Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (9.66.1-9.70.5)

[9.66.1] Αὕτη μέν νυν ἡ μάχη ἐπὶ τοσοῦτο ἐγένετο· Ἀρτάβαζος δὲ ὁ Φαρνάκεος αὐτίκα τε οὐκ ἠρέσκετο κατ᾽ ἀρχὰς λειπομένου Μαρδονίου ἀπὸ βασιλέος, καὶ τότε πολλὰ ἀπαγορεύων οὐδὲν ἤνυε, συμβάλλειν οὐκ ἐῶν· ἐποίησέ τε αὐτὸς τοιάδε ὡς οὐκ ἀρεσκόμενος τοῖσι πρήγμασι τοῖσι ἐκ Μαρδονίου ποιευμένοισι. [9.66.2] τῶν ἐστρατήγεε ὁ Ἀρτάβαζος (εἶχε δὲ δύναμιν οὐκ ὀλίγην ἀλλὰ καὶ ἐς τέσσερας μυριάδας ἀνθρώπων περὶ ἑωυτόν), τούτους, ὅκως ἡ συμβολὴ ἐγίνετο, εὖ ἐξεπιστάμενος τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης, ἦγε κατηρτισμένους, παραγγείλας κατὰ τὠυτὸ ἰέναι πάντας τῇ ἂν αὐτὸς ἐξηγῆται, ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρῶσι σπουδῆς ἔχοντα. [9.66.3] ταῦτα παραγγείλας ὡς ἐς μάχην ἦγε δῆθεν τὸν στρατόν· προτερέων δὲ τῆς ὁδοῦ ὥρα καὶ δὴ φεύγοντας τοὺς Πέρσας. οὕτω δὴ οὐκέτι τὸν αὐτὸν κόσμον κατηγέετο, ἀλλὰ τὴν ταχίστην ἐτρόχαζε φεύγων οὔτε ἐς τὸ ξύλινον τεῖχος οὔτε ἐς τὸ Θηβαίων τεῖχος ἀλλ᾽ ἐς Φωκέας, ἐθέλων ὡς τάχιστα ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον ἀπικέσθαι. [9.67.1] καὶ δὴ οὗτοι μὲν ταύτῃ ἐτράποντο· τῶν δὲ ἄλλων Ἑλλήνων τῶν μετὰ βασιλέος ἐθελοκακεόντων Βοιωτοὶ Ἀθηναίοισι ἐμαχέσαντο χρόνον ἐπὶ συχνόν· οἱ γὰρ μηδίζοντες τῶν Θηβαίων, οὗτοι εἶχον προθυμίην οὐκ ὀλίγην μαχόμενοί τε καὶ οὐκ ἐθελοκακέοντες, οὕτω ὥστε τριηκόσιοι αὐτῶν οἱ πρῶτοι καὶ ἄριστοι ἐνθαῦτα ἔπεσον ὑπὸ Ἀθηναίων· ὡς δὲ ἐτράποντο καὶ οὗτοι, ἔφευγον ἐς τὰς Θήβας, οὐ τῇ περ οἱ Πέρσαι καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων ὁ πᾶς ὅμιλος οὔτε διαμαχεσάμενος οὐδενὶ οὔτε τι ἀποδεξάμενος ἔφευγον. [9.68.1] δηλοῖ τέ μοι ὅτι πάντα τὰ πρήγματα τῶν βαρβάρων ἤρτητο ἐκ Περσέων, εἰ καὶ τότε οὗτοι πρὶν ἢ καὶ συμμεῖξαι τοῖσι πολεμίοισι ἔφευγον, ὅτι καὶ τοὺς Πέρσας ὥρων. οὕτω τε πάντες ἔφευγον πλὴν τῆς ἵππου τῆς τε ἄλλης καὶ τῆς Βοιωτίης· αὕτη δὲ τοσαῦτα προσωφέλεε τοὺς φεύγοντας, αἰεί τε πρὸς τῶν πολεμίων ἄγχιστα ἐοῦσα ἀπέργουσά τε τοὺς φιλίους φεύγοντας ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων. οἱ μὲν δὴ νικῶντες εἵποντο τοὺς Ξέρξεω διώκοντές τε καὶ φονεύοντες· [9.69.1] ἐν δὲ τούτῳ τῷ γινομένῳ φόβῳ ἀγγέλλεται τοῖσι ἄλλοισι Ἕλλησι τοῖσι τεταγμένοισι περὶ τὸ Ἥραιον καὶ ἀπογενομένοισι τῆς μάχης, ὅτι μάχη τε γέγονε καὶ νικῷεν οἱ μετὰ Παυσανίεω· οἱ δὲ ἀκούσαντες ταῦτα, οὐδένα κόσμον ταχθέντες, οἱ μὲν ἀμφὶ Κορινθίους ἐτράποντο διὰ τῆς ὑπωρέης καὶ τῶν κολωνῶν τὴν φέρουσαν ἄνω ἰθὺ τοῦ ἱροῦ τῆς Δήμητρος, οἱ δὲ ἀμφὶ Μεγαρέας τε καὶ Φλειασίους διὰ τοῦ πεδίου τὴν λειοτάτην τῶν ὁδῶν. [9.69.2] ἐπείτε δὲ ἀγχοῦ τῶν πολεμίων ἐγίνοντο οἱ Μεγαρέες καὶ Φλειάσιοι, ἀπιδόντες σφέας οἱ τῶν Θηβαίων ἱππόται ἐπειγομένους οὐδένα κόσμον ἤλαυνον ἐπ᾽ αὐτοὺς τοὺς ἵππους, τῶν ἱππάρχεε Ἀσωπόδωρος ὁ Τιμάνδρου. ἐσπεσόντες δὲ κατεστόρεσαν αὐτῶν ἑξακοσίους, τοὺς δὲ λοιποὺς κατήραξαν διώκοντες ἐς τὸν Κιθαιρῶνα. [9.70.1] οὗτοι μὲν δὴ ἐν οὐδενὶ λόγῳ ἀπώλοντο· οἱ δὲ Πέρσαι καὶ ὁ ἄλλος ὅμιλος, ὡς κατέφυγον ἐς τὸ ξύλινον τεῖχος, ἔφθησαν ἐπὶ τοὺς πύργους ἀναβάντες πρὶν ἢ τοὺς Λακεδαιμονίους ἀπικέσθαι, ἀναβάντες δὲ ἐφράξαντο ὡς ἐδυνέατο ἄριστα τὸ τεῖχος. προσελθόντων δὲ τῶν Ἀθηναίων κατεστήκεέ σφι τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη. [9.70.2] ἕως μὲν γὰρ ἀπῆσαν οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ δ᾽ ἠμύνοντο καὶ πολλῷ πλέον εἶχον τῶν Λακεδαιμονίων ὥστε οὐκ ἐπισταμένων τειχομαχέειν· ὡς δέ σφι Ἀθηναῖοι προσῆλθον, οὕτω δὴ ἰσχυρὴ ἐγίνετο τειχομαχίη καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν. τέλος δὲ ἀρετῇ τε καὶ λιπαρίῃ ἐπέβησαν Ἀθηναῖοι τοῦ τείχεος καὶ ἤριπον, τῇ δὴ ἐσεχέοντο οἱ Ἕλληνες. [9.70.3] πρῶτοι δὲ ἐσῆλθον Τεγεῆται ἐς τὸ τεῖχος, καὶ τὴν σκηνὴν τὴν Μαρδονίου οὗτοι ἦσαν οἱ διαρπάσαντες, τά τε ἄλλα ἐξ αὐτῆς καὶ τὴν φάτνην τῶν ἵππων, ἐοῦσαν χαλκέην πᾶσαν καὶ θέης ἀξίην. τὴν μέν νυν φάτνην ταύτην τὴν Μαρδονίου ἀνέθεσαν ἐς τὸν νηὸν τῆς Ἀλέης Ἀθηναίης Τεγεῆται, τὰ δὲ ἄλλα ἐς τὠυτό, ὅσα περ ἔλαβον, ἐσήνεικαν τοῖσι Ἕλλησι. [9.70.4] οἱ δὲ βάρβαροι οὐδὲν ἔτι στῖφος ἐποιήσαντο πεσόντος τοῦ τείχεος, οὐδέ τις αὐτῶν ἀλκῆς ἐμέμνητο, ἀλύκταζόν τε οἷα ἐν ὀλίγῳ χώρῳ πεφοβημένοι τε καὶ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι ἀνθρώπων. [9.70.5] παρῆν τε τοῖσι Ἕλλησι φονεύειν οὕτω ὥστε τριήκοντα μυριάδων στρατοῦ, καταδεουσέων τεσσέρων τὰς ἔχων Ἀρτάβαζος ἔφευγε, τῶν λοιπῶν μηδὲ τρεῖς χιλιάδας περιγενέσθαι. Λακεδαιμονίων δὲ τῶν ἐκ Σπάρτης ἀπέθανον οἱ πάντες ἐν τῇ συμβολῇ εἷς καὶ ἐνενήκοντα, Τεγεητέων δὲ ἑκκαίδεκα, Ἀθηναίων δὲ δύο καὶ πεντήκοντα.

[9.66.1] Λοιπόν τόσο κράτησε αυτή η μάχη· κι απ᾽ τη μεριά του ο Αρτάβαζος, ο γιος του Φαρνάκη, κι από την πρώτη αρχή, όταν ο Μαρδόνιος αποσπάστηκε απ᾽ το βασιλιά κι έμεινε πίσω, έδειξε τη δυσαρέσκειά του, και τότε δεν πετύχαινε τίποτε με τις συχνές αντιρρήσεις που πρόβαλλε, αποτρέποντάς τον απ᾽ το να δώσει μάχη. Και, δυσαρεστημένος απ᾽ τις ενέργειες του Μαρδονίου, έκανε τα εξής: [9.66.2] Γνωρίζοντας καλά ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα της μάχης, ο Αρτάβαζος (κι η δύναμη που είχε δεν ήταν λίγη, αλλά μπορεί να είχε γύρω του και σαράντα χιλιάδες πολεμιστές), την ώρα που γινόταν η μάχη, οδηγούσε το στρατό που διοικούσε με πλήρη εξάρτυση και τους είχε διατάξει να βαδίζουν όλοι τους στην κατεύθυνση που ο ίδιος θα πορευόταν επικεφαλής, και με το ρυθμό της δικής του πορείας. [9.66.3] Έδωσε αυτές τις διαταγές κι ύστερα οδηγούσε το στρατό του, τάχα για να δώσει μάχη· κι είχε προχωρήσει στο δρόμο του, όταν βλέπει τους Πέρσες να το βάζουν στα πόδια. Έτσι λοιπόν δεν οδηγούσε πια το στρατό του με την ίδια τάξη, αλλά έδωσε στη φυγή του ρυθμό τρεχάλας, όσο γίνεται ταχύτερο, κι όχι προς το ξύλινο τείχος ούτε στο τείχος των Θηβαίων, αλλά στη Φωκίδα, θέλοντας να φτάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα στον Ελλήσποντο.
[9.67.1] Κι αυτοί λοιπόν αυτό το δρόμο πήραν· τώρα, ενώ οι άλλοι Έλληνες που ακολουθούσαν το βασιλιά έδειχναν προσποιητή δειλία, οι Βοιωτοί έδωσαν μάχη με τους Αθηναίους για πολλή ώρα· γιατί αυτοί που πολεμούσαν με μεγάλο ζήλο και δεν προσποιούνταν τον δειλό ήταν οι Θηβαίοι που μήδιζαν, κι έτσι τριακόσιοι απ᾽ αυτούς, τα πρώτα παλικάρια, σκοτώθηκαν σ᾽ αυτή τη μάχη απ᾽ τους Αθηναίους· κι όταν τράπηκαν σε φυγή κι αυτοί, υποχωρούσαν προς τις Θήβες, αλλά από διαφορετικό δρόμο απ᾽ εκείνον που πήραν οι Πέρσες κι όλο το πλήθος των υπόλοιπων συμμάχων, που δεν έδωσαν μάχη με κανένα κι ούτε έδειξαν πουθενά αντρειοσύνη.
[9.68.1] Και βλέπω ξεκάθαρα πως η έκβαση της επιχείρησης των βαρβάρων κρεμόταν απόλυτα από τους Πέρσες, αφού τότε οι βάρβαροι, προτού καν έρθουν στα χέρια με τον εχθρό, τράπηκαν σε φυγή, επειδή έβλεπαν και τους Πέρσες να υποχωρούν. Κι έτσι όλοι το ᾽βαλαν στα πόδια εκτός από το ιππικό στο σύνολό του, προπάντων όμως το βοιωτικό· και νά ποιά βοήθεια έδινε στο στρατό που υποχωρούσε: βρισκόταν συνεχώς σε απόσταση αναπνοής απ᾽ τους εχθρούς και σχημάτιζε προστατευτικό φράγμα για τους δικούς τους που έφευγαν να σωθούν απ᾽ τους Έλληνες. Κι αυτοί, νικητές, πήραν στο καταπόδι τους στρατιώτες του Ξέρξη καταδιώκοντας και σκοτώνοντάς τους.
[9.69.1] Μες σ᾽ αυτό το χαμό φτάνει αγγελία στους υπόλοιπους Έλληνες που ήταν παραταγμένοι γύρω απ᾽ το ναό της Ήρας και δεν πήραν μέρος στη μάχη, ότι έχει γίνει μάχη και νικούσαν οι άντρες του Παυσανία· κι εκείνοι, όταν τ᾽ άκουσαν αυτά, χωρίς καμιά πειθαρχία και τάξη, όσοι ήταν στο σώμα των Κορινθίων πήραν να πορεύονται στους πρόποδες του βουνού και τη λοφοσειρά, το δρόμο που ανηφορίζει κατευθείαν στο ναό της Δήμητρας, ενώ όσοι ήταν στο σώμα των Μεγαρέων και των Φλιασίων τον πιο ομαλό δρόμο, αυτόν που διασχίζει την πεδιάδα. [9.69.2] Λοιπόν, οι Μεγαρείς και οι Φλιάσιοι πλησίασαν πολύ τον εχθρό, όταν τους αντίκρισαν οι Θηβαίοι ιππείς, που αρχηγός τους ήταν ο Ασωπόδωρος, ο γιος του Τιμάνδρου, να προχωρούν βιαστικά με απερίγραπτη σύγχυση, κι έκαναν επέλαση με τ᾽ άλογα εναντίον τους. Ρίχτηκαν επάνω τους κι έστρωσαν καταγής εξακόσιους απ᾽ αυτούς και καταδιώκοντας τους υπόλοιπους τους σάρωσαν κατά τον Κιθαιρώνα. Αυτοί λοιπόν αφανίστηκαν εντελώς άδοξα.
[9.70.1] Απ᾽ τη μεριά τους οι Πέρσες και το υπόλοιπο στράτευμα, αφού κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος, πρόλαβαν κι ανέβηκαν στους πύργους πριν φτάσουν οι Λακεδαιμόνιοι· ανέβηκαν κι ενίσχυσαν όσο μπορούσαν καλύτερα το τείχος. Κι όταν πλησίασαν οι Λακεδαιμόνιοι, η τειχομαχία πήρε μεγαλύτερη σφοδρότητα. [9.70.2] Γιατί, όση ώρα οι Αθηναίοι απουσίαζαν, οι Πέρσες κρατούσαν άμυνα κι η υπεροχή τους απέναντι στους Λακεδαιμονίους, που αγνοούσαν την τέχνη της τειχομαχίας, ήταν μεγάλη· όταν όμως ήρθαν σ᾽ ενίσχυσή τους οι Αθηναίοι, τότε λοιπόν έγινε φοβερή τειχομαχία που κράτησε πολύ. Στο τέλος λοιπόν με την παλικαριά και το κουράγιο τους οι Αθηναίοι πάτησαν το τείχος κι άνοιξαν ρήγμα· και μέσ᾽ απ᾽ αυτό ξεχύθηκαν στο εσωτερικό του οι Έλληνες. [9.70.3] Κι οι πρώτοι που μπήκαν στο τείχος ήταν οι Τεγεάτες κι ήταν αυτοί που άρπαξαν τη σκηνή του Μαρδονίου κι ό,τι είχε μέσα, ανάμεσα σ᾽ αυτά και τις φάτνες των αλόγων που ήταν όλες από χαλκό κι αξιοθέατες. Λοιπόν οι Τεγεάτες αυτές τις φάτνες του Μαρδονίου τις αφιέρωσαν στο ναό της Αλέας Αθηνάς, ενώ τα άλλα, όσα έπεσαν στα χέρια τους, τα έφεραν στον κοινό σωρό που έκαναν οι Έλληνες. [9.70.4] Κι οι βάρβαροι, απ᾽ τη στιγμή που έπεσε το τείχος, δε σχημάτισαν πια πυκνή φάλαγγα, κι όλοι τους ξαστόχησαν την πολεμική αρετή τους, κι ήταν να τους κλαις, καθώς, πανικόβλητοι και πολλές χιλιάδες κόσμος, στριμώχτηκαν σε στενό χώρο. [9.70.5] Κι είχαν τόση άνεση οι Έλληνες να σκοτώνουν, ώστε από τριακόσιες χιλιάδες στρατό, αν απ᾽ τον αριθμό αυτό βγάλουμε τις σαράντα χιλιάδες που πήρε μαζί του ο Αρτάβαζος στη φυγή του, απ᾽ τους υπόλοιπους ούτε τρεις χιλιάδες σώθηκαν, ενώ απ᾽ τους Λακεδαιμονίους, σ᾽ αυτή τη σύγκρουση, σκοτώθηκαν συνολικά ενενήντα ένας Σπαρτιάτες, απ᾽ τους Τεγεάτες δεκαέξι, κι απ᾽ τους Αθηναίους πενήντα δύο.