Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (7.58-7.76)


ἀπεόντος δ᾽ οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου· [στρ. δ]
καί ῥά νιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον,
60ἁγνὸν θεόν.
μνασθέντι δὲ Ζεὺς ἄμπαλον μέλ-
λεν θέμεν. ἀλλά νιν οὐκ εἴασεν· ἐπεὶ πολιᾶς
εἶπέ τιν᾽ αὐτὸς ὁρᾶν ἔν-
δον θαλάσσας αὐξομέναν πεδόθεν
πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις.

ἐκέλευσεν δ᾽ αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν [ἀντ. δ]
65χεῖρας ἀντεῖναι, θεῶν δ᾽ ὅρκον μέγαν
μὴ παρφάμεν,
ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι,
φαεννὸν ἐς αἰθέρα μιν πεμφθεῖσαν ἑᾷ κεφαλᾷ
ἐξοπίσω γέρας ἔσσε-
σθαι. τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαί
ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι· βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς

70νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξει- [ἐπῳδ. δ]
ᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ,
πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων·
ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν
ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ᾽ ἐπὶ προτέρων
ἀνδρῶν παραδεξαμένους
παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον
πρεσβύτατόν τε Ἰάλυ-
σον ἔτεκεν Λίνδον τ᾽· ἀπάτερθε δ᾽ ἔχον
75διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωΐαν
ἀστέων μοίρας, κέκληνται δέ σφιν ἕδραι.


Αλλά του Ηλίου που έλειπε λαχνό δεν όρισε κανείς, [στρ. δ]
κι έτσι άκληρο από μερίδιο γης αφήσαν
60τον αγνό θεό.
Το θύμισε στον Δία που θέλησε
τη μοιρασιά να ξαναρχίσει. Όμως εκείνος τον εμπόδισε, γιατί
έβλεπε, όπως είπε, απ᾽ τον βυθό της
γκρίζας θάλασσας μια γη να ξεπροβάλλει
πολύβοσκη για τους ανθρώπους και φιλική για τα κοπάδια.

Πρόσταξ᾽ ευθύς τη Λάχεση τη χρυσομαντηλούσα [αντ. δ]
65τα χέρια της να υψώσει και τον μέγα όρκο των θεών
να μην τον παραβεί
και με τον γιο του Κρόνου να κατανεύσει
πως, άμα αυτή η γη στον φωτεινό προβάλλει αιθέρα,
για πάντα πια δικό του γέρας
θα ᾽ναι. Και η ουσία των λόγων του
βγήκε αληθινή. Να, το νησί ξεπρόβαλε

70μέσ᾽ απ᾽ το υγρό το κύμα, [επωδ. δ]
και το ᾽χει πια ο πατέρας που γεννά τις αιχμηρές ακτίνες,
των πυρίπνοων ο αφέντης αλόγων.
Εκεί μια μέρα έσμιξε με τη Ρόδο και μαζί της γέννησε
εφτά γιους, που κληρονόμησαν τους πιο σοφούς
στοχασμούς μες στους ανθρώπους του παλιού καιρού.
Κι απ᾽ αυτούς ένας είχε γιο του τον Κάμειρο,
τον Ιάλυσο τον πρωτότοκο
και τον Λίνδο. Στα τρία μοιράστηκαν
75την πατρική τη χώρα κι έχει ο καθείς ξεχωριστά το μερτικό
της γης του και οι πόλεις πήραν από κείνους τ᾽ όνομά τους.


Και, καθώς έλειπε ο Ήλιος, κανείς δε θυμήθηκε [στρ. δ]
να του βάλουνε κλήρο και κείνου,
μα έτσι ακλήρωτο αφήσανε,
60δίχως χώρα καμιά, τον αγνό το θεό.
Και σαν τους το θύμισε, ο Δίας ετοιμάζονταν
να κάμει απ᾽ αρχής μερασιά,
μα εκείνος δεν άφησε· γιατ᾽ είπε πως βλέπει
ν᾽ αναδίνεται μες απ᾽ τα βάθια
της ολάφριστης θάλασσας μια χώρα,
που κι ανθρώπους θα θρέφει πολλούς
και πλήθια θα χαίρεται κοπάδια.

Και προσκάλεσ᾽ ευτύς τη χρυσόπεπλη Λάχεση [αντ. δ]
65να σηκώσει το χέρι κι ανεπίβουλα
των θεών το μεγάλο τον όρκο να πει
και να ομόσει μαζί με του Κρόνου το γιο
πως, αφού στο λαμπρόφωτο αιθέρα φανεί,
κλήρα θα ᾽ταν για πάντα δική του.
Έτσι και πήρανε τέλος
απ᾽ της αλήθειας πεσμένες στο στόμα
της συμφωνίας οι κορφές:
Βλάστησε μες απ᾽ την άρμη της θάλασσας

70το νησί, και δικό του είναι τώρα του θεού [επωδ. δ]
που γεννά τις οξιές τις αχτίνες,
του βασιλιά των φλογόπνοων αλόγων.
Εκεί σμίγοντας έναν καιρό με τη Ρόδω
εφτά γέννησε γιους, που από κείνον δέχτηκανε
την πιο μεγάλη μεσ᾽ όλους τούς τότε σοφία.
Κι απ᾽ αυτούς ένας τον Κάμιρο γέννησε, πρώτο,
και τ᾽ αδέρφια του Λίνδο κι Ιάλυσο·
75που αφού σε τρία τη μέρασαν
την πατρική τους τη γη,
χωριστά είχε την πόλη που του έλαχε
ο καθένας τους έδρα
κι έχοουν πάρει απ᾽ αυτούς τ᾽ όνομά των.