ΧΟΡ. Άγριος θυμός στου βροντόφωνου μέσα τα σπλάχνα θα βράζει,
όταν θα δει τον αντίτεχνο, γλώσσα σπαθί, ν᾽ ακονάει
δόντι σκληρό· φοβερή θα ᾽χει οργή, και τα μάτια
θα στριφογυρίζουνε.
Λόγοι όπου σειούνται αλογόφουντες, όπως σε κράνη που αστράφτουν,
θα συγκρουστούν με περίτεχνα λόγια ποιητή κομψοτέχνη,
820που θ᾽ αντικρούει αυτοδύναμου πλάστη τους στίχους,
σα θα ορμούν καλπάζοντας.
Πλούσια σα χαίτη μαλλιά θα ορθωθούν σ᾽ εκεινού το κεφάλι,
κι άγρια τα φρύδια σουφρώνοντας, με βρουχητά θα πετάξει
τιτανικά, ξεκολλώντας τα ως να ᾽ναι μαδέρια,
λόγια στεριοκάρφωτα.
Η τροχισμένη και λέξεων παιδεύτρα του αντίπαλου γλώσσα,
ξεδιπλωμένη πια τότε και σειώντας τα γκέμια του φθόνου,
φράσες, που είν᾽ έργο βαρύ πλεμονιών, θα λιανίσει,
και θα γίνουν ψίχουλα.
|