111. Ο Δίας και η ντροπή. [111.1] Τον καιρό εκείνο, όταν ο Δίας έπλασε τους ανθρώπους, τοποθέτησε μέσα τους ευθύς εξαρχής όλες τις ψυχικές καταστάσεις εκτός από την ντροπή — τούτη ήταν η μόνη που ξέχασε. Γι᾽ αυτό μετά βρέθηκε σε αμηχανία και δεν ήξερε από πού να την εισαγάγει και αυτήν στον άνθρωπο. Με τα πολλά, της υπέδειξε να μπει μέσα από την τρύπα του πισινού. Στην αρχή η ντροπή έγινε έξω φρενών, θεωρώντας κάτι τέτοιο σαν προσβολή, και αρνούνταν κατηγορηματικά. Όμως ο Δίας την πίεζε επίμονα, και έτσι στο τέλος η ντροπή δήλωσε: «Καλά λοιπόν, θα μπω από εκεί μέσα, αλλά με έναν όρο: Αν οτιδήποτε άλλο εισχωρήσει από την ίδια δίοδο ύστερα από μένα, εγώ αμέσως θα βγω έξω και θα φύγω». Για αυτόν τον λόγο, λοιπόν, συμβαίνει έκτοτε όλοι οι κίναιδοι να είναι ξεδιάντροποι. Τούτον τον μύθο ταιριάζει να τον χρησιμοποιούμε για κανέναν ακόλαστο άνθρωπο. 112. Το καλό πνεύμα. [112.1] Ήταν κάποιος άνθρωπος που είχε στο σπίτι του ένα καλό πνεύμα και του πρόσφερε πολυδάπανες θυσίες. Μάλιστα, για αυτόν τον σκοπό ξόδευε ασύστολα χωρίς σταματημό, και του έφευγαν πολλά χρήματα με όλα αυτά που θυσίαζε. Μια νύχτα, λοιπόν, το πνεύμα εμφανίστηκε στον ύπνο του και τον προειδοποίησε: «Σταμάτα πια, άνθρωπέ μου, και μη διασπαθίζεις έτσι την περιουσία σου. Αλλιώς, άμα τα σπαταλήσεις όλα και απομείνεις στην ψάθα, εμένα θα κατηγορείς μετά». Έτσι συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους: Ενώ είναι η δική τους ανοησία που τους οδήγησε στη δυστυχία, αυτοί ρίχνουν το φταίξιμο στους θεούς. 113. Ο Ηρακλής και ο Πλούτος. [113.1] Μια φορά και έναν καιρό, όταν ο Ηρακλής θεοποιήθηκε, πήρε θέση στο τραπέζι πλάι στον Δία και από εκεί χαιρετούσε έναν-έναν τους άλλους θεούς με μεγάλη ευγένεια. Στο τέλος μπήκε μέσα και ο Πλούτος· τότε όμως ο ήρωας έσκυψε το κεφάλι προς το έδαφος και απέφυγε να τον κοιτάξει. Ο Δίας απόρησε με αυτή τη συμπεριφορά και ζήτησε από τον Ηρακλή τον λόγο: γιατί να χαιρέτισε μια χαρά όλους τους άλλους θεούς και ειδικά τον Πλούτο τον στραβοκοίταξε έτσι; Ο Ηρακλής απάντησε: «Νά, ξέρεις, υπάρχει λόγος που εγώ δεν τον καλοβλέπω αυτόν εδώ. Βλέπεις, τον καιρό που ζούσα με τους ανθρώπους, τον έβλεπα να κάνει παρέα ως επί το πλείστον με τα πιο αχρεία υποκείμενα». Ο μύθος αυτός ταιριάζει να ειπωθεί για άνθρωπο που τυχαίνει να είναι πλούσιος αλλά έχει φαύλο χαρακτήρα. 114. Το μυρμήγκι και το σκαθάρι. [114.1] Ήταν ένας μέρμηγκας που μέσα στο κατακαλόκαιρο τριγυρνούσε εδώ και εκεί στο έδαφος και μάζευε σπυριά σιτάρι και κριθάρι, για να τα αποθηκεύσει και να έχει τροφή τον χειμώνα. Ένα σκαθάρι, που λέτε, τον πρόσεξε και τον ελεεινολόγησε: «Κοίτα τί ζόρι τραβάει, ο άμοιρος, να κοπιάζει και να ιδρώνει τέτοια εποχή, που όλα τα άλλα ζωντανά έχουν παρατήσει τις δουλειές τους και κάνουν διακοπές». Ο μέρμηγκας τότε έμενε σιωπηλός. Μετά από λίγο καιρό, όμως, όταν μπήκε για τα καλά ο χειμώνας, άρχισαν οι βροχές και ξέπλυναν όλες τις κοπριές, με αποτέλεσμα το σκαθάρι να ψοφάει της πείνας. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στον μέρμηγκα και τον παρακαλούσε να του προσφέρει λιγουλάκι φαγητό. Ο μέρμηγκας, εντούτοις, το αποπήρε: «Βρε παλιοσκάθαρο, αν τότε το καλοκαίρι στρωνόσουνα να δουλέψεις, αντί να κάθεσαι και να κάνεις κριτική σε μένα που μοχθούσα, τώρα δεν θα σου έλειπε το φαΐ». Έτσι συμβαίνει στον κόσμο: Όσοι δεν προνοούν για το μέλλον στον καιρό της αφθονίας, πέφτουν σε τρομακτική δυστυχία άμα αλλάξουν οι περιστάσεις. Άλλη παραλλαγή: Το μυρμήγκι και το τζιτζίκι [114.1b] Μια φορά έκανε παγωνιά και έπεφτε βροχή από τον ουρανό. Το μυρμήγκι, που λέτε, είχε συνάξει πολλούς σπόρους από τον καιρό της συγκομιδής και τους είχε αποθηκεύσει μέσα στο σπίτι του. Ο τζίτζικας, όμως, είχε χωθεί μέσα σε μια παλιότρυπα και κόντευε να πεθάνει από την πείνα, τόσο πολύ τον βασάνιζε η έλλειψη τροφής και το τρομερό κρύο. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στο μυρμήγκι και το εκλιπαρούσε να του δώσει λιγουλάκι φαγητό, να μπορέσει και αυτός να βάλει στο στόμα του κανένα σπυρί σιτάρι, μήπως και στυλωθεί. Το μυρμήγκι, ωστόσο, τον πέρασε από ανάκριση: «Καλά, δεν μου λες, πού ήσουν το καλοκαίρι; Πώς και δεν μάζεψες και εσύ προμήθειες τον καιρό της συγκομιδής;». Αποκρίθηκε ο τζίτζικας: «Ξέρεις, εκείνη την εποχή εγώ τραγουδούσα, για να ευχαριστιούνται οι περαστικοί». Το μυρμήγκι τότε έσκασε στα γέλια και πέταξε στον τζίτζικα κατάμουτρα: «Τραγουδούσες, ε; Λοιπόν, τώρα τον χειμώνα ρίξε κανέναν χορό». Το δίδαγμα του μύθου: Το καλύτερο από όλα είναι να μεριμνούμε για την τροφή που έχουμε ανάγκη, και όχι να σπαταλούμε τον χρόνο μας σε διασκεδάσεις και γλεντοκόπια. 115. Ο τόνος και το δελφίνι. [115.1] Ήταν μια φορά ένας τόνος που τον καταδίωκε δελφίνι. Που λέτε, καθώς αυτό το τελευταίο τον πλησίαζε για να τον πιάσει, ο τόνος πήρε μεγάλη φόρα και κολυμπούσε, μέχρι που από την πολλή ορμή ξεβράστηκε δίχως να το καταλάβει έξω στο ακρογιάλι. Και το δελφίνι, όμως, είχε πάρει εξίσου μεγάλη φόρα, έτσι όπως του ορμούσε, με αποτέλεσμα να πεταχτεί τελικά έξω στην ακτή και αυτό. Τότε ο τόνος, βλέποντας τον εχθρό του να ξεψυχάει εκεί δίπλα του, στράφηκε προς το μέρος του και του ψιθύρισε: «Λοιπόν, καλόδεχτος ο θάνατος τώρα. Τουλάχιστον πρόφτασα να δω να πεθαίνει μαζί μου εκείνος που προξένησε το τέλος μου». Το δίδαγμα του μύθου: Οι άνθρωποι υπομένουν πιο εύκολα τα δεινά άμα βλέπουν και εκείνους που τους τα προκάλεσαν να πέφτουν στην ίδια δυστυχία.
|