Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (31.1-31.7)


[31.1] Ὡς δ᾽ ἦλθεν εἰς Σάρδεις καὶ σχολὴν ἄγων ἐθεᾶτο τῶν ἱερῶν τὴν κατασκευὴν καὶ τῶν ἀναθημάτων τὸ πλῆθος, εἶδε καὶ ἐν Μητρὸς ἱερῷ τὴν καλουμένην ὑδροφόρον κόρην χαλκῆν, μέγεθος δίπηχυν, ἣν αὐτὸς ὅτε τῶν Ἀθήνησιν ὑδάτων ἐπιστάτης ἦν, ἑλὼν τοὺς ὑφαιρουμένους τὸ ὕδωρ καὶ παροχετεύοντας, ἀνέθηκεν ἐκ τῆς ζημίας ποιησάμενος· εἴτε δὴ παθών τι πρὸς τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ ἀναθήματος, εἴτε βουλόμενος ἐνδείξασθαι τοῖς Ἀθηναίοις, ὅσην ἔχει τιμὴν καὶ δύναμιν ἐν τοῖς βασιλέως πράγμασι, λόγον τῷ Λυδίας σατράπῃ προσήνεγκεν, αἰτούμενος ἀποστεῖλαι τὴν κόρην εἰς τὰς Ἀθήνας. [31.2] χαλεπαίνοντος δὲ τοῦ βαρβάρου καὶ βασιλεῖ γράψειν φήσαντος ἐπιστολήν, φοβηθεὶς ὁ Θεμιστοκλῆς εἰς τὴν γυναικωνῖτιν κατέφυγε, καὶ τὰς παλλακίδας αὐτοῦ θεραπεύσας χρήμασιν, ἐκεῖνόν τε κατεπράυνε τῆς ὀργῆς, καὶ πρὸς τἆλλα παρεῖχεν αὑτὸν εὐλαβέστερον, ἤδη καὶ τὸν φθόνον τῶν βαρβάρων δεδοικώς. [31.3] οὐ γὰρ πλανώμενος περὶ τὴν Ἀσίαν ὥς φησι Θεόπομπος, ἀλλ᾽ ἐν Μαγνησίᾳ μὲν οἰκῶν, καρπούμενος δὲ δωρεὰς μεγάλας καὶ τιμώμενος ὅμοια Περσῶν τοῖς ἀρίστοις, ἐπὶ πολὺν χρόνον ἀδεῶς διῆγεν, οὐ πάνυ τι τοῖς Ἑλληνικοῖς πράγμασι βασιλέως προσέχοντος ὑπ᾽ ἀσχολιῶν περὶ τὰς ἄνω πράξεις.
[31.4] Ὡς δ᾽ Αἴγυπτός τ᾽ ἀφισταμένη βοηθούντων Ἀθηναίων καὶ τριήρεις Ἑλληνικαὶ μέχρι Κύπρου καὶ Κιλικίας ἀναπλέουσαι καὶ Κίμων θαλασσοκρατῶν ἐπέστρεψεν αὐτὸν ἀντεπιχειρεῖν τοῖς Ἕλλησι καὶ κολούειν αὐξανομένους ἐπ᾽ αὐτόν, ἤδη δὲ καὶ δυνάμεις ἐκινοῦντο καὶ στρατηγοὶ διεπέμποντο, καὶ κατέβαινον εἰς Μαγνησίαν ἀγγελίαι πρὸς τὸν Θεμιστοκλέα, τῶν Ἑλληνικῶν ἐξάπτεσθαι κελεύοντος βασιλέως καὶ βεβαιοῦν τὰς ὑποσχέσεις, [31.5] οὔτε δι᾽ ὀργήν τινα παροξυνθεὶς κατὰ τῶν πολιτῶν, οὔτ᾽ ἐπαρθεὶς τιμῇ τοσαύτῃ καὶ δυνάμει πρὸς τὸν πόλεμον, ἀλλ᾽ ἴσως μὲν οὐδ᾽ ἐφικτὸν ἡγούμενος τὸ ἔργον, ἄλλους τε μεγάλους τῆς Ἑλλάδος ἐχούσης στρατηγοὺς τότε καὶ Κίμωνος ὑπερφυῶς εὐημεροῦντος ἐν τοῖς πολεμικοῖς, τὸ δὲ πλεῖστον αἰδοῖ τῆς τε δόξης τῶν πράξεων τῶν ἑαυτοῦ καὶ τῶν τροπαίων ἐκείνων, ἄριστα βουλευσάμενος ἐπιθεῖναι τῷ βίῳ τὴν τελευτὴν πρέπουσαν, ἔθυσε τοῖς θεοῖς, καὶ τοὺς φίλους συναγαγὼν καὶ δεξιωσάμενος, [31.6] ὡς μὲν ὁ πολὺς λόγος αἷμα ταύρειον πιών, ὡς δ᾽ ἔνιοι φάρμακον ἐφήμερον προσενεγκάμενος, ἐν Μαγνησίᾳ κατέστρεψε, πέντε πρὸς τοῖς ἑξήκοντα βεβιωκὼς ἔτη, καὶ τὰ πλεῖστα τούτων ἐν πολιτείαις καὶ ἡγεμονίαις. [31.7] τὴν δ᾽ αἰτίαν τοῦ θανάτου καὶ τὸν τρόπον πυθόμενον βασιλέα λέγουσιν ἔτι μᾶλλον θαυμάσαι τὸν ἄνδρα, καὶ τοῖς φίλοις αὐτοῦ καὶ οἰκείοις διατελεῖν χρώμενον φιλανθρώπως.


Θάνατος του Θεμιστοκλή
[31.1] Όταν ήρθε στις Σάρδεις και σα δεν είχε άλλη ασχολία, παρατηρούσε με προσοχή την αρχιτεκτονική των ναών και το πλήθος των αφιερωμάτων. Εκεί είδε στο ναό της Μητέρας των Θεών ένα χάλκινο άγαλμα που εικόνιζε την Υδροφόρα Κόρη, όπως λεγόταν, και που είχε ύψος δύο πήχες. Το άγαλμα τούτο ήταν εκείνο που αυτός ο ίδιος το είχε κάμει ως αφιέρωμα, όταν ήταν επιστάτης των νερών στην Αθήνα και είχε δώσει διαταγή να κατασκευαστεί με τα πρόστιμα στα οποία καταδίκαζε εκείνους που αφαιρούσαν το νερό και το διοχέτευαν στα χτήματά τους. Και, σαν το είδε εκεί στις Σάρδεις, είτε γιατί λυπήθηκε που το αφιέρωμά του ήταν σκλαβωμένο είτε γιατί ήθελε να δείξει στους Αθηναίους πόση τιμή και δύναμη είχε στην υπηρεσία του βασιλιά, μίλησε στο σατράπη της Λυδίας και ζήτησε για χάρη του να στείλουν πίσω το άγαλμα της Κόρης στην Αθήνα. [31.2] Αλλά ο βάρβαρος σατράπης αρνήθηκε θυμωμένος και του είπε πως θα το αναφέρει με επιστολή του στο βασιλιά. Ο Θεμιστοκλής φοβήθηκε και κατάφυγε στο γυναικωνίτη του σατράπη, δωροδόκησε τις γυναίκες του και κατάφερε να καταπραΰνει την οργή του. Από τότε σε κάθε άλλη του ενέργεια ήταν πιο προσεχτικός, γιατί τον φόβιζε πια ο φθόνος των βαρβάρων. [31.3] Γι᾽ αυτό έπαψε τις περιοδείες του στην Ασία, όπως λέει ο Θεόπομπος, και κατοικούσε μόνιμα στη Μαγνησία. Εκεί παίρνοντας μεγάλες δωρεές και έχοντας μεγάλες τιμές, όπως οι εξοχότεροι από τους Πέρσες, έζησε πολύν καιρό ανενόχλητα, γιατί ο βασιλιάς δεν έδινε προσοχή στις ελληνικές υποθέσεις, απασχολημένος με τα εσωτερικά ζητήματα του κράτους του.
[31.4] Αλλά, όταν η Αίγυπτος αποστάτησε με τη βοήθεια των Αθηναίων, και ελληνικά πλοία έπλεαν ώς την Κύπρο και την Κιλικία, και ο Κίμων κυριαρχούσε στη θάλασσα, ο βασιλιάς έστρεψε την προσοχή του στους Έλληνες και θέλησε να εναντιωθεί στις προσπάθειές τους και να τους εμποδίσει να μεγαλώνουν προς βλάβη του. Τότε και στρατιωτικές δυνάμεις κινήθηκαν και στρατηγοί στάλθηκαν σε διάφορα μέρη και κατέβηκαν στη Μαγνησία αγγελιοφόροι προς το Θεμιστοκλή με διαταγή του βασιλιά να καταπιαστεί με τις ελληνικές υποθέσεις και να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του.
[31.5] Ο Θεμιστοκλής όμως στην περίσταση αυτή δεν παρασύρθηκε από θυμό εναντίον των συμπολιτών του ούτε περηφανεύτηκε για την τόση τιμή και δύναμη που θα του έδινε ο πόλεμος. Ίσως, βέβαια, έκρινε ότι το έργο δεν ήταν κατορθωτό, αφού η Ελλάδα είχε τότε και άλλους μεγάλους στρατηγούς και μάλιστα τον Κίμωνα, που εξαιρετικά ευδοκιμούσε στα πολεμικά έργα. Αλλά περισσότερο απ᾽ όλα, αυτό που επικράτησε στην ψυχή του ήταν ο σεβασμός προς τη δόξα των κατορθωμάτων του και των παλαιών του εκείνων θριάμβων.
[31.6] Γι᾽ αυτό πήρε την πιο ωραία απόφαση, να δώσει στη ζωή του το τέλος που άρμοζε. Θυσίασε στους θεούς, συγκέντρωσε τους φίλους του και τους χαιρέτησε με το δεξί του χέρι· έπειτα, καθώς λένε οι περισσότεροι, ήπιε αίμα ταύρου ή, καθώς λένε μερικοί, πήρε δραστικό δηλητήριο. Άφησε την τελευταία πνοή του στη Μαγνησία της Ασίας, αφού έζησε εξήντα πέντε χρόνια, και τα περισσότερα σαν πολιτικός αρχηγός.
[31.7] Όταν έμαθε την αιτία και τον τρόπο του θανάτου του ο βασιλιάς, λένε πως θαύμασε ακόμη περισσότερο τον άντρα και έδειχνε πάντα ευμένεια στους φίλους και συγγενείς του.