Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (9.86.1-9.89.4)

[9.86.1] Ὡς δ᾽ ἄρα ἔθαψαν τοὺς νεκροὺς ἐν Πλαταιῇσι οἱ Ἕλληνες, αὐτίκα βουλευομένοισί σφι ἐδόκεε στρατεύεσθαι ἐπὶ τὰς Θήβας καὶ ἐξαιτέειν αὐτῶν τοὺς μηδίσαντας, ἐν πρώτοισι δὲ αὐτῶν Τιμηγενίδην καὶ Ἀτταγῖνον, οἳ ἀρχηγέται ἀνὰ πρώτους ἦσαν· ἢν δὲ μὴ ἐκδιδῶσι, μὴ ἀπανίστασθαι ἀπὸ τῆς πόλιος πρότερον ἢ ἐξέλωσι. [9.86.2] ὡς δέ σφι ταῦτα ἔδοξε, οὕτω δὴ ἑνδεκάτῃ ἡμέρῃ ἀπὸ τῆς συμβολῆς ἀπικόμενοι ἐπολιόρκεον Θηβαίους, κελεύοντες ἐκδιδόναι τοὺς ἄνδρας· οὐ βουλομένων δὲ τῶν Θηβαίων ἐκδιδόναι τήν τε γῆν αὐτῶν ἔταμνον καὶ προσέβαλλον πρὸς τὸ τεῖχος. [9.87.1] καὶ οὐ γὰρ ἐπαύοντο σινόμενοι, εἰκοστῇ ἡμέρῃ ἔλεξε τοῖσι Θηβαίοισι Τιμηγενίδης τάδε· Ἄνδρες Θηβαῖοι, ἐπειδὴ οὕτω δέδοκται τοῖσι Ἕλλησι, μὴ πρότερον ἀπαναστῆναι πολιορκέοντας ἢ ἐξέλωσι Θήβας ἢ ἡμέας αὐτοῖσι παραδῶτε, νῦν ὦν ἡμέων εἵνεκα γῆ ἡ Βοιωτίη πλέω μὴ ἀναπλήσῃ, [9.87.2] ἀλλ᾽ εἰ μὲν χρημάτων χρηίζοντες πρόσχημα ἡμέας ἐξαιτέονται, χρήματά σφι δῶμεν ἐκ τοῦ κοινοῦ (σὺν γὰρ τῷ κοινῷ καὶ ἐμηδίσαμεν οὐδὲ μοῦνοι ἡμεῖς), εἰ δὲ ἡμέων ἀληθέως δεόμενοι πολιορκέουσι, ἡμεῖς ἡμέας αὐτοὺς ἐς ἀντιλογίην παρέξομεν. κάρτα τε ἔδοξε εὖ λέγειν καὶ ἐς καιρόν, αὐτίκα τε ἐπεκηρυκεύοντο πρὸς Παυσανίην οἱ Θηβαῖοι θέλοντες ἐκδιδόναι τοὺς ἄνδρας. [9.88.1] ὡς δὲ ὡμολόγησαν ἐπὶ τούτοισι, Ἀτταγῖνος μὲν ἐκδιδρήσκει ἐκ τοῦ ἄστεος, παῖδας δὲ αὐτοῦ ἀπαχθέντας Παυσανίης ἀπέλυσε τῆς αἰτίης, φὰς τοῦ μηδισμοῦ παῖδας οὐδὲν εἶναι μεταιτίους. τοὺς δὲ ἄλλους ἄνδρας τοὺς ἐξέδοσαν οἱ Θηβαῖοι, οἱ μὲν ἐδόκεον ἀντιλογίης τε κυρήσειν καὶ δὴ χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι· ὁ δὲ ὡς παρέλαβε, αὐτὰ ταῦτα ὑπονοέων τὴν στρατιὴν τὴν τῶν συμμάχων ἅπασαν ἀπῆκε καὶ ἐκείνους ἀγαγὼν ἐς Κόρινθον διέφθειρε.
Ταῦτα μὲν τὰ ἐν Πλαταιῇσι καὶ Θήβῃσι γενόμενα· [9.89.1] Ἀρτάβαζος δὲ ὁ Φαρνάκεος φεύγων ἐκ Πλαταιέων καὶ δὴ πρόσω ἐγίνετο. ἀπικόμενον δέ μιν οἱ Θεσσαλοὶ παρὰ σφέας ἐπί τε ξείνια ἐκάλεον καὶ ἀνειρώτων περὶ τῆς στρατιῆς τῆς ἄλλης, οὐδὲν ἐπιστάμενοι τῶν ἐν Πλαταιῇσι γενομένων. [9.89.2] ὁ δὲ Ἀρτάβαζος γνοὺς ὅτι, εἰ ἐθέλοι σφι πᾶσαν τὴν ἀληθείην τῶν ἀγώνων εἰπεῖν, αὐτός τε κινδυνεύσει ἀπολέσθαι καὶ ὁ μετ᾽ αὐτοῦ στρατός (ἐπιθήσεσθαι γάρ οἱ πάντα τινὰ οἴετο πυνθανόμενον τὰ γεγονότα), ταῦτα ἐκλογιζόμενος οὔτε πρὸς τοὺς Φωκέας ἐξηγόρευε οὐδὲν πρός τε τοὺς Θεσσαλοὺς ἔλεγε τάδε· [9.89.3] Ἐγὼ μέν, ὦ ἄνδρες Θεσσαλοί, ὡς ὁρᾶτε, ἐπείγομαί τε τὴν ταχίστην ἐλῶν ἐς Θρηίκην καὶ σπουδὴν ἔχω, πεμφθεὶς κατά τι πρῆγμα ἐκ τοῦ στρατοπέδου μετὰ τῶνδε· αὐτὸς δὲ ὑμῖν Μαρδόνιος καὶ ὁ στρατὸς αὐτοῦ οὗτος κατὰ πόδας ἐμεῦ ἐλαύνων προσδόκιμός ἐστι. τοῦτον καὶ ξεινίζετε καὶ εὖ ποιεῦντες φαίνεσθε· οὐ γὰρ ὑμῖν ἐς χρόνον ταῦτα ποιεῦσι μεταμελήσει. [9.89.4] ταῦτα δὲ εἴπας ἀπήλαυνε σπουδῇ τὴν στρατιὴν διὰ Θεσσαλίης τε καὶ Μακεδονίης ἰθὺ τῆς Θρηίκης, ὡς ἀληθέως ἐπειγόμενος καὶ τὴν μεσόγαιαν τάμνων τῆς ὁδοῦ. καὶ ἀπικνέεται ἐς Βυζάντιον, καταλιπὼν τοῦ στρατοῦ τοῦ ἑωυτοῦ συχνοὺς ὑπὸ Θρηίκων τε κατακοπέντας κατ᾽ ὁδὸν καὶ λιμῷ συστάντας καὶ καμάτῳ· ἐκ Βυζαντίου δὲ διέβη πλοίοισι.

[9.86.1] Οι Έλληνες λοιπόν, αφού έθαψαν τους νεκρούς τους στις Πλαταιές, έκαναν αμέσως σύσκεψη κι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβών και ν᾽ απαιτήσουν να τους παραδώσουν τους συμπολίτες τους που μήδισαν, και πρώτιστα τον Τιμαγενίδα και τον Ατταγίνο, που ήταν ανάμεσα στους πρώτους ηγέτες τους· κι αν δεν τους παραδώσουν, να μη το κουνήσουν απ᾽ την πόλη τους προτού την κυριέψουν. [9.86.2] Πήραν αυτή την απόφαση και κατόπιν, την ενδέκατη μέρα μετά τη μάχη, πήγαν στις Θήβες και τις πολιορκούσαν, αξιώνοντας να τους παραδώσουν αυτούς που αναφέραμε· επειδή όμως οι Θηβαίοι δε δέχονταν να τους παραδώσουν, ρήμαζαν την ύπαιθρό τους κι έκαναν εφόδους στα τείχη τους.
[9.87.1] Και την εικοστή μέρα ο Τιμαγενίδας, καθώς το ρήμαγμα της γης τους δεν έλεγε να πάρει τέλος, είπε στους Θηβαίους τα εξής: «Άνδρες Θηβαίοι, επειδή οι Έλληνες είναι αποφασισμένοι να μη λύσουν την πολιορκία και να σηκωθούν να φύγουν προτού κυριέψουν τις Θήβες ή μας παραδώσετε σ᾽ αυτούς, τώρα φτάνει πια, αρκετά πλήρωσε κιόλας η γη της Βοιωτίας εξαιτίας μας· [9.87.2] αλλά, αν η παράδοσή μας είναι το πρόσχημά τους για ν᾽ απαιτήσουν χρήματα, ας τους δώσουμε χρήματα απ᾽ το δημόσιο ταμείο (δε μηδίσαμε βέβαια μονάχοι μας εμείς, αλλά μαζί μ᾽ όλη την πόλη)· αν όμως πολιορκούν την πόλη, επειδή θέλουν πραγματικά να βάλουν στο χέρι εμάς, εμείς θα παρουσιαστούμε μπροστά τους και θ᾽ απαντήσουμε στις κατηγορίες». Τα λόγια του φάνηκαν γνωστικά και με το παραπάνω και κατάλληλα για την περίσταση, κι αμέσως οι Θηβαίοι έστειλαν κήρυκα στον Παυσανία, με το μήνυμα πως δέχονται να του παραδώσουν τους άντρες που ζητούσε.
[9.88.1] Κι όταν έκλεισαν συμφωνία μ᾽ αυτούς τους όρους, ο Ατταγίνος δραπετεύει απ᾽ την πόλη, ενώ τα παιδιά του που τ᾽ άρπαξαν και τα έφεραν, ο Παυσανίας τα απάλλαξε απ᾽ την κατηγορία, λέγοντας πως τα παιδιά δε φταίνε καθόλου για τον μηδισμό. Όμως τους άλλους άντρες, που του παρέδωσαν οι Θηβαίοι —ετούτοι πίστευαν πως θα τους δοθεί η δυνατότητα ν᾽ απολογηθούν κι είχαν μάλιστα την πεποίθηση πως δίνοντας χρήματα θα γλιτώσουν— αλλά ο Παυσανίας, μόλις τους έβαλε στο χέρι, καθώς πέρασε απ᾽ το μυαλό του αυτή ακριβώς η υποψία, έστειλε στο καλό όλο το συμμαχικό στρατό κι εκείνους τους πήρε μαζί του στην Κόρινθο και τους σκότωσε. Αυτά λοιπόν έγιναν στις Πλαταιές και τις Θήβες.
[9.89.1] Ο Αρτάβαζος τώρα, ο γιος του Φαρνάκη, φεύγοντας από τις Πλαταιές βρισκόταν κιόλας πολύ μακριά. Κι οι Θεσσαλοί, όταν έφτασε στη χώρα τους, τον καλούσαν να τον φιλοξενήσουν και τον ρωτούσαν για το υπόλοιπο εκστρατευτικό σώμα, έτσι που δεν είχαν καμιά πληροφορία για όσα έγιναν στις Πλαταιές. [9.89.2] Ο Αρτάβαζος όμως σκέφτηκε πως, αν θελήσει να τους πει όλη την αλήθεια για τις μάχες, θα κινδυνέψει ν᾽ αφανιστεί κι ο ίδιος του και μαζί του κι ο στρατός του, επειδή νόμιζε πως όλοι θα πέσουν απάνω τους απ᾽ τη στιγμή που θα μάθουν τα γεγονότα· αυτά γυροφέρνοντας στο νου του δεν ανακοίνωνε τίποτα στους Φωκείς και στους Θεσσαλούς έλεγε τα εξής: [9.89.3] «Εγώ τώρα, άνδρες Θεσσαλοί, όπως βλέπετε, βιάζομαι να πορευτώ όσο γίνεται πιο γρήγορα στη Θράκη κι έχω λόγους να σπεύδω, για να εκτελέσω μαζί μ᾽ αυτούς εδώ κάποια αποστολή που μου ανέθεσαν απ᾽ το στρατόπεδο. Κι ο ίδιος ο Μαρδόνιος κι η στρατιά του πορεύεται στο κατόπι μου κι όπου να ᾽ναι να τον περιμένετε στη χώρα σας. Σ᾽ αυτόν να προσφέρετε φιλοξενία και κάθε περιποίηση· κι έτσι, γι᾽ αυτές τις καλές σας υπηρεσίες δε θα μετανιώσετε αργότερα». [9.89.4] Αυτά είπε κι οδηγούσε εσπευσμένα το στρατό του πίσω διασχίζοντας τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία κατευθείαν στη Θράκη, καθώς είχε κάθε λόγο να βιάζεται, παίρνοντας το δρόμο που περνά απ᾽ τα μεσόγεια. Και φτάνει στο Βυζάντιο, αφήνοντας πίσω του πολλούς στρατιώτες που είτε τους πετσόκοψαν οι Θράκες στην πορεία τους είτε τους θέρισε πείνα και κούραση· κι απ᾽ το Βυζάντιο πέρασε απέναντι με πλεούμενα.