Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (781-800)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, [στρ.]
Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις,
ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς
νεάνιδος ἐννυχεύεις,
785φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽
ἀγρονόμοις αὐλαῖς·
καί σ᾽ οὔτ᾽ ἀθανάτων φύξιμος οὐδεὶς
οὔθ᾽ ἁμερίων σέ γ᾽ ἀνθρώ-
790πων, ὁ δ᾽ ἔχων μέμηνεν.

σὺ καὶ δικαίων ἀδίκους [ἀντ.]
φρένας παρασπᾷς ἐπὶ λώβᾳ·
σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν
ξύναιμον ἔχεις ταράξας·
795νικᾷ δ᾽ ἐναργὴς βλεφάρων
ἵμερος εὐλέκτρου
νύμφας, τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς
θεσμῶν· ἄμαχος γὰρ ἐμπαί-
800ζει θεὸς Ἀφροδίτα.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Έρωτ᾽ ανίκητε στον πόλεμο
που κάνεις χτήμα σου όπου πέσεις,
που στ᾽ απαλά τα μάγουλα
της κορασίδας νυχτερεύεις
και γυρνάς πάνω από τα πέλαγα
και στους πιο απόμερους τους τόπους,
δε σου ξεφεύγει εσένα ούτε θεός
ούτε κανείς απ᾽ τους λιγόζωους ανθρώπους
790κι όποιον θα πιάσεις γίνεται τρελός.

Εσύ και των δικαίων τούς λογισμούς
στην αδικία ξεσέρνεις για όλεθρό τους,
εσύ έχεις και την έχθρ᾽ ανάψει αυτή
ανάμεσα παιδί και το γονιό του·
μα ολόφαντος μέσ᾽ απ᾽ τα βλέφαρα
της νύφης τής λαχταριστής νικάει ο Πόθος,
πάρεδρος των μεγάλων των θεσμών
που αιώνια κυβερνούν τον κόσμο·
800γιατ᾽ ανίκητη η Κύπριδα παίζει με μας.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Έρωτα ανίκητε με μάχητα.
Έρωτα που καις τα σωθικά,
που τη νύχτα φωλιάζεις στων κοριτσιών τα μάγουλα
τα τρυφερά
και το πέλαγος περνάς και μες στις στάνες μπαίνεις και στις μοναχικές αυλές,
και κανείς αθάνατος,
κανείς από τους ανθρώπους που ζουν μέρες μπορεί να σε ξεφύγει,
790και όποιος σ᾽ έχει μανίζει.

Εσύ και των δίκαιων τις φρένες
στο άδικο σπρώχνεις και στην ατιμία,
εσύ είσαι π᾽ άναψες και τον καβγά ετούτον
ανάμεσα σ᾽ άντρες απ᾽ το ίδιο αίμα.
Στα ματόφρυδα της καλοκρέβατης νύφης
ο πόθος ανθίζει και νικάει,
χωρίς να ψηφάει τους μεγάλους νόμους,
γιατί ανίκητα σε τούτα παίζει
800η θεά η Αφροδίτη.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΚΟΡ. Έρωτα ακαταμάχητε,
εσύ που ξενυχτίζεις
στου κοριτσιού τα μάγουλα,
εσύ που αιχμαλωτίζεις
ως και τον πλούσιον άνθρωπο,
και στις καλύβες μπαίνεις.
Και θάλασσα διαβαίνεις,
και θάλασσα περνάς!
Κι ούτε κανείς αθάνατος
εγλίτωσε από σένα,
ούτ᾽ άνθρωπον εφήμερο
δεν άφησες κανένα.
Εσύ που ᾽σαι το λούλουδο
ζωής τυραννισμένης·
εσύ που ξετρελαίνεις
790εκείνον που κρατάς!

Εσύ και δίκιον άνθρωπο
σπρώχνεις στην αδικία·
εσύ και τώρα εσήκωσες
τέτοια φιλονικία.
Κι ο πόθος κόρης όμορφης
πιο βασιλεύει ακόμη,
παρά οι μεγάλοι νόμοι
800που εδώσαν οι θεοί.