920ΑΔΙ. Βουτημένος στη σκόνη εσύ ζεις.
ΔΙΚ. Μια χαρά τώρα εσύ την περνάς· κι όμως άλλη φορά
«είμαι ο Τήλεφος» έλεγες, μες στα στενά
σα ζητιάνος γυρνούσες, κι από ένα μικρό
σακουλάκι μασούσες φτωχά γνωμικά
του Πανδέλετου. ΑΔΙ. Ω, ω,
τί σοφία… ΔΙΚ. Ω, τί τρέλα… ΑΔΙ. που εσύ
μου θυμίζεις! ΔΙΚ. και μόνο η δικιά σου; Μαζί
και της πόλης, που, αλί μας, σου δίνει και τρως,
ενώ κάνεις κακό στα παιδιά.
ΑΔΙ. Του νεαρού δε θα γίνεις ο δάσκαλος, όχι, ποτέ,
τέτοιος Κρόνος εσύ.
ΔΙΚ. Πώς! Θα γίνω, αν δεν πρόκειται αυτός να χαθεί
930και να γίνει μονάχα γλωσσάς.
ΑΔΙ., στο Φειδιππίδη.
Άσ᾽ τον τούτον στην τρέλα του κι έλα σ᾽ εμέ.
ΔΙΚ., εμποδίζοντάς τον να πλησιάσει το νεαρό.
Όχι απάνω του χέρι, ειδεμή θα τις φας.
Η Κορυφαία του Χορού μπαίνει ανάμεσα στους δυο που μαλώνουν και απευθύνεται πρώτα στο Δίκαιο κι έπειτα στον Άδικο Λόγο.
ΚΟΡ. Τα μαλώματ᾽ ας λείψουνε πια κι οι βρισιές.
Τους παλιούς πώς τους μόρφωνες πες μας εσύ,
την καινούρια εσύ πάλι αγωγή,
ώστε ακούοντας ο νέος τον αντίλογο αυτόν
να μπορέσει να κρίνει σε ποιόν
απ᾽ τους δυο σας θα πάει μαθητής.
ΔΙΚ. Είμαι πρόθυμος. ΑΔΙ. Το ίδιο κι εγώ.
940ΔΙΚ. Πρώτος ποιός θα μιλήσει; ΑΔΙ. Θα δώσω σ᾽ αυτόν την πρωτιά·
κι αφού πει όσα θα πει,
καταπάνω του τότε, σαϊτιές,
θα πετάξω καινούριες φρασούλες και σκέψεις εγώ.
Και στερνά, γρι να πει,
ίδιες σφήκες τα λόγια μου εμέ στις κεντιές
θα τον στρώσουνε, μούτρο και μάτια, ώσπου πια
να τον κάμουνε λιώμα.
|