Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.39.1-2.39.6)
[2.39.1] Καὶ τούτοις ἅπασι θερμότεροι γενόμενοι καὶ θρασύτεροι, πρὸς ἀλλήλους ἤριζον ἔριν ἐρωτικήν, καὶ κατ᾽ ὀλίγον εἰς ὅρκων πίστιν προῆλθον. Ὁ μὲν δὴ Δάφνις τὸν Πᾶνα ὤμοσεν ἐλθὼν ἐπὶ τὴν πίτυν μὴ ζήσεσθαι μόνος ἄνευ Χλόης μηδὲ μιᾶς χρόνον ἡμέρας· [2.39.2] ἡ δὲ Χλόη Δάφνιδι τὰς Νύμφας, εἰσελθοῦσα εἰς τὸ ἄντρον, τὸν αὐτὸν στέρξειν καὶ θάνατον καὶ βίον. Τοσοῦτον δὲ ἄρα τῇ Χλόῃ τὸ ἀφελὲς προσῆν ὡς κόρῃ, ὥστε ἐξιοῦσα τοῦ ἄντρου καὶ δεύτερον ἠξίου λαβεῖν ὅρκον παρ᾽ αὐτοῦ «ὦ Δάφνι» λέγουσα «θεὸς ὁ Πὰν ἐρωτικός ἐστι καὶ ἄπιστος· [2.39.3] ἠράσθη μὲν Πίτυος, ἠράσθη δὲ Σύριγγος· παύεται δὲ οὐδέποτε Δρυάσιν ἐνοχλῶν καὶ Ἐπιμηλίσι Νύμφαις πράγματα παρέχων. Οὗτος μὲν οὖν ἀμεληθεὶς ἐν τοῖς ὅρκοις ἀμελήσει σε κολάσαι, κἂν ἐπὶ πλείονας ἔλθῃς γυναῖκας τῶν ἐν τῇ σύριγγι καλάμων· [2.39.4] σὺ δέ μοι τὸ αἰπόλιον τοῦτο ὄμοσον καὶ τὴν αἶγα ἐκείνην, ἥ σε ἀνέθρεψε, μὴ καταλιπεῖν Χλόην, ἔστ᾽ ἂν πιστή σοι μένῃ· ἄδικον δὲ εἰς σὲ καὶ τὰς Νύμφας γενομένην καὶ φεῦγε καὶ μίσει καὶ ἀπόκτεινον ὥσπερ λύκον.» [2.39.5] Ἥδετο ὁ Δάφνις ἀπιστούμενος καὶ στὰς εἰς μέσον τὸ αἰπόλιον καὶ τῇ μὲν τῶν χειρῶν αἰγὸς τῇ δὲ τράγου λαβόμενος ὤμνυε Χλόην φιλῆσαι φιλοῦσαν· κἂν ἕτερον δὲ προκρίνῃ Δάφνιδος, ἀντ᾽ ἐκείνης αὑτὸν ἀποκτεῖναι. [2.39.6] Ἡ δὲ ἔχαιρε καὶ ἐπίστευεν ὡς κόρη [καὶ] νέμουσα καὶ νομίζουσα τὰς αἶγας καὶ τὰ πρόβατα ποιμένων καὶ αἰπόλων ἰδίους θεούς. |
[2.39.1] Όλα τούτα τους άναψαν και τους έκαναν πιο τολμηρούς, τόσο που μάλωσαν ποιός αγαπούσε τον άλλον πιο πολύ. Λίγο-λίγο έφτασαν και στους όρκους: ο Δάφνης πήγε στην κουκουναριά κι ορκίστηκε στον Πάνα ότι μήτε μια μέρα δε θα ζήσει μονάχος δίχως τη Χλόη· [2.39.2] η Χλόη πάλι μπήκε στη σπηλιά κι ορκίστηκε στις Νύμφες ν᾽ ακολουθήσει τον Δάφνη στη ζωή και στο θάνατο. Και τόση αφέλεια είχε η Χλόη, σαν κορίτσι που ήταν, ώστε βγαίνοντας από τη σπηλιά είχε την απαίτηση να της δώσει και δεύτερον όρκο. «Δάφνη», είπε, «ο Παν είναι θεός ερωτιάρης κι άπιστος. [2.39.3] Ερωτεύθηκε την Κουκουναριά, αλλά και τη Φλογέρα, και δεν παύει ούτε στιγμή να κυνηγάει τις Δρυάδες και να ενοχλεί τις Επιμηλίδες Νύμφες. Έτσι, αν πατήσεις τους όρκους που του ᾽κανες δε θα σκοτιστεί να σε τιμωρήσει, κι αν ακόμα πας με πιο πολλές γυναίκες απ᾽ όσα καλάμια έχει η φλογέρα. [2.39.4] Να μου ορκιστείς λοιπόν σε τούτο το κοπάδι τις γίδες και στη γίδα που σ᾽ έθρεψε ότι δε θα εγκαταλείψεις τη Χλόη όσο σου είναι πιστή. Αν πάλι σε προδώσει εσένα και τις Νύμφες, φεύγα μακριά της — μίσησέ την, σκότωσέ τη σα λύκο». [2.39.5] Ο Δάφνης, κολακευμένος από τη δυσπιστία της, στάθηκε στη μέση του κοπαδιού, έπιασε με το ᾽να χέρι μια γίδα και με τ᾽ άλλο έναν τράγο κι ορκίστηκε ότι θ᾽ αγαπάει τη Χλόη όσο θα τον αγαπάει κι εκείνη· κι αν όμως εκείνη προτιμήσει άλλον από τον Δάφνη, αυτός δε θα τη σκοτώσει παρά θ᾽ αυτοκτονήσει. [2.39.6] Κι η Χλόη χάρηκε, πιστεύοντας σα νέα βοσκοπούλα ότι οι γίδες και τα πρόβατα είναι ιδιαίτεροι θεοί των βοσκών. |