Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (920-946)


920ΗΛ. φεῦ τῆς ἀνοίας ὥς σ᾽ ἐποικτίρω πάλαι.
ΧΡ. τί δ᾽ ἔστιν; οὐ πρὸς ἡδονὴν λέγω τάδε;
ΗΛ. οὐκ οἶσθ᾽ ὅποι γῆς οὐδ᾽ ὅποι γνώμης φέρῃ.
ΧΡ. πῶς δ᾽ οὐκ ἐγὼ κάτοιδ᾽ ἅ γ᾽ εἶδον ἐμφανῶς;
ΗΛ. τέθνηκεν, ὦ τάλαινα· τἀκείνου δέ σοι
925σωτήρι᾽ ἔρρει· μηδὲν ἐς κεῖνόν γ᾽ ὅρα.
ΧΡ. οἴμοι τάλαινα· τοῦ τάδ᾽ ἤκουσας βροτῶν;
ΗΛ. τοῦ πλησίον παρόντος, ἡνίκ᾽ ὤλλυτο.
ΧΡ. καὶ ποῦ ᾽στιν οὗτος; θαῦμά τοί μ᾽ ὑπέρχεται.
ΗΛ. κατ᾽ οἶκον, ἡδὺς οὐδὲ μητρὶ δυσχερής.
930ΧΡ. οἴμοι τάλαινα· τοῦ γὰρ ἀνθρώπων ποτ᾽ ἦν
τὰ πολλὰ πατρὸς πρὸς τάφοις κτερίσματα;
ΗΛ. οἶμαι μάλιστ᾽ ἔγωγε τοῦ τεθνηκότος
μνημεῖ᾽ Ὀρέστου ταῦτα προσθεῖναί τινα.
ΧΡ. ὦ δυστυχής· ἐγὼ δὲ σὺν χαρᾷ λόγους
935τοιούσδ᾽ ἔχουσ᾽ ἔσπευδον, οὐκ εἰδυῖ᾽ ἄρα
ἵν᾽ ἦμεν ἄτης· ἀλλὰ νῦν, ὅθ᾽ ἱκόμην,
τά τ᾽ ὄντα πρόσθεν ἄλλα θ᾽ εὑρίσκω κακά.
ΗΛ. οὕτως ἔχει σοι ταῦτ᾽· ἐὰν δέ μοι πίθῃ,
τῆς νῦν παρούσης πημονῆς λύσεις βάρος.
940ΧΡ. ἦ τοὺς θανόντας ἐξαναστήσω ποτέ;
ΗΛ. οὐκ ἐς τόδ᾽ εἶπον· οὐ γὰρ ὧδ᾽ ἄφρων ἔφυν.
ΧΡ. τί γὰρ κελεύεις ὧν ἐγὼ φερέγγυος;
ΗΛ. τλῆναί σε δρῶσαν ἃν ἐγὼ παραινέσω.
ΧΡ. ἀλλ᾽ εἴ τις ὠφέλειά γ᾽, οὐκ ἀπώσομαι.
945ΗΛ. ὅρα, πόνου τοι χωρὶς οὐδὲν εὐτυχεῖ.
ΧΡ. ὁρῶ. ξυνοίσω πᾶν ὅσονπερ ἂν σθένω.


ΗΛΕ. Αλίμονο· πόση ώρα τώρα οικτίρω
920την τρέλα σου! ΧΡΥ. Και πώς, καμιά χαρά
τα νέα που φέρνω δε σου προξενούνε;
ΗΛΕ. Δεν ξέρεις πού εισαι, ουδέ πού πλέει ο νους σου;
ΧΡΥ. Και πώς δεν ξέρω πράματα που τά ειδα
ολοφάνερα εγώ; ΗΛΕ. Δυστυχισμένη!
είναι νεκρός· και πάει η σωτηρία
που από κείνον περίμενες· σε κείνον
μην αποβλέπεις πια. ΧΡΥ. Οϊμένα·
συφορά μου· πού τ᾽ άκουσες; ποιός σ᾽ το ᾽πε;
ΗΛΕ. Άνθρωπος πού ητανε παρών κοντά του
σαν πέθαινε. ΧΡΥ. Και πού είν᾽ αυτός; μου παίρνει
το ξάφνιασμα το νου. ΗΛΕ. Μες στο παλάτι·
καλόδεχτος, κι όχι προς λύπη βέβαια
της μητέρας σου. ΧΡΥ. Ω δυστυχία μου· τότε
930από ποιόν να ᾽ταν οι πολλές εκείνες
οι προσφορές στον τάφο του πατέρα;
ΗΛΕ. Κάποιος, εγώ τουλάχιστο υποθέτω,
θα τα ᾽φερε, μνημόσυνα του Ορέστη.
ΧΡΥ. Ω η δυστυχής, κι εγώ από τη χαρά μου
πετούσα να σου φέρω αυτά τα νέα,
χωρίς να ξέρω σε ποιά συφορά
ήμαστε μέσα· μα όμως τώρα που ήρθα
κι όσα πριν κι άλλα νέα κακά βρίσκω.
ΗΛΕ. Αυτό ειν᾽ η αλήθεια· μα όμως αν μ᾽ ακούσεις,
της τωρινής μας συφοράς το βάρος
θα βγάλεις από πάνω μας. ΧΡΥ. Και μήπως
940μπορώ τους πεθαμένους ν᾽ αναστήσω;
ΗΛΕ. Δεν εννοούσ᾽ αυτό, γιατί δε θα ᾽μουν
ανόητη τόσο. ΧΡΥ. Τί λοιπόν προστάζεις
που νά ειμαι κι άξια να το κάμω; ΗΛΕ. Να ᾽χεις
θάρρος να κάμεις ό,τι συμβουλεύσω.
ΧΡΥ. Μ᾽ αν είναι να ωφελήσει, δε θα πω όχι.
ΗΛΕ. Μα έχε το υπόψη πως δεν πιτυχαίνει
τίποτα δίχως κίντυνο. ΧΡΥ. Το ξέρω,
και σ᾽ ό,τι θα μπορούσα, θα βοηθήσω.