Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (41.1-42.4)


[41.1] Ἀλέξανδρος μὲν οὖν ἑαυτὸν ἀσκῶν ἅμα καὶ τοὺς ἄλλους παροξύνων πρὸς ἀρετὴν ἐκινδύνευεν· οἱ δὲ φίλοι διὰ πλοῦτον καὶ ὄγκον ἤδη τρυφᾶν βουλόμενοι καὶ σχολάζειν, ἐβαρύνοντο τὰς πλάνας καὶ τὰς στρατείας, καὶ κατὰ μικρὸν οὕτω προῆλθον εἰς τὸ βλασφημεῖν καὶ κακῶς λέγειν αὐτόν. [41.2] ὁ δὲ καὶ πάνυ πρᾴως ἐν ἀρχῇ πρὸς ταῦτα διέκειτο, φάσκων βασιλικὸν εἶναι τὸ κακῶς ἀκούειν εὖ ποιοῦντα. [41.3] καίτοι τὰ μὲν μικρότατα τῶν γενομένων τοῖς συνήθεσι παρ᾽ αὐτοῦ σημεῖα μεγάλης ὑπῆρχεν εὐνοίας καὶ τιμῆς· ὧν ὀλίγα παραθήσομαι. [41.4] Πευκέστᾳ μὲν ἔγραψε μεμφόμενος, ὅτι δηχθεὶς ὑπ᾽ ἄρκτου τοῖς μὲν ἄλλοις ἔγραψεν, αὐτῷ δ᾽ οὐκ ἐδήλωσεν. «ἀλλὰ νῦν γε» φησί «γράψον τε πῶς ἔχεις, καὶ μή τινές σε τῶν συγκυνηγετούντων ἐγκατέλιπον, ἵνα δίκην δῶσι». [41.5] τοῖς δὲ περὶ Ἡφαιστίωνα διὰ πράξεις τινὰς ἀποῦσιν ἔγραψεν, ὅτι παιζόντων αὐτῶν πρὸς ἰχνεύμονα τῷ Περδίκκου δορατίῳ περιπεσὼν Κρατερὸς τοὺς μηροὺς ἐτρώθη. [41.6] Πευκέστα δὲ σωθέντος ἔκ τινος ἀσθενείας, ἔγραψε πρὸς Ἀλέξιππον τὸν ἰατρὸν εὐχαριστῶν. Κρατεροῦ δὲ νοσοῦντος ὄψιν ἰδὼν καθ᾽ ὕπνον, αὐτός τέ τινας θυσίας ἔθυσεν ὑπὲρ αὐτοῦ, κἀκεῖνον [θῦσαι] ἐκέλευσεν. [41.7] ἔγραψε δὲ καὶ Παυσανίᾳ τῷ ἰατρῷ βουλομένῳ τὸν Κρατερὸν ἐλλεβορίσαι, τὰ μὲν ἀγωνιῶν, τὰ δὲ παραινῶν ὅπως χρήσηται τῇ φαρμακείᾳ. [41.8] τοὺς δὲ πρώτους τὴν Ἁρπάλου φυγὴν καὶ ἀπόδρασιν ἀπαγγείλαντας ἔδησεν, Ἐφιάλτην καὶ Κίσσον, ὡς καταψευδομένους τοῦ ἀνδρός. [41.9] ἐπεὶ δέ, τοὺς ἀσθενοῦντας αὐτοῦ καὶ γέροντας εἰς οἶκον ἀποστέλλοντος, Εὐρύλοχος Αἰγαῖος ἐνέγραψεν ἑαυτὸν εἰς τοὺς νοσοῦντας, εἶτα φωραθεὶς ἔχων οὐδὲν κακόν, ὡμολόγησε Τελεσίππας ἐρᾶν καὶ συνεπακολουθεῖν ἐπὶ θάλασσαν ἀπιούσης ἐκείνης, ἠρώτησε τίνων ἀνθρώπων ἐστὶ τὸ γύναιον. [41.10] ἀκούσας δ᾽ ὅτι τῶν ἐλευθέρων ἑταιρῶν «ἡμᾶς μὲν» εἶπεν «ὦ Εὐρύλοχε, συνερῶντας ἔχεις· ὅρα δ᾽ ὅπως πείθωμεν ἢ λόγοις ἢ δώροις τὴν Τελεσίππαν, ἐπειδήπερ ἐξ ἐλευθέρων ἐστί».
[42.1] Θαυμάσαι δ᾽ αὐτὸν ἔστιν, ὅτι καὶ μέχρι τοιούτων ἐπιστολῶν τοῖς φίλοις ἐσχόλαζεν· οἷα γράφει παῖδα Σελεύκου εἰς Κιλικίαν ἀποδεδρακότα κελεύων ἀναζητῆσαι, καὶ Πευκέσταν ἐπαινῶν ὅτι Νίκωνα Κρατεροῦ δοῦλον συνέλαβε, καὶ Μεγαβύζῳ περὶ τοῦ θεράποντος τοῦ ἐν τῷ ἱερῷ καθεζομένου, κελεύων αὐτὸν ἂν δύνηται συλλαβεῖν ἔξω τοῦ ἱεροῦ προκαλεσάμενον, ἐν δὲ τῷ ἱερῷ μὴ προσάπτεσθαι. [42.2] λέγεται δὲ καὶ τὰς δίκας διακρίνων ἐν ἀρχῇ τὰς θανατικὰς τὴν χεῖρα τῶν ὤτων τῷ ἑτέρῳ προστιθέναι τοῦ κατηγόρου λέγοντος, ὅπως τῷ κινδυνεύοντι καθαρὸν φυλάττηται καὶ ἀδιάβλητον. [42.3] ἀλλ᾽ ὕστερόν γ᾽ αὐτὸν ἐξετράχυναν αἱ πολλαὶ διαβολαί, διὰ τῶν ἀληθῶν πάροδον ‹καὶ› πίστιν ἐπὶ τὰ ψευδῆ λαβοῦσαι, [42.4] καὶ μάλιστα κακῶς ἀκούων ἐξίστατο τοῦ φρονεῖν, καὶ χαλεπὸς ἦν καὶ ἀπαραίτητος, ἅτε δὴ τὴν δόξαν ἀντὶ τοῦ ζῆν καὶ τῆς βασιλείας ἠγαπηκώς.


[41.1] Ο Αλέξανδρος λοιπόν διακινδύνευε ασκώντας τον εαυτό του και συνάμα παροτρύνοντας και τους άλλους για την αρετή. Οι φίλοι του όμως που επιθυμούσαν, λόγω του πλούτου και της έπαρσης, να απολαμβάνουν τρυφηλή ζωή και να μην κάνουν τίποτε, ενοχλούνταν με τις περιπλανήσεις και τις εκστρατείες· έτσι, έφτασαν σιγά σιγά στο σημείο να τον βρίζουν και να τον κακολογούν. [41.2] Ο Αλέξανδρος στην αρχή αντιδρούσε ήρεμα προς αυτές τις συμπεριφορές, λέγοντας πως το να κακολογείται ένας βασιλιάς είναι κάτι σύνηθες, και μάλιστα όταν αυτός κάνει ευεργεσίες. [41.3] Και όμως, κάποια εντελώς ασήμαντα περιστατικά υπήρξαν για τους φίλους του αποδείξεις μεγάλης εκ μέρους του αγάπης και τιμής. [41.4] Θα παραθέσω λίγα από αυτά. Στον Πευκέστα έστειλε επιστολή, παραπονούμενος ότι, όταν τον δάγκωσε μια αρκούδα, έγραψε στους άλλους, αλλά δεν το γνωστοποίησε σ᾽ αυτόν. «Γράψε μου τώρα τουλάχιστον» είπε «πώς είσαι, και αν τυχόν κάποιοι από τους συντρόφους σου στο κυνήγι, σε εγκατέλειψαν, για να τιμωρηθούν. [41.5] Στον Ηφαιστίωνα και στους άνδρες του, που απουσίαζαν σε κάποιαν αποστολή, έγραψε πως, παίζοντας με ένα κουνάβι ο Κρατερός, έπεσε στο δόρυ του Περδίκκα και πληγώθηκε στους μηρούς. [41.6] Όταν ο Πευκέστας σώθηκε από κάποια αρρώστια, ο Αλέξανδρος έστειλε γράμμα στον γιατρό Αλέξιππο για να τον ευχαριστήσει. Όταν ο Κρατερός ήταν άρρωστος, το είδε στο όνειρό του· γι᾽ αυτό και ο ίδιος έκανε κάποιες θυσίες για την ανάρρωσή του και εκείνον προέτρεψε να κάνει το ίδιο. [41.7] Έστειλε επίσης γράμμα στον Παυσανία τον γιατρό, που ήθελε να δώσει ελλέβορο στον Κρατερό, από τη μια επειδή ανησυχούσε, από την άλλη επειδή ήθελε να τον συμβουλεύσει πώς να χρησιμοποιήσει το φάρμακο. [41.8] Τους πρώτους που έφεραν την είδηση για τη φυγή και την απόδραση του Άρπαλου, τον Εφιάλτη και τον Κίσσο, τους φυλάκισε, επειδή κατά τη γνώμη του έλεγαν ψέματα σε βάρος του ανδρός. [41.9] Όταν, την εποχή που έστελνε στην πατρίδα τους όσους ήταν εκεί άρρωστοι και ηλικιωμένοι, ο Ευρύλοχος ο Αιγαίος δηλώθηκε ως άρρωστος, στη συνέχεια όμως αποκαλύφθηκε ότι δεν είχε καμιάν αρρώστια και ομολόγησε ότι ήταν ερωτευμένος με την Τελεσίππα και, επειδή εκείνη έφευγε, ήθελε να τη συνοδεύσει ως τη θάλασσα, ο Αλέξανδρος ρώτησε από πού καταγόταν η γυναίκα. [41.10] Όταν άκουσε ότι ήταν ελεύθερη εταίρα, είπε: «Ευρύλοχε, θα μας έχεις υποστηρικτές στον έρωτά σου· κοίτα όμως πώς θα πείσουμε την Τελεσίππα με λόγια ή με έργα, γιατί είναι ελεύθερη».
[42.1] Και είναι να απορεί κανείς με αυτόν που έβρισκε χρόνο να ασχολείται με τέτοια και να γράφει μέχρι και επιστολές στους φίλους του για τέτοια ζητήματα. Για παράδειγμα, έγραψε επιστολή για την απόδραση κάποιου δούλου του Σέλευκου στην Κιλικία, προστάζοντας να τον αναζητήσουν· επαίνεσε τον Πευκέστα που συνέλαβε τον Νίκωνα, τον δούλο του Κρατερού· έγραψε στον Μεγάβυζο σχετικά με τον υπηρέτη του, που είχε καθίσει ικέτης στο ιερό, προστάζοντάς τον να τον φωνάξει και να τον συλλάβει, ει δυνατόν, έξω από το ιερό, αλλά μέσα σ᾽ αυτό να μην τον ακουμπήσει. [42.2] Λέγεται ότι αρχικά, εκδικάζοντας υποθέσεις που επέσυραν την ποινή του θανάτου, όταν μιλούσε ο κατήγορος, έβαζε το χέρι στο ένα αυτί του, για να το διατηρεί καθαρό και χωρίς προκατάληψη για τον κατηγορούμενο. [42.3] Αργότερα όμως οι πολλές συκοφαντίες τον έκαναν σκληρό, καθώς, περνώντας μέσα από τις αληθινές, εύρισκαν δρόμο ώστε να γίνουν και αυτές πιστευτές. [42.4] Γινόταν μάλιστα εκτός εαυτού, σκληρός και αλύγιστος, όταν τον κακολογούσαν λέγοντας ότι είχε αγαπήσει πιο πολύ τη δόξα παρά τη ζωή και τη βασιλεία.