Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τραχίνιαι (947-970)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ


ΧΟ. πότερα πρότερον ἐπιστένω, [στρ. α]
πότερα τέλεα περαιτέρω,
δύσκριτ᾽ ἔμοιγε δυστάνῳ.

τάδε μὲν ἔχομεν ὁρᾶν δόμοις, [ἀντ. α] 950
τάδε δὲ μελόμεν᾽ ἐπ᾽ ἐλπίσιν·
κοινὰ δ᾽ ἔχειν τε καὶ μέλλειν.

εἴθ᾽ ἀνεμόεσσά τις [στρ. β]
γένοιτ᾽ ἔπουρος ἑστιῶτις αὔρα,
955ἥτις μ᾽ ἀποικίσειεν ἐκ τόπων, ὅπως
τὸν Ζηνὸς ἄλκιμον γόνον
μὴ ταρβαλέα θάνοιμι
μοῦνον εἰσιδοῦσ᾽ ἄφαρ·
ἐπεὶ ἐν δυσαπαλλάκτοις ὀδύναις
960χωρεῖν πρὸ δόμων λέγουσιν
ἄσπετόν τι θαῦμα.

ἀγχοῦ δ᾽ ἄρα κοὐ μακρὰν [ἀντ. β]
προύκλαιον, ὀξύφωνος ὡς ἀηδών.
ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε τις βάσις.
965πᾷ δ᾽ αὖ φορεῖ νιν; ὡς φίλου
προκηδομένα βαρεῖαν
ἄψοφον φέρει βάσιν.
αἰαῖ, ὅδ᾽ ἀναύδατος φέρεται.
τί χρή, θανόντα νιν, ἢ καθ᾽
970ὕπνον ὄντα κρῖναι;


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ


ΧΟΡ. Ποιάν απ᾽ τις δυο συφορές
να κλάψω πρώτα και ποιάν ύστερα,
να κρίνω δε μπορώ η δυστυχισμένη.

950Τη μια την έχομ᾽ εδώ μπρος
στα μάτια μας· την άλλη περιμένομε
κι είν᾽ όμοιο να ᾽χεις και να περιμένεις.

Ω να ᾽ταν να σηκώνονταν
καμιά ανεμορριπή,
που να ᾽θελε μακριά με ξετοπίσει,
για να μην πέθαιν᾽ απ᾽ το φόβο μου
και μόνο που θενά ᾽βλεπ᾽ άξαφνα
τον αντρειωμένο γιο τού Δία.
Γιατί, μέσα σε πόνους δίχως γλιτωμό,
τον φέρνουν, λένε, κατά δω
960μπρος στο παλάτι,
θέαμα ανείπωτο, φριχτό.

Κοντά λοιπόν κι όχι μακριά
η συφορά ηταν πὄκλαιγα
σα λυγερή αηδόνα· γιατί, νά την
μια συνοδειά από ξένους πὄφτασε.
Πώς τον σηκώνουν, πώς σα φίλο τους
τον γνοιάζουνται και προχωρούνε
με βαρύ βήμα σιγανό· μα αλίμονο,
ούτ᾽ άχνη ακούεται απ᾽ αυτόν.
Τέλειωσε τάχα,
970ή βύθος ύπνος τον κρατεί;