν προσαγορεύσας αὐτὸν ἠρώτησεν, εἰ τοσούτων ἐναντίον οὐκ αἰσχύνεται τηλικαῦτα ψευδόμενος. φήσαντος δὲ τοῦ Θέσπιδος, μὴ δεινὸν εἶναι τὸ μετὰ παιδιᾶς λέγειν τὰ τοιαῦτα καὶ πράσσειν, σφόδρα τῇ βακτηρίᾳ τὴν γῆν ὁ Σόλων πατάξας «ταχὺ μέντοι τὴν παιδιάν» ἔφη «ταύτην ἐπαινοῦντες οὕτω καὶ τιμῶντες εὑρήσομεν ἐν τοῖς σπουδαίοις».


[29.1] Κατά τη διάρκεια της αποδημίας του Σόλωνα άρχισαν στην Αθήνα οι εμφύλιες ταραχές. Επικεφαλής των Πεδιέων ήταν ο Λυκούργος, των Παραλίων ο Μεγακλής, ο γιος του Αλκμαίωνος, των Διακρίων ο Πεισίστρατος. Στους τελευταίους ανήκε ο πολύς λαός της τάξης των Θητών, οι πλέον δυσαρεστημένοι προς τους πλουσίους. Η πόλη εφάρμοζε ακόμη τους νόμους του Σόλωνα, όλοι όμως προσδοκούσαν πολιτικές αλλαγές και επιθυμούσαν διακαώς άλλη κατάσταση, με την ελπίδα ότι με την αλλαγή θα είχαν όχι απλώς τα ίδια αλλά περισσότερα από τους αντιπάλους τους και θα επικρατούσαν εξολοκλήρου. [29.2] Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο Σόλων έφτασε στην Αθήνα. Όλοι τον σέβονταν και τον τιμούσαν· δεν είχε όμως πια τη δύναμη λόγω γηρατειών ούτε και την ψυχική διάθεση, όπως παλαιά, να μιλάει και να αναμειγνύεται ενεργά στην πολιτική· ωστόσο, στις ιδιαίτερες συναντήσεις του με τους αρχηγούς των παρατάξεων, προσπαθούσε να διαλύσει τις διαφορές τους και να τους συμφιλιώσει· είχε όμως τη γνώμη ότι ο Πεισίστρατος ήταν εκείνος που τον πρόσεχε περισσότερο από όλους. [29.3] Ο Πεισίστρατος είχε στις συζητήσεις μια γλυκύτητα και κάτι το προσφιλές· βοηθούσε τους φτωχούς και προς τους εχθρούς ήταν συγκαταβατικός και μετριοπαθής. [29.4] Αλλά και όσα χαρίσματα δεν είχε από τη φύση του, και σ᾽ αυτά ακόμη, επειδή ήξερε να υποκρίνεται, τον πίστευαν περισσότερο από αυτούς που τα είχαν· παρουσιαζόταν ως ευλαβής, κόσμιος, ως άνθρωπος που πάνω από όλα αγαπούσε την ισότητα, και δυσανασχετούσε αν κάποιος επιχειρούσε να αλλάξει την παρούσα πολιτική κατάσταση και επιθυμούσε μεταβολές στο πολίτευμα. Με αυτά εξαπατούσε τον λαό. [29.5] Ο Σόλων όμως γρήγορα κατάλαβε τον χαρακτήρα του και πρώτος αυτός διέβλεψε τα επίβουλα σχέδιά του. Παρ᾽ όλα αυτά, δεν τον μίσησε, αλλά προσπαθούσε να τον κατευνάσει και να τον νουθετήσει, και έλεγε τόσο στον ίδιο όσο και στους άλλους ότι, αν αφαιρούσε κανείς από την ψυχή του το πάθος του να είναι πρώτος και θεράπευε την επιθυμία της τυραννίδας, δεν έχει κάνει η φύση άλλον άνθρωπο πιο ενάρετο και καλύτερο πολίτη.
[29.6] Όταν ο Θέσπις με τους ανθρώπους του άρχισαν να αλλάζουν την τραγωδία, και το πράγμα, ως νέο που ήταν, προσέλκυε πολλούς, χωρίς ακόμη να έχει πάρει τη μορφή άμιλλας των ποιητών σε διαγωνισμούς, ο Σόλων, όντας από τη φύση του φιλήκοος και φιλομαθής, κι επειδή πολύ περισσότερο τώρα στα γεράματά του είχε την κλίση να ξεκουράζεται και να ψυχαγωγείται και, μά τον Δία, να το ρίχνει στο ποτό και στη μουσική, πήγε να παρακολουθήσει τον Θέσπη που παρίστανε ο ίδιος τα έργα του, όπως το συνήθιζαν οι παλαιοί ποιητές. [29.7] Μετά την παράσταση αποτάθηκε στον Θέσπη και τον ρώτησε αν δεν ντρέπεται που μπροστά σε τόσο κόσμο έλεγε τόσο μεγάλα ψέματα. Όταν ο Θέσπις του απάντησε ότι δεν είναι δα και φοβερό πράγμα να λέει κανείς ή να παριστάνει τέτοια με πρόθεση να διασκεδάσει τον κόσμο, τότε ο Σόλων χτυπώντας δυνατά το έδαφος με το μπαστούνι του είπε: «επαινώντας όμως και επιβραβεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο αυτή τη διασκέδαση θα τη βρούμε γρήγορα και στα σοβαρά θέματα».