ΘΗΣ. Αλίμονο! Το πού μπορεί να φτάσει
τ᾽ ανθρώπου η πονηριά. Και σε ποιό τέρμα
το θράσος του τραβάει κι η αδιαντροπιά του!
Αν έτσι πάμε και παραφουσκώσει
η κάκητ᾽ απ᾽ τη μια γενιά στην άλλη
και ξεπερνάει ο δεύτερος τον πρώτο
940στην πανουργία, ε τότες οι θεοί
κι άλλη μια γη σε τούτη να προστέσουν,
να χωράει τους κακούς και διαστρεμμένους!
(εδώ γυρίζει προς τον Ιππόλυτο και τον δείχνει με το δάχτυλο)
Κοιτάχτε τον εκεί! Γέννημα θρέμμα
δικό μου, τη δικιά μου κλίνη ντρόπιασε
κι εμαρτυρήθη απ᾽ τη νεκρή την ίδια!
(ο Ιππόλυτος γυρίζει τις πλάτες)
Γύρνα λοιπόν ο καταμολεμένος
και δείξε στον πατέρα σου τα μούτρα!
Εσύ ᾽σουνα λοιπόν άντρας ανώτερος,
που ᾽κανες συντροφιά με τους θεούς;
Ο φρόνιμος και πάναγνος εσύ;
950Δεν τις πιστεύω εγώ τις παινεσιές σου!
Οι αθάνατοι δεν είναι άμαθοι τόσο!
Κόμπαζε τώρα και περίπαιζέ μας,
πως τάχα τρως αναίματη θροφή
και με μπροστάρη τον Ορφέα βακχεύεις,
πιστεύοντας τα φούμαρα, όσα γράφουν
παλιοφυλλάδες. Γιατί τώρα πιάστηκες!
«Μακριά», φωνάζω, «από τους τέτοιους». Πάνε
κυνήγι μ᾽ άγια πρόφαση, μα κρύβουν
αισχρές βουλές μες στην ψυχή τους. (δείχνει τη νεκρή) Κοίτα:
Πεθαμένη! Θαρρείς πως θα γλιτώσεις;
Το πτώμα τούτο σ᾽ άδραξε, πανάθλιε!
960Ποιά λόγια κι όρκοι, ανώτερ᾽ απ᾽ το πτώμα,
θα μπορούσαν το φταίχτη ν᾽ αθωώσουν;
Και τί θα πεις, το ξέρω: σε μισούσε,
γιατί ᾽σουν νόθο τέκνο μου κι οι νόθοι
από γεννησιμιό τους πάντα μάχονται
τα γνήσια τέκνα. Για μια τέτοιαν έχτρα
τόσο φτηνά θα πούλαε τη ζωή της,
που ᾽ναι το πιο πολύτιμο αγαθό;
Ή θα μου πεις ακόμα πως η τρέλα
η ερωτική τούς άντρες δεν τους πιάνει,
παρά την έχουν από φυσικού οι γυναίκες;
Ξέρω νιους που δεν είναι ασφαλισμένοι
πιότεροι απ᾽ τις γυναίκες, άμα η Κύπρη
τους ταράξει τα εφηβικά μυαλά τους.
970Μα σαν άντρες γλιτώνουμε το φταίξιμο.
Τώρα λοιπόν, γιατί ν᾽ αντιδικιέμαι
μαζί σου με τα λόγια, αφού η νεκρή
κείται μπροστά μας μάρτυρας ατράνταχτος;
Τσακίσου από τη χώρα το ταχύτερο
κι ούτε να πας στη θεόχτιστην Αθήνα
κι ούτε τα σύνορά μας να πατήσεις,
οπού τα διαφεντεύει το κοντάρι μου!
Αν δε σε τιμωρήσω για ό,τι μου ᾽κανες,
ο Σίνις ο κακούργος στον Ισθμό
ποτές δε θα μολόγαε πως τον σκότωσα,
μα καυκιέμαι του βρόντου. Μήτε οι βράχοι
του Σκίρωνα κατάντικρα στη θάλασσα
θα μαρτυρούσαν πόσο είναι το χέρι μου
980βαρύ για τους κακοποιούς. ΚΟΡ. Δεν τολμώ
να πω κανέναν άνθρωπο καλότυχο,
μια κι όσ᾽ είναι ψηλά χάμου γκρεμίζονται.
|