ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡΟΣ
Πατρίδα μου Ίλιο, ήσουν η άπαρτη πόλη, [στρ. 1]
όμως άπαρτη πια δεν θα σε πούνε.
Σύννεφο σε σκεπάζουν ολόγυρα
οι Έλληνες,
που με το κοντάρι σε ρίξανε,
με το κοντάρι.
910Τα πυργωτά γκρεμίστηκαν στεφάνια
του κάστρου σου
κι η μαυρίλα της κάπνας τη θωριά σου ασχημίζει.
Δυστυχισμένη εγώ, δεν θα ξαναπατήσω
τα χώματά σου.
Μεσάνυχτα ήτανε που ο χαλασμός με βρήκε [αντ. 1]
όταν, απόδειπνα, το γλυκοΰπνι πέφτει
στα μάτια,
κι ο άντρας μου, σταματώντας τα τραγούδια
και τους χορούς της θυσίας, κοιμόταν
στην κάμαρα,
920με το κοντάρι κρεμασμένο στο καρφί,
αφού δεν φαινότανε πια
ναυτικό στράτευμα
απλωμένο στη γη της Τρωάδας.
Κι εγώ, με τις κορδέλες δένοντας ψηλά [στρ. 2]
τα μαλλιά μου, φτιαχνόμουνα,
και καμαρωνόμουν στην άσωστη
του χρυσού καθρέφτη μου
τη φεγγοβολή,
έτοιμη να γείρω στο κρεβάτι.
Μια βοή τότε χύθηκε στην πόλη
της Τροίας, κι έλεγε
προσταχτική η κραυγή:
«Ω παιδιά των Ελλήνων,
930πότε λοιπόν, πότε το κάστρο θα πατήσετε
του Ιλίου
και στα σπίτια σας πια θα γυρίσετε;»
Κι εγώ, με το πουκάμισο μονάχα, [αντ. 2]
σαν Σπαρτιάτισσα κόρη,
αφήνω το γλυκό κρεβάτι και προσπέφτω,
η δόλια, στης σεβάσμιας Άρτεμης το άγαλμα,
του κάκου γυρεύοντας απ᾽ τη θεά
να με συντρέξει.
Κι αφού τον άντρα μου αντίκρισα νεκρό,
με τραβούνε στο πέλαγος,
από μακριά να κοιτάζω τη χώρα μου
940όταν για τον γυρισμό τα καράβια κινήσανε
χωρίζοντάς με από την τρωαδίτικη γη.
Άλλους πόνους, η άμοιρη, δεν τους αντέχω.
Την κατάρα μου δίνω στην Ελένη, [επωδ.]
των Διοσκούρων αδερφή,
και στον βοσκό της Ίδης,
τον Πάρι τον άθλιο,
αφού από την πατρίδα μ᾽ εξόρισε
κι από το σπιτικό μου μ᾽ απόδιωξε
ο γάμος τους
— όχι γάμος, καλύτερα πες: συμφορά
που ένας δαίμονας του ολέθρου σοφίστηκε·
950ούτε το κύμα πίσω να τη φέρει
ούτε στο πατρικό της σπίτι ν᾽ αξιωθεί
να πατήσει το πόδι.
|