ΧΟ. Έμελλες, δύστυχε, έμελλες,
αγύριστο μυαλό, τη μαύρη μοίρα σου
με τ᾽ αναρίθμητα δεινά της ν᾽ αποσώσεις.
930Γι᾽ αυτό αλύγιστος βογκούσες νύχτα μέρα,
γεμάτος μίσος για τους δυο Ατρείδες,
πνιγμένος στο θανάσιμό σου πάθος.
Μοιραία εκείνη η αρχή της συμφοράς,
όταν αγώνας αριστείας στήθηκε
για τα καταραμένα όπλα.
ΤΕ. Οά, Οά.
ΧΟ. Το βλέπω, ο πόνος σου βαθιά μες
στην καρδιά σου φτάνει.
ΤΕ. Οά, Οά.
940ΧΟ. Δεν απορώ, γυναίκα, για τον διπλό σου σπαραγμό,
που χάνεις πρόσωπο αγαπημένο.
ΤΕ. Εσύ μόνο να τον φαντάζεσαι μπορείς, όμως εγώ
μέσα μου νιώθω να με σφάζει ο πόνος.
ΧΟ. Το συναισθάνομαι και συνομολογώ.
ΤΕ. Γιε μου, σε τί ζυγό δουλείας βαδίζουμε,
με τί λογής αφεντικά πάνω από το κεφάλι μας.
ΧΟ. Οά, για έργο ανείπωτο μιλάς,
των δύο ανάλγητων γιων του Ατρέα,
μπροστά σ᾽ αυτό το πάθος.
Αλλά μακάρι ένας θεός να το εμποδίσει.
ΤΕ. Δεν θα ᾽φτανε ως εδώ το πράγμα, αν οι θεοί
950δεν έβαζαν το χέρι τους.
ΧΟ. Πολύ βαρύ φορτίο μας φόρτωσαν.
ΤΕ. Είναι δουλειά αυτή της φοβερής κόρης του Δία,
της Παλλάδας· εκείνη έσπειρε το πάθος του κακού,
για χάρη του Οδυσσέα.
ΧΟ. Που τώρα σίγουρα, μαύρη ψυχή, εκείνος ο πολύτλας
θριαμβεύει —φρίκη— τα πάθη της παραφοράς
περιγελώντας με γέλιο ακράτητο, όταν
960θα τον ακούν κι οι δυο βασιλικοί γιοι του Ατρέα.
ΤΕ. Άσε, ας γελούν, ας επιχαίρουν με τις συμφορές μας.
Μπορεί, όσο ζούσε, να μην τον αγαπούσαν,
μα θα τον κλάψουν όψιμα νεκρό, όταν τους λείψει
στο πεδίο της μάχης.
Γιατί οι μικρόνοοι, όσο κρατούν στο χέρι το καλό,
δεν ξέρουν πώς να το τιμήσουν, παρά μονάχα
αφού το χάσουν.
Πικρός για μένα ο χαμός, λιγότερο γλυκός για κείνους,
όμως γι αυτόν τον ίδιο ευφρόσυνος· ό,τι λαχτάρησε
το απόχτησε, τον θάνατο που θέλησε.
Με τί και πώς μπορούν, λοιπόν, αυτοί να τον περιγελούν;
970Ο θάνατός του ανήκει στους θεούς, όχι σ᾽ εκείνους.
Ας καμαρώνει ο Οδυσσέας στο κενό·
γι᾽ αυτούς ο Αίας δεν υπάρχει πια, σ᾽ εμένα όμως
άφησε πεθαίνοντας πόνο πικρό, σπαραχτικό.
|