[29.1] Κατά τη διάρκεια της αποδημίας του Σόλωνα άρχισαν στην Αθήνα οι εμφύλιες ταραχές. Επικεφαλής των Πεδιέων ήταν ο Λυκούργος, των Παραλίων ο Μεγακλής, ο γιος του Αλκμαίωνος, των Διακρίων ο Πεισίστρατος. Στους τελευταίους ανήκε ο πολύς λαός της τάξης των Θητών, οι πλέον δυσαρεστημένοι προς τους πλουσίους. Η πόλη εφάρμοζε ακόμη τους νόμους του Σόλωνα, όλοι όμως προσδοκούσαν πολιτικές αλλαγές και επιθυμούσαν διακαώς άλλη κατάσταση, με την ελπίδα ότι με την αλλαγή θα είχαν όχι απλώς τα ίδια αλλά περισσότερα από τους αντιπάλους τους και θα επικρατούσαν εξολοκλήρου. [29.2] Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο Σόλων έφτασε στην Αθήνα. Όλοι τον σέβονταν και τον τιμούσαν· δεν είχε όμως πια τη δύναμη λόγω γηρατειών ούτε και την ψυχική διάθεση, όπως παλαιά, να μιλάει και να αναμειγνύεται ενεργά στην πολιτική· ωστόσο, στις ιδιαίτερες συναντήσεις του με τους αρχηγούς των παρατάξεων, προσπαθούσε να διαλύσει τις διαφορές τους και να τους συμφιλιώσει· είχε όμως τη γνώμη ότι ο Πεισίστρατος ήταν εκείνος που τον πρόσεχε περισσότερο από όλους. [29.3] Ο Πεισίστρατος είχε στις συζητήσεις μια γλυκύτητα και κάτι το προσφιλές· βοηθούσε τους φτωχούς και προς τους εχθρούς ήταν συγκαταβατικός και μετριοπαθής. [29.4] Αλλά και όσα χαρίσματα δεν είχε από τη φύση του, και σ᾽ αυτά ακόμη, επειδή ήξερε να υποκρίνεται, τον πίστευαν περισσότερο από αυτούς που τα είχαν· παρουσιαζόταν ως ευλαβής, κόσμιος, ως άνθρωπος που πάνω από όλα αγαπούσε την ισότητα, και δυσανασχετούσε αν κάποιος επιχειρούσε να αλλάξει την παρούσα πολιτική κατάσταση και επιθυμούσε μεταβολές στο πολίτευμα. Με αυτά εξαπατούσε τον λαό. [29.5] Ο Σόλων όμως γρήγορα κατάλαβε τον χαρακτήρα του και πρώτος αυτός διέβλεψε τα επίβουλα σχέδιά του. Παρ᾽ όλα αυτά, δεν τον μίσησε, αλλά προσπαθούσε να τον κατευνάσει και να τον νουθετήσει, και έλεγε τόσο στον ίδιο όσο και στους άλλους ότι, αν αφαιρούσε κανείς από την ψυχή του το πάθος του να είναι πρώτος και θεράπευε την επιθυμία της τυραννίδας, δεν έχει κάνει η φύση άλλον άνθρωπο πιο ενάρετο και καλύτερο πολίτη. [29.6] Όταν ο Θέσπις με τους ανθρώπους του άρχισαν να αλλάζουν την τραγωδία, και το πράγμα, ως νέο που ήταν, προσέλκυε πολλούς, χωρίς ακόμη να έχει πάρει τη μορφή άμιλλας των ποιητών σε διαγωνισμούς, ο Σόλων, όντας από τη φύση του φιλήκοος και φιλομαθής, κι επειδή πολύ περισσότερο τώρα στα γεράματά του είχε την κλίση να ξεκουράζεται και να ψυχαγωγείται και, μά τον Δία, να το ρίχνει στο ποτό και στη μουσική, πήγε να παρακολουθήσει τον Θέσπη που παρίστανε ο ίδιος τα έργα του, όπως το συνήθιζαν οι παλαιοί ποιητές. [29.7] Μετά την παράσταση αποτάθηκε στον Θέσπη και τον ρώτησε αν δεν ντρέπεται που μπροστά σε τόσο κόσμο έλεγε τόσο μεγάλα ψέματα. Όταν ο Θέσπις του απάντησε ότι δεν είναι δα και φοβερό πράγμα να λέει κανείς ή να παριστάνει τέτοια με πρόθεση να διασκεδάσει τον κόσμο, τότε ο Σόλων χτυπώντας δυνατά το έδαφος με το μπαστούνι του είπε: «επαινώντας όμως και επιβραβεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο αυτή τη διασκέδαση θα τη βρούμε γρήγορα και στα σοβαρά θέματα».
|