ΠΙΣ., επίσημα.
Στους φτερωτούς θεούς δέηση, θυσία!
Έρχεται τραγουδώντας ένας ποιητής, ακούρευτος και κουρελιάρης.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Τη Νεφελοκοκκυγία,
την ευτυχισμένη,
Μούσα, τραγούδησ᾽ εσύ με τους ύμνους σου.
ΠΙΣ. Πούθε είν᾽ αυτό το πλάσμα; Ε συ, ποιός είσαι;
ΠΟΙ. Ποιός; Εγώ;
Είμαι ποιητής τραγουδιών σαν το μέλι γλυκών
και των Μουσών δουλευτής είμαι ακούραστος,
910όπως είπε κι ο Όμηρος.
ΠΙΣ. Δούλος; Και πώς δεν κόβεις τα μαλλιά σου;
ΠΟΙ. Όχι, μα όποιος γράφει στίχους σαν εμένα,
είναι των Μουσών
δουλευτής ακούραστος,
όπως είπε κι ο Όμηρος.
ΠΙΣ., παρατηρώντας το παλιό και τριμμένο ρούχο του ποιητή.
Και το ρούχο σου, βλέπω, ακούραστο είναι.
Αλλά ποιά οργή, ποιητή μου, εδώ σε φέρνει;
ΠΟΙ. Για τις Νεφελοκοκκυγίες σας έχω
πολλά κι ωραία τραγούδια εγώ συνθέσει,
διθύραμβους, παρθένεια, σιμωνίδεια.
920ΠΙΣ. Εσύ όλ᾽ αυτά; Μα πότε κι από πότε;
ΠΟΙ. Είναι καιρός που υμνώ την πόλη τούτη.
ΠΙΣ. Μα μόλις τώρα εγώ θυσία προσφέρνω
για τα δεκάημερά της· μόλις τώρα
της έδωσα όνομα όπως στα μωράκια.
ΠΟΙ. Είναι γοργή των Μουσών η φωνή
σαν αστραπόβολο τρέξιμο αλόγων.
Έλα, ω πατέρα, ιερών σεβαστών συνονόματε,
θεμελιωτή εσύ της Αίτνας,
απ᾽ τ᾽ αγαθά σου ένα κάτι
μ᾽ ένα σου γνέψιμο δώσε κι εμένα,
930ό,τι η καρδιά σου σού πει να μου δώσεις.
ΠΙΣ. Πολλή ζαλούρα τούτος θα μας φέρει,
αν κάτι δεν του δώσω να γλιτώσω.
Σε έναν από τους δούλους.
Εσύ φοράς και κάπα και χιτώνα·
βγάλ᾽ τη και δώσ᾽ τη στο σοφό ποιητή μας.
Στον ποιητή.
Πάρε την κάπα· σα να τρέμεις κιόλας.
ΠΟΙ. Πρόθυμα δέχεται τούτο το χάρισμα η Μούσα·
όμως εσύ
βάλε στο νου σου τους στίχους αυτούς τους πινδάρειους...
940ΠΙΣ. Δε θα γλιτώσω, φαίνεται, από τούτον.
ΠΟΙ. Έρημος μέσα στη χώρα γυρνά των νομάδων Σκυθών
όποιος δεν έχει ένα ντύμα υφασμένο σε χτύπο αργαλειού.
Άδοξη η κάπα χωρίς το χιτώνα.
Νιώσε τί λέω.
ΠΙΣ. Νιώθω· να πάρεις θέλεις το χιτώνα.
Στο δούλο.
Γδύσου· ο ποιητής χαρούμενος να φύγει.
Στον ποιητή.
Νά, πάρε αυτόν και πήγαινε. ΠΟΙ. Πηγαίνω,
κι έτσι την πόλη εγώ θα τραγουδάω:
950Ψάλε, χρυσόθρονη Μούσα, την πόλη που κρυώνει και τρέμει·
σε χιονοσκέπαστους κάμπους ολάνοιχτους πήγα. Αλαλά.
|