[363a] έχουν νέους στην κηδεμονία των, πως πρέπει να είναι κανείς δίκαιος, όχι γιατί θέλουν μ᾽ αυτό να επαινέσουν τη δικαιοσύνη, αλλά για τα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει, ώστε, όταν κατορθώσει κανείς να περνά για δίκαιος, ν᾽ αποκτά μ᾽ αυτή την υπόληψη αξιώματα και γάμους και όλα όσα μας αράδιασε τώρα ο Γλαύκων πως κερδίζει ο άδικος. Προχωρούν όμως και πάρα πέρα αυτοί και προσθέτουν τα άφθονα αγαθά, που λέγουν πως θα σκορπούν οι θεοί στους δικαίους, μια που έχουν εξασφαλισμένη την ευμένειά των, όπως τα λέγουν κι ο καλός μας ο Ησίοδος κι ο Όμηρος, ο πρώτος, πως οι θεοί έκαμαν τις βαλανιδιές [363b] για τους δικαίους και πως γι᾽ αυτούς έχει η κορφή τους τον καρπό κι έχει ο κορμός μελίσσια και μέσα στο παχύ μαλλί πνίγουνται οι προβατίνες, κι άλλα πολλά παρόμοια αγαθά· τα ίδια κι ο δεύτερος, που λέει για κάποιον πως σαν τον καλό το βασιλιά, που σα θεός μοιράζει τη δικαιοσύνη στους λαούς, η παχιά γη τού φέρνει [363c] σιτάρι και γεννήματα, πλήθιους καρπούς τα δέντρα, πάντα φτουρούν οι στάνες του, ψάρια οι γιαλοί του βγάζουν. Ο Μουσαίος πάλι κι ο γιος του ακόμη γενναιότερα αγαθά τάζουν στους δικαίους από μέρους των θεών· γιατί, αφού μετά το θάνατό τους τούς οδηγήσουν στον Άδη, τους στρώνουν ξαπλωμένους στο συμπόσιο των ευσεβών, που έχουν ετοιμάσει, κι εκεί πια περνούν όλη τη ζωή τους [363d] πίνοντας και διασκεδάζοντας στεφανωμένοι, σαν να ήταν η καλύτερη αμοιβή για την αρετή τους το αιώνιο το μεθύσι. Άλλοι πάλι δεν περιορίζουν ως εκεί μόνο τις αμοιβές από μέρους των θεών, γιατί λέγουν πως παιδιά των παιδιών τους και γενεές γενεών αφήνουν πίσω τους οι ευσεβείς και οι εύορκοι. M᾽ αυτά και μ᾽ άλλα τέτοια εγκωμιάζουν τη δικαιοσύνη· τους ασεβείς πάλι και τους αδίκους τους χώνουν στον Άδη μέσα σε μια λάσπη και τους αναγκάζουν να κουβαλούν νερό με το κόσκινο· μα κι όσο είναι ακόμα στη ζωή, [363e] τους φορτώνουν μ᾽ όλους τους εξευτελισμούς και τις καταφρόνιες και τους υποβάλλουν σ᾽ όλα τα βασανιστήρια που αράδιασε ο Γλαύκων πως τραβούν εκείνοι που, ενώ είναι δίκαιοι, θεωρούνται άδικοι· αυτά λέγουν για τους αδίκους και τίποτα παραπάνω. Αυτός είναι ο έπαινος και η κατηγορία και των δυο των. Εκτός όμως από αυτά άκουσε τώρα, Σωκράτη, κι ένα άλλο είδος λόγους που έχουν πάντα στο στόμα τους και οι κοινοί άνθρωποι [364a] και οι ποιηταί. Όλοι δηλαδή μ᾽ ένα στόμα κηρύττουν πως είναι βέβαια ωραίο πράγμα η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, δύσκολο όμως και κοπιαστικό· ενώ η ακολασία και η αδικία είναι μεν ευχάριστα και δε στοιχίζουν τίποτα να τ᾽ αποκτήσει κανείς, θεωρούνται όμως αισχρά κατά την ιδέα του κόσμου και από το νόμο· ότι όμως τα άδικα είναι πιο ωφέλιμα από τα δίκαια, κανείς λέγουν δεν μπορεί να τ᾽ αρνηθεί· κι οι περισσότεροι δε δυσκολεύονται να μακαρίζουν και να τιμούν παντού και πάντα τους παλιανθρώπους εκείνους που έχουν τα πλούτη και τη δύναμη, ενώ απεναντίας ελεεινολογούν και περιφρονούν όπου είναι κανείς φτωχός [364b] κι αδύνατος, όσο κι αν παραδέχουνται πως είναι καλύτεροι από τους αδίκους. Αλλ᾽ απ᾽ όλους αυτούς τους λόγους οι πιο παράξενοι είναι εκείνοι που ακούει κανείς σχετικά με τους θεούς και την αρετή, ότι τάχα κι οι ίδιοι οι θεοί στέλνουν πολλές φορές σε καλούς και εναρέτους ανθρώπους όλα τα κακά και τις δυστυχίες της ζωής, ενώ για τους κακούς προορίζουν ολωσδιόλου την ενάντια μοίρα. Απ᾽ τ᾽ άλλο πάλι μέρος αγύρτες και μάντεις μπαινοβγαίνουν από τα σπίτια των πλουσίων και τους πείθουν πως έχουν από θεία παραχώρηση τη δύναμη, αν [364c] έπεσαν σε κανένα αμάρτημα, ή οι ίδιοι ή κανείς από τους προγόνους των, να το εξιλεώνουν με χαρές και πανηγύρια, κι αν θέλουν να βλάψουν κανένα τους εχθρό, δίκαια ή άδικα αδιάφορο, με μικρό έξοδο μπορούν να το επιτύχουν, γιατί αυτοί με κάτι μαγικά ξόρκια και μ᾽ άλλες μαγγανείες τα καταφέρνουν να τους εξυπηρετούν οι θεοί. Και για όλ᾽ αυτά που λένε μάρτυρες φέρνουν πάλι τους ποιητές, άλλοι για ν᾽ αποδείξουν τί εύκολο πράγμα που είναι η κακία, γιατί μπορείς με το σακί να πάρεις την κακία [364d] εύκολα· ίσια η στράτα της, δεν κάθεται κι αλάργου, μα μπρος στην αρετή οι θεοί έχουν ιδρώτα βάλει κι ένα δρόμο μακρύ κι ανηφορικό· άλλοι πάλι φέρνουν μάρτυρα τον Όμηρο, πως μπορούν οι άνθρωποι να στρέφουν με το θέλημά των τους θεούς, γιατί είπε και κείνος ότι και των θεών γυρνάει η γνώμη κι αυτούς μπορούν με προσευχές και ευπρόσδεκτες θυσίες [364e] με κνίσα και με τις σπονδές οι ανθρώποι να λυγίσουν παρακαλώντας, αν κανείς καμιά αμαρτία κάμει. Κι ένα σωρό ακόμη βιβλία παρουσιάζουν του Μουσαίου και του Ορφέως, που κατάγονται, λέγουν, από τη Σελήνη και τις Μούσες, και που περιέχουν τις ιεροτελεστίες αυτών των θυσιών, και πείθουν, όχι μόνο τους ιδιώτες αλλά και ολόκληρες πόλεις ακόμη, πως με τις θυσίες των και [365a] με κάτι τέτοια ξεφαντώματα μπορούν να επιτύχουν και για ζωντανούς και για πεθαμένους τον εξαγνισμό και την άφεση των αμαρτιών τους· και ονομάζουν τελετές όλ᾽ αυτά τα μέσα, που μας λυτρώνουν από τα βασανιστήρια του κάτω κόσμου, που δε θα τα ξεφύγουν όσοι τις παραμελούν. Όλα λοιπόν αυτά, αγαπητέ μου Σωκράτη, που λέγουν για την αρετή και την κακία και για την εκτίμηση που τους έχουν θεοί και άνθρωποι, ποιάν επίδραση νομίζεις πως θα έχουν επάνω στις ψυχές των νέων, όσοι εκ φύσεως είναι προικισμένοι με την ικανότητα να ημπορούν να βγάζουν συμπεράσματα απ᾽ όσα ακούουν σχετικά με το ζήτημα: τί λογής [365b] θα έπρεπε να είναι ο άνθρωπος και ποιό δρόμο ν᾽ ακολουθήσει για να περάσει ευτυχισμένη τη ζωή του; Δεν είναι φυσικό να βάλει στον εαυτό του το ερώτημα εκείνο που λέγει και ο Πίνδαρος Ποιό δρόμο ν᾽ ακλουθήσω για ν᾽ ανεβώ στον πύργο εκεί ψηλά; της δικαιοσύνης τον ίσιο, ή τη λοξή γυροβολιά; κι αφού ανεβώ και ταμπουρωθώ μέσα, έτσι να περνώ τη ζωή μου; Γιατί απ᾽ όσα ακούω να λένε, τίποτα δε θα μ᾽ ωφελήσει να είμαι δίκαιος, αν δεν περνώ για τέτοιος και μόνο ζημίες και βάσανα φανερά θα έχω. [365c] Επειδή λοιπόν αρκεί να περνά μόνο κανείς για δίκαιος, καθώς μου το βεβαιώνουν οι σοφοί, κι αυτό είναι πιο δυνατό από την αλήθεια κι εξασφαλίζει στον άνθρωπο την ευδαιμονία, σ᾽ αυτό λοιπόν θα στραφώ κι εγώ ολάκερος· θα περιβληθώ λοιπόν ολόγυρά μου μ᾽ όλα τα προσχήματα και τη σκιαγραφία της αρετής και θα σέρνω ξοπίσω μου την πονηρή εκείνη και τετραπέρατη αλεπού, που λέει κι ο σοφότατος Αρχίλοχος. Μα θα μου πει ίσως κανείς πως δεν είν᾽ εύκολο να είσαι πάντα κακός χωρίς να σε πάρουν στο τέλος είδηση. Ναι, μα κι όλα τα μεγάλα πράγματα έχουν τις δυσκολίες των, [365d] θα του απαντήσομε· κι ό,τι κι αν είναι, αν θέλομε να ευτυχήσομε, αυτό το δρόμο ανάγκη να πάρομε, που τα ίχνη του μας τα χαράζουν οι λόγοι που ακούομε. Άλλωστε, για να μείνομε ασύλληπτοι, θα συγκεντρώσομε γύρω μας συντρόφους και συνενόχους, και υπάρχουν εξάλλου και διδάσκαλοι της ρητορικής να μας μεταδώσουν τη δημηγορική και τη δικανική σοφία, έτσι που, άλλοτε με την απάτη και άλλοτε με τη βία, θα κατορθώνομε να μένομε ατιμώρητοι για τ᾽ αδικήματά μας. «Ναι, μα τους θεούς, όμως, δεν μπορούμε ούτε να τους ξεγελάσομε ούτε να τους εκβιάσομε». Αλλ᾽ αν δεν υπάρχουν θεοί, ή αν δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τους ανθρώπους, τί μας μέλει κι εμάς [365e] αν μας νιώσουν ή δε μας νιώσουν. Αν πάλι υπάρχουν και ενδιαφέρουνται, δε γνωρίζομε ούτε απ᾽ αλλού έχομε ακούσει για την ύπαρξή τους παρά από τους λόγους των ποιητών που μας έκαμαν και τη γενεαλογία των· μα αυτοί οι ίδιοι οι ποιηταί μας διδάσκουν πως είναι τέτοιοι οι θεοί, που να μπορούμε να τους εξιλεώνομε κι εξευμενίζομε την οργή τους με θυσίες ευπρόσδεκτες και ταξίματα και προσευχές. Ή λοιπόν πρέπει να τους πιστέψομε και σε κείνα και σ᾽ αυτά που λένε, ή ούτε στο ένα ούτε στο άλλο· κι αν επομένως τους πιστεύσομε, ας πάει να ᾽μαστε άδικοι, φτάνει να τους προσφέρομε θυσίες [366a] από τους καρπούς της αδικίας μας. Είναι η αλήθεια πως, αν είμαστε δίκαιοι, δεν έχομε να φοβούμαστε τίποτε από μέρους των θεών, θ᾽ απαρνηθούμε όμως συγχρόνως κι όλα τα κέρδη που προέρχονται από την αδικία· ενώ, αν είμαστε άδικοι, πρώτα δε θα χάσομε αυτά τα κέρδη, έπειτα εξαγοράζοντας τις αδικίες και τα κρίματά μας με προσευχές και θυσίες θα τα καταφέρνομε να την περάσομε ατιμώρητοι. «Ναι, αλλά θα πληρώσομε στον Άδη ή εμείς οι ίδιοι, ή τα παιδιά των παιδιών μας, για όσες αμαρτίες εκάμαμε σ᾽ αυτή τη ζωή». Υπάρχουν όμως πάλι οι τελετές του εξαγνισμού και οι αλεξίκακοι θεοί που έχουν μεγάλη δύναμη, όπως το παραδέχονται [366b] οι μεγαλύτερες πόλεις και όπως το διακηρύττουν οι ποιηταί, που είναι τέκνα συγχρόνως και προφήτες των θεών. Με ποιά λοιπόν λογική θα μπορούσαμε ακόμα να προτιμούμε τη δικαιοσύνη από τη μεγαλύτερη αδικία; που αν αυτή την περιτυλίξομε έμορφα έμορφα με το κίβδηλο σχήμα της αρετής, όλα θα μας έρχουνται ίσια κι απ᾽ τους θεούς κι απ᾽ τους ανθρώπους και σ᾽ αυτή και την άλλη τη ζωή, όπως όλοι το λέγουν και το πλήθος και οι κορυφαίοι; Απ᾽ όλα λοιπόν [366c] όσα είπαμε, ποιός τρόπος υπάρχει, Σωκράτη, να προτιμά τη δικαιοσύνη ένας άνθρωπος με ανώτερα ψυχικά και σωματικά προτερήματα, με καταγωγή, με περιουσία και να μη γελά απεναντίας, όταν ακούει να την εγκωμιάζουν; Αφού μάλιστα, κι αν ημπορεί ακόμα κανείς ν᾽ αποδείξει πως όλ᾽ αυτά που είπαμε είναι ψέματα κι έχει απόλυτη βεβαιότητα πως η δικαιοσύνη είναι το καλύτερο πράγμα, πάλι δεν μπορεί παρά να είναι κάπως συγκαταβατικός και να μην αγανακτεί υπερβολικά με τους αδίκους, επειδή ξέρει ότι, εκτός ίσως από κείνους που ή προικισμένοι με θεία φύση αποτροπιάζουνται την αδικία, ή εφοδιασμένοι με την επιστήμη [366d] απέχουν από αυτήν, κανείς από τους άλλους δεν είναι δίκαιος από θέλησή του, αλλά είτε από ανανδρία, είτε από γερατειά, ή από άλλη καμιά αδυναμία κατηγορεί την αδικία, γιατί δεν μπορεί ο ίδιος ν᾽ αδικήσει. Και απόδειξη, ο πρώτος από τους τέτοιους που θα έπαιρνε τη δύναμη θ᾽ άρχιζε πρώτος τις αδικίες, όσο θα του περνούσε απ᾽ το χέρι. Και αιτία για όλ᾽ αυτά δεν είναι καμιά άλλη, παρά εκείνη ακριβώς που έδωσε την αφορμή ν᾽ ανοίξομε, ο Γλαύκων και εγώ, αυτή τη συζήτηση μαζί σου, Σωκράτη, για να σου ειπούμε: «ω θαυμαστέ άνθρωπε, κανείς [366e] από σας, που μας παρουσιάζεστε υμνηταί της δικαιοσύνης, αν αρχίσομε απ᾽ τους πιο παλιούς ήρωες, που έχουν σωθεί οι λόγοι τους, ως τους σημερινούς ανθρώπους, κανείς δεν έψεξε την αδικία ουδ᾽ εγκωμίασε τη δικαιοσύνη διαφορετικά, παρά για τις δόξες και τις τιμές και τις αμοιβές που προέρχονται απ᾽ αυτές· όσο γι᾽ αυτήν όμως την ίδια τη δικαιοσύνη και την αδικία, καθώς από μόνες των και με τη δική τους μονάχα την ουσία και τη δύναμη βρίσκουνται μες στις ψυχές των δικαίων και των αδίκων, αγνοημένες κι από θεούς και από ανθρώπους, κανείς δεν πραγματεύτηκε ικανοποιητικά το ζήτημα έτσι, ούτε στην ποίηση ούτε στον πεζό λόγο, για ν᾽ αποδείξει πως η αδικία είναι το μεγαλύτερο κακό απ᾽ όσα έχει μέσα της η ψυχή, και η δικαιοσύνη το μεγαλύτερο αγαθό. [367a] Γιατί αν το κάνατε αυτό όλοι εσείς απαρχής και μας επείθετε από τη νεαρή μας ηλικία, δε θα ήταν ανάγκη να φυλάγει ο ένας τον άλλο μην αδικήσει, αλλά ο καθένας θα ήταν φύλακας του εαυτού του, γιατί θα φοβόντανε να τρέφει μέσα στην ψυχή του αυτό το μεγαλύτερο απ᾽ όλα τα κακά, την αδικία». Αυτά λοιπόν, Σωκράτη, και ίσως και πολύ περισσότερα απ᾽ αυτά, θα είχαν να λέγουν ο Θρασύμαχος και όποιος άλλος για τη δικαιοσύνη και την αδικία, όσο και αν μετάλλαζαν λίγο ασύστολα, καθώς μου φαίνεται, τη φύση της μιανής και της άλλης. Εγώ όμως, και δεν έχω [367b] καμιά ανάγκη να σου το κρύψω, γι᾽ αυτό ίσα ίσα παρατέντωσα τόσο πολύ το λόγο μου, γιατί επιθυμώ ν᾽ ακούσω εσένα, πώς θα αντικρούσεις όλ᾽ αυτά. Μην περιοριστείς λοιπόν μόνο να μας αποδείξεις πως η δικαιοσύνη είναι προτιμότερη από την αδικία, αλλά και πώς ενεργεί από μόνη της επάνω στην ψυχή του ανθρώπου, για να είναι πράγμα κακό η μια και αγαθό η άλλη· και να βγάζεις από τη μέση το τί φαίνεται η καθεμιά των, καθώς σου το εζήτησε και ο Γλαύκων. Γιατί, αν δεν αφαιρέσεις κι από τη μια κι από την άλλη την αληθινή έστω υπόληψη που τους έχει ο κόσμος, και δεν προσθέσεις απεναντίας την ψεύτικη, θα πούμε πως δεν επαινείς τη δικαιοσύνη, ούτε πως κατηγορείς [367c] την αδικία, αλλά εκείνο που θεωρεί ο κόσμος για δικαιοσύνη και αδικία· και ότι μας επιτρέπεις επομένως να αδικούμε, φτάνει να μη μας παίρνουν είδηση, και ότι στο τέλος είσαι σύμφωνος με τον Θρασύμαχο, πως η δικαιοσύνη δεν είναι αγαθόν για κείνον που την έχει, αλλά είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου, ενώ απεναντίας η αδικία είναι πράγμα ωφέλιμο και συμφέρον για τον εαυτό της, και μονάχα για τον ασθενέστερο δεν είναι συμφέρον. Αφού λοιπόν παραδέχτηκες ότι η δικαιοσύνη είναι από τα μεγαλύτερα αγαθά που αξίζει να τα αποκτά κανείς και για τ᾽ αποτελέσματά των, μα πολύ περισσότερο γι᾽ αυτά τα ίδια, όπως είναι η όραση, [367d] η ακοή, η φρόνηση, η υγεία κι όσ᾽ άλλα αγαθά είναι γόνιμα από τη φύση των κι όχι γιατί τα θεωρούν για τέτοια οι άνθρωποι, εγκωμίασε λοιπόν και τη δικαιοσύνη γι᾽ αυτό το ίδιο πράγμα, για την ωφέλεια που παρέχει η ίδια αφεαυτού της στον άνθρωπο, καθώς και την αδικία για τη βλάβη της· όσο για τις ανταμοιβές και τις ιδέες που έχει ο κόσμος γι᾽ αυτές, παράτα τις σε άλλους να τις εκθειάζουν, επειδή εγώ κάθε άλλον θα μπορούσα ν᾽ ανεχθώ να εγκωμιάζει κατ᾽ αυτό τον τρόπο τη δικαιοσύνη και να ψεγαδιάζει την αδικία, από τις ιδέες του κόσμου κι από τις ανταμοιβές των, όχι όμως και σένα, εκτός αν μου το επέβαλλες ο ίδιος, αφού εσύ πέρασες όλη σου τη ζωή [367e] χωρίς να κάνεις τίποτε άλλο παρά να μελετάς και να εξετάζεις αυτό το ζήτημα. Να μη μας αποδείξεις λοιπόν με το λόγο σου μόνο πως είναι καλύτερο πράγμα η δικαιοσύνη από την αδικία, αλλά τί κάνει η καθεμιά των τον άνθρωπο που την έχει αφεαυτού της, είτε έχουν γνώση θεοί και άνθρωποι, είτε όχι, ώστε να είναι καλό η μια και κακό η άλλη. Ο Σωκράτης προτείνει να εξεταστεί πώς παρουσιάζεται η δικαιοσύνη πρώτα μέσα στην πόλη και ύστερα μέσα στο άτομο Εγώ, όταν άκουσ᾽ αυτά, πάντα είν᾽ αλήθεια πως είχα σε ιδιαίτερη συμπάθεια τον Γλαύκωνα και τον Αδείμαντο για την καλή τους φύση, αυτή τη φορά όμως [368a] καταμαγεύτηκα μαζί των και είπα: Δεν είχε καθόλου άδικο, τέκνα εκείνου του πατρός, ο ποιητής, ο φίλος του Γλαύκωνος, που άρχισε την ελεγεία που σας έκαμε, όταν ανδραγαθήσατε στη μάχη των Μεγάρων, μ᾽ αυτό το στίχο: Τέκνα του Αρίστωνος, πατρός ενδόξου θείον γένος· και πολύ σωστά μου φαίνεται πως το είπε· γιατί θα ᾽χετε πραγματικώς κατιτί το θεϊκό μέσα σας, για να μην παραδέχεσθε πως είναι καλύτερο πράγμα η αδικία από τη δικαιοσύνη, ενώ έχετε την ικανότητα να κάνετε τόσο καλά το συνήγορό της. Και αληθινά μου φαίνεται πως [368b] δεν το παραδέχεσθε· το συμπεραίνω από όλο τον άλλο χαρακτήρα σας, επειδή, απ᾽ αυτούς τουλάχιστο τους λόγους που είπατε, θα είχα το δικαίωμα να αμφιβάλω· μα όσο περισσότερο το πιστεύω σε τόσο μεγαλύτερη αμηχανία βρίσκομαι, πώς να κάμω· γιατί, απ᾽ το ένα μέρος δεν ξέρω πώς ν᾽ αναλάβω την υπεράσπισή της, επειδή συναισθάνομαι την αδυναμία μου· και απόδειξη, πως δε σας ικανοποίησαν εσάς όσα είπα στον Θρασύμαχο και που μ᾽ αυτά νόμιζα πως απέδειξα ότι είναι καλύτερη η δικαιοσύνη από την αδικία· απ᾽ τ᾽ άλλο όμως μέρος πάλι, πώς μπορώ ν᾽ αφήσω αβοήθητη και ανυπεράσπιστη τη δικαιοσύνη; γιατί φοβούμαι μήπως είναι και ασέβεια εκ μέρους μου να τύχω εμπρός που να κατηγορούν [368c] τη δικαιοσύνη, και ν᾽ αποδειλιάσω ν᾽ αναλάβω την υπεράσπισή της, ενόσω έχω ακόμη μέσα μου πνοή και μπορώ να μιλώ. Το καλύτερο λοιπόν είναι να το επιχειρήσω, έτσι όπως μπορώ. Ο Γλαύκων λοιπόν και οι άλλοι με παρακαλούσαν ν᾽ αναλάβω με κάθε τρόπο την υπεράσπιση και να μην παρατήσω τη συζήτηση, αλλά να εξετάσομε κατά βάθος ποιά είναι η ουσία της δικαιοσύνης και της αδικίας και ποιά είναι η αλήθεια όσο για τις ωφέλειες που αποδίδουν και στη μία και στην άλλη. Τους είπα λοιπόν την ιδέα μου: Ότι το ζήτημα που επιχειρούμε δεν είναι του καθενός, αλλά θέλει άνθρωπο με μεγάλη οξυδέρκεια. [368d] Επειδή λοιπόν εμείς δεν είμαστε τέτοιοι, μου φαίνεται πως μπορούμε να κάμομε ως εξής την εξέτασή του: Αν κανείς έδινε σε ανθρώπους που δεν έχουν πολύ δυνατή όραση να διαβάσουν από μακριά γράμματα πολύ μικρά, κι έπειτα ανακάλυπτε κάποιος πως αυτά τα ίδια γράμματα βρίσκονται και κάπου αλλού μεγαλύτερα και με μεγαλύτερους χαρακτήρες, νομίζω πως θα τους φαίνονταν εύρημα, αφού διαβάσουν πρώτα εκείνα, να προσπαθήσουν να διακρίνουν και τα μικρότερα, αν είναι τα ίδια. Πολύ σωστά, είπε ο Αδείμαντος, μα τί σχέση έχει αυτό [368e] με το ζήτημά μας; Θα σου το ειπώ· δε λέμε πως υπάρχει δικαιοσύνη και σε έναν άνθρωπο και σε ολόκληρη πολιτεία; Βεβαιότατα. Και μια πολιτεία δεν είναι μεγαλύτερο πράγμα από έναν άνθρωπο; Μάλιστα, μεγαλύτερο. Ίσως λοιπόν να υπάρχει και περισσότερη δικαιοσύνη στο μεγαλύτερο, και επομένως να είναι ευκολότερο να μελετηθεί επάνω σ᾽ αυτό. Αν λοιπόν θέλετε, λέγω να εξετάσομε πρώτα [369a] στις πολιτείες την ουσία της δικαιοσύνης· κι έτσι έπειτα την εξετάζομε και σε κάθε άτομο χωριστά, προσπαθώντας να ιδούμε την ομοιότητα του μεγαλύτερου μέσα στη μορφή του μικρότερου. Πολύ σωστά μου φαίνεται να το λες. Αν τώρα φαντασθούμε με το νου μας μια πολιτεία, όταν αρχίζει να σχηματίζεται, δε θα μπορέσομε να παρακολουθήσομε πώς αρχίζει και η δικαιοσύνη και η αδικία της; Υποθέτω. Και δε θα είχαμε τότε την ελπίδα να βρούμε ευκολότερα εκείνο που ζητούμε; [369b] Και πολύ μάλιστα. Τί λέτε λοιπόν; δοκιμάζομε να βγάλομε πέρα την επιχείρηση; Γιατί μου φαίνεται πως δεν είναι μικρή δουλειά αυτή· αποφασίσετε λοιπόν. Αποφασίστηκε, είπε ο Αδείμαντος, και λοιπόν εμπρός. Πώς συγκροτείται η πολιτεία από τις ανάγκες της ζωής H πολιτεία, είπα εγώ, μου φαίνεται πως γεννήθηκε, επειδή κάθε ένας από μας δεν είναι σε θέση να εξοικονομεί μόνος του όλες τις ανάγκες, αλλά του λείπουν πολλά· ή νομίζεις εσύ πως άλλη στάθηκε η αρχή της κοινωνίας; Καμιά άλλη. |