ΛΥΤΤΑ
Εγώ από σόι γεννήθηκα πατρός και μάνας,
απ᾽ της Νυχτός και τ᾽ Ουρανού το ευγενικό αίμα·
κι είναι τιμή μου να μη μ᾽ αγαπούν οι φίλοι
κι όντας με τους ανθρώπους δεν ευχαριστιέμαι.
Και θέλω εσένα και την Ήρα να ορμηνέψω,
πριν να ιδώ να σφάλετε, κι αν θέτε, πεισθείτε.
Ο άντρας αυτός δεν είναι ασήμαντος στη γη ούτε
850μέσα στους θεούς, που εις το παλάτι του με στέλνεις·
μα την απάτητη τη γη και τα πελάγη
τ᾽ άγρια μερώνοντας, των θεών σήκωσε μόνος
τις τιμές που έπεφταν από ασεβείς ανθρώπους.
ΙΡΙ. Το τί θα κάν᾽ η Ήρα κι εγώ, συ μη μας τ᾽ ορμηνεύεις!
ΛΥΤ. Σε φέρνω στον καλύτερον, αντίς στον κακό, δρόμο.
ΙΡΙ. Του Δία δεν σ᾽ έστειλε η γυναίκα εδώ για φρονιμάδα.
ΛΥΤ. Ας μου είναι ο Ήλιος μάρτυρας πως κάμν᾽ ό,τι δεν θέλω,
κι αν να δουλεύω σας ανάγκ᾽ είναι και ν᾽ ακλουθάω
860γοργά καθώς τον κυνηγόν οι σκύλοι του, θα τρέξω·
ούτε το λάβρο πέλαο, που εις την τρικυμιά στενάζει,
κι ούτε σεισμός της γης κι ορμή του κεραυνού, που πνέει
πόνους, δεν τρέχουν όσο εγώ μες στου Ηρακλή το στήθος·
θεν᾽ αλωνίσω και θενα γκρεμίσω το παλάτι
σκοτώνοντας τα τέκνα του πρώτα· και δεν θα νιώσει
τη γέννα του πως θανατώνει, πριν τη λύσσ᾽ αφήσει.
Και νά! τινάζει το κεφάλι πα στις κλειδωσές του
και γουρλωμένα, σιωπηλός, τα μάτια γοργοστρέφει
και σαν ταύρος στο πάλαιμα πληθαίνει την ανάσα
870και προσκαλεί μουγκρίζοντας τις Μοίρες του θανάτου.
Τώρα θα σε χορέψω εγώ πλιότερο με τον φόβο.
Φέρε, Ίριδα, στον Όλυμπο το ευγενικό σου πόδι·
κι εγώ άφαντη θα βυθιστώ μες στου Ηρακλή το δώμα.
|