Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ

Βίοι Φιλοσόφων 1.22-122 (1.109-1.111)

ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ


[1.109] Ἐπιμενίδης, καθά φησι Θεόπομπος καὶ ἄλλοι συχνοί, πατρὸς μὲν ἦν Φαιστίου, οἱ δὲ Δωσιάδα, οἱ δὲ Ἀγησάρχου. Κρὴς τὸ γένος ἀπὸ Κνωσοῦ, καθέσει τῆς κόμης τὸ εἶδος παραλλάσσων. οὗτός ποτε πεμφθεὶς παρὰ τοῦ πατρὸς εἰς ἀγρὸν ἐπὶ πρόβατον, τῆς ὁδοῦ κατὰ μεσημβρίαν ἐκκλίνας ὑπ᾽ ἄντρῳ τινὶ κατεκοιμήθη ἑπτὰ καὶ πεντήκοντα ἔτη. διαναστὰς δὲ μετὰ ταῦτα ἐζήτει τὸ πρόβατον, νομίζων ἐπ᾽ ὀλίγον κεκοιμῆσθαι. ὡς δὲ οὐχ εὕρισκε, παρεγένετο εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ μετεσκευασμένα πάντα καταλαβὼν καὶ παρ᾽ ἑτέρῳ τὴν κτῆσιν, πάλιν ἧκεν εἰς ἄστυ διαπορούμενος. κἀκεῖ δὲ εἰς τὴν ἑαυτοῦ εἰσιὼν οἰκίαν περιέτυχε τοῖς πυνθανομένοις τίς εἴη, ἕως τὸν νεώτερον ἀδελφὸν εὑρὼν τότε ἤδη γέροντα ὄντα, πᾶσαν ἔμαθε παρ᾽ ἐκείνου τὴν ἀλήθειαν. [1.110] γνωσθεὶς δὲ παρὰ τοῖς Ἕλλησι θεοφιλέστατος εἶναι ὑπελήφθη.
Ὅθεν καὶ Ἀθηναίοις τότε λοιμῷ κατεχομένοις ἔχρησεν ἡ Πυθία καθῆραι τὴν πόλιν· οἱ δὲ πέμπουσι ναῦν τε καὶ Νικίαν τὸν Νικηράτου εἰς Κρήτην, καλοῦντες τὸν Ἐπιμενίδην. καὶ ὃς ἐλθὼν Ὀλυμπιάδι τεσσαρακοστῇ ἕκτῃ ἐκάθηρεν αὐτῶν τὴν πόλιν καὶ ἔπαυσε τὸν λοιμὸν τοῦτον τὸν τρόπον. λαβὼν πρόβατα μελανά τε καὶ λευκὰ ἤγαγε πρὸς τὸν Ἄρειον πάγον. κἀκεῖθεν εἴασεν ἰέναι οἷ βούλοιντο, προστάξας τοῖς ἀκολούθοις ἔνθα ἂν κατακλίνοι αὐτῶν ἕκαστον, θύειν τῷ προσήκοντι θεῷ· καὶ οὕτω λῆξαι τὸ κακόν. ὅθεν ἔτι καὶ νῦν ἔστιν εὑρεῖν κατὰ τοὺς δήμους τῶν Ἀθηναίων βωμοὺς ἀνωνύμους, ὑπόμνημα τῆς τότε γενομένης ἐξιλάσεως. οἱ δὲ τὴν αἰτίαν εἰπεῖν τοῦ λοιμοῦ τὸ Κυλώνειον ἄγος σημαίνειν τε τὴν ἀπαλλαγήν· καὶ διὰ τοῦτο ἀποθανεῖν δύο νεανίας, Κρατῖνον καὶ Κτησίβιον, καὶ λυθῆναι τὴν συμφοράν. [1.111] Ἀθηναῖοι δὲ τάλαντον ἐψηφίσαντο δοῦναι αὐτῷ καὶ ναῦν τὴν ἐς Κρήτην ἀπάξουσαν αὐτόν. ὁ δὲ τὸ μὲν ἀργύριον οὐ προσήκατο· φιλίαν δὲ καὶ συμμαχίαν ἐποιήσατο Κνωσίων καὶ Ἀθηναίων.
Καὶ ἐπανελθὼν ἐπ᾽ οἴκου μετ᾽ οὐ πολὺ μετήλλαξεν, ὥς φησι Φλέγων ἐν τῷ Περὶ μακροβίων, βιοὺς ἔτη ἑπτὰ καὶ πεντήκοντα καὶ ἑκατόν· ὡς δὲ Κρῆτες λέγουσιν, ἑνὸς δέοντα τριακόσια· ὡς δὲ Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἀκηκοέναι φησί, τέτταρα πρὸς τοῖς πεντήκοντα καὶ ἑκατόν.

ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ


[1.109] Σύμφωνα με όσα λένε ο Θεόπομπος και αρκετοί άλλοι, ο Επιμενίδης ήταν γιος του Φαιστίου, άλλοι όμως λένε πως ήταν γιος του Δωσιάδα, και άλλοι του Αγήσαρχου. Μολονότι ήταν κρητικής καταγωγής (από την Κνωσό), είχε μακριά μαλλιά, πράγμα που τον έκανε να διαφέρει στην όψη από τους Κρήτες. Κάποτε ο πατέρας του τον έστειλε στο χωράφι να ψάξει να βρει ένα πρόβατο, κατά το μεσημέρι όμως παρεξέκλινε από τον δρόμο του και κοιμήθηκε σε μια σπηλιά για 57 χρόνια. Όταν ξύπνησε, συνέχισε να ψάχνει για το πρόβατο, πιστεύοντας πως είχε κοιμηθεί λίγη μόνο ώρα. Καθώς δεν το έβρισκε, πήγε στο χωράφι, και καθώς τα έβρισκε όλα αλλαγμένα και το κτήμα να το έχει κάποιος άλλος, γύρισε γεμάτος απορία πίσω πάλι στην πόλη· εκεί, μπαίνοντας στο σπίτι του, συναντούσε ανθρώπους που τον ρωτούσαν ποιός είναι, ώσπου βρήκε τον νεότερο αδερφό του —που τότε ήταν πια γέρος— και έμαθε από εκείνον όλη την αλήθεια. [1.110] Το πράγμα έγινε γνωστό σε όλους τους Έλληνες, οι οποίοι τον θεωρούσαν πια εξαιρετικά θεοφιλή άνθρωπο.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι Αθηναίοι, όταν χτυπήθηκαν από τον λοιμό και η Πυθία τούς έδωσε χρησμό να κάνουν καθαρμό της πόλης τους, έστειλαν ένα καράβι στην Κρήτη, μαζί και τον Νικία τον γιο του Νικήρατου, και προσκάλεσαν τον Επιμενίδη. Ήρθε λοιπόν κατά την 46η Ολυμπιάδα, καθάρισε την πόλη τους και σταμάτησε τον λοιμό με τον ακόλουθο τρόπο: Πήρε μαύρα και άσπρα πρόβατα και τα πήγε στον Άρειο Πάγο· εκεί τα άφησε να πάνε όπου ήθελαν, έδωσε όμως διαταγή στους ακολούθους, όπου θα έπεφτε το καθένα τους να κοιμηθεί, εκεί να πρόσφεραν θυσία στον θεό του τόπου· έτσι σταμάτησε το κακό. Γι᾽ αυτό και βρίσκει κανείς, ακόμη σήμερα, ανώνυμους βωμούς στους δήμους της Αθήνας, σε ανάμνηση του εξιλασμού που έγινε τότε. Άλλοι λένε πως ο Επιμενίδης ανέφερε ως αιτία του λοιμού το «Κυλώνειο άγος» και τους υπέδειξε με ποιόν τρόπο θα το απομακρύνουν: δύο νέοι, ο Κρατίνος και ο Κτησίβιος, οδηγήθηκαν στον θάνατο, και η πόλη γλίτωσε από τη συμφορά. [1.111] Οι Αθηναίοι πήραν τότε την απόφαση να του δώσουν ένα τάλαντο και ένα καράβι για να τον πάει πίσω πάλι στην Κρήτη. Εκείνος δεν δέχτηκε τα χρήματα, έκλεισε όμως συμφωνία φιλίας και συμμαχίας μεταξύ Κνωσίων και Αθηναίων.
Όταν γύρισε στην πατρίδα του, δεν πέρασε πολύς καιρός και πέθανε, όπως λέει ο Φλέγων στο έργο του Για τους μακρόβιους σε ηλικία 157 ετών, όπως όμως λένε οι Κρήτες, σε ηλικία 299 ετών, ή όπως λέει ότι άκουσε ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος σε ηλικία 154 ετών.