Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (7.8.1-7.14.3)

[7.8.1] Ὁ δὲ Νικίας αἰσθόμενος τοῦτο καὶ ὁρῶν καθ᾽ ἡμέραν ἐπιδιδοῦσαν τήν τε τῶν πολεμίων ἰσχὺν καὶ τὴν σφετέραν ἀπορίαν, ἔπεμπε καὶ αὐτὸς ἐς τὰς Ἀθήνας ἀγγέλλων πολλάκις μὲν καὶ ἄλλοτε καθ᾽ ἕκαστα τῶν γιγνομένων, μάλιστα δὲ καὶ τότε, νομίζων ἐν δεινοῖς τε εἶναι καί, εἰ μὴ ὡς τάχιστα ἢ σφᾶς μεταπέμψουσιν ἢ ἄλλους μὴ ὀλίγους ἀποστελοῦσιν, οὐδεμίαν εἶναι σωτηρίαν. [7.8.2] φοβούμενος δὲ μὴ οἱ πεμπόμενοι ἢ κατὰ τὴν τοῦ λέγειν ἀδυνασίαν ἢ καὶ μνήμης ἐλλιπεῖς γιγνόμενοι ἢ τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγέλλωσιν, ἔγραψεν ἐπιστολήν, νομίζων οὕτως ἂν μάλιστα τὴν αὑτοῦ γνώμην μηδὲν ἐν τῷ ἀγγέλῳ ἀφανισθεῖσαν μαθόντας τοὺς Ἀθηναίους βουλεύσασθαι περὶ τῆς ἀληθείας. [7.8.3] καὶ οἱ μὲν ᾤχοντο φέροντες, οὓς ἀπέστειλε, τὰ γράμματα καὶ ὅσα ἔδει αὐτοὺς εἰπεῖν· ὁ δὲ τὰ κατὰ τὸ στρατόπεδον διὰ φυλακῆς μᾶλλον ἤδη ἔχων ἢ δι᾽ ἑκουσίων κινδύνων ἐπεμέλετο.
[7.9.1] Ἐν δὲ τῷ αὐτῷ θέρει τελευτῶντι καὶ Εὐετίων στρατηγὸς Ἀθηναίων μετὰ Περδίκκου στρατεύσας ἐπ᾽ Ἀμφίπολιν Θρᾳξὶ πολλοῖς τὴν μὲν πόλιν οὐχ εἷλεν, ἐς δὲ τὸν Στρυμόνα περικομίσας τριήρεις ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἐπολιόρκει ὁρμώμενος ἐξ Ἱμεραίου. καὶ τὸ θέρος ἐτελεύτα.
[7.10.1] Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος ἥκοντες ἐς τὰς Ἀθήνας οἱ παρὰ τοῦ Νικίου ὅσα τε ἀπὸ γλώσσης εἴρητο αὐτοῖς εἶπον, καὶ εἴ τίς τι ἐπηρώτα ἀπεκρίνοντο, καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἀπέδοσαν. ὁ δὲ γραμματεὺς ὁ τῆς πόλεως παρελθὼν ἀνέγνω τοῖς Ἀθηναίοις δηλοῦσαν τοιάδε.
[7.11.1] «Τὰ μὲν πρότερον πραχθέντα, ὦ Ἀθηναῖοι, ἐν ἄλλαις πολλαῖς ἐπιστολαῖς ἴστε· νῦν δὲ καιρὸς οὐχ ἧσσον μαθόντας ὑμᾶς ἐν ᾧ ἐσμὲν βουλεύσασθαι. [7.11.2] κρατησάντων γὰρ ἡμῶν μάχαις ταῖς πλέοσι Συρακοσίους ἐφ᾽ οὓς ἐπέμφθημεν καὶ τὰ τείχη οἰκοδομησαμένων ἐν οἷσπερ νῦν ἐσμέν, ἦλθε Γύλιππος Λακεδαιμόνιος στρατιὰν ἔχων ἔκ τε Πελοποννήσου καὶ ἀπὸ τῶν ἐν Σικελίᾳ πόλεων ἔστιν ὧν. καὶ μάχῃ τῇ μὲν πρώτῃ νικᾶται ὑφ᾽ ἡμῶν, τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἱππεῦσί τε πολλοῖς καὶ ἀκοντισταῖς βιασθέντες ἀνεχωρήσαμεν ἐς τὰ τείχη. [7.11.3] νῦν οὖν ἡμεῖς μὲν παυσάμενοι τοῦ περιτειχισμοῦ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐναντίων ἡσυχάζομεν (οὐδὲ γὰρ ξυμπάσῃ τῇ στρατιᾷ δυναίμεθ᾽ ἂν χρήσασθαι ἀπανηλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦ)· οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν, ὥστε μὴ εἶναι ἔτι περιτειχίσαι αὐτούς, ἢν μή τις τὸ παρατείχισμα τοῦτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθὼν ἕλῃ. [7.11.4] ξυμβέβηκέ τε πολιορκεῖν δοκοῦντας ἡμᾶς ἄλλους αὐτοὺς μᾶλλον, ὅσα γε κατὰ γῆν, τοῦτο πάσχειν· οὐδὲ γὰρ τῆς χώρας ἐπὶ πολὺ διὰ τοὺς ἱππέας ἐξερχόμεθα.
[7.12.1] «Πεπόμφασι δὲ καὶ ἐς Πελοπόννησον πρέσβεις ἐπ᾽ ἄλλην στρατιάν, καὶ ἐς τὰς ἐν Σικελίᾳ πόλεις Γύλιππος οἴχεται, τὰς μὲν καὶ πείσων ξυμπολεμεῖν ὅσαι νῦν ἡσυχάζουσιν, ἀπὸ δὲ τῶν καὶ στρατιὰν ἔτι πεζὴν καὶ ναυτικοῦ παρασκευήν, ἢν δύνηται, ἄξων. [7.12.2] διανοοῦνται γάρ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, τῷ τε πεζῷ ἅμα τῶν τειχῶν ἡμῶν πειρᾶν καὶ ταῖς ναυσὶ κατὰ θάλασσαν. [7.12.3] καὶ δεινὸν μηδενὶ ὑμῶν δόξῃ εἶναι ὅτι καὶ κατὰ θάλασσαν. τὸ γὰρ ναυτικὸν ἡμῶν, ὅπερ κἀκεῖνοι πυνθάνονται, τὸ μὲν πρῶτον ἤκμαζε καὶ τῶν νεῶν τῇ ξηρότητι καὶ τῶν πληρωμάτων τῇ σωτηρίᾳ· νῦν δὲ αἵ τε νῆες διάβροχοι τοσοῦτον χρόνον ἤδη θαλασσεύουσαι, καὶ τὰ πληρώματα ἔφθαρται. [7.12.4] τὰς μὲν γὰρ ναῦς οὐκ ἔστιν ἀνελκύσαντας διαψύξαι διὰ τὸ ἀντιπάλους τῷ πλήθει καὶ ἔτι πλείους τὰς τῶν πολεμίων οὔσας αἰεὶ προσδοκίαν παρέχειν ὡς ἐπιπλεύσονται. [7.12.5] φανεραὶ δ᾽ εἰσὶν ἀναπειρώμεναι, καὶ αἱ ἐπιχειρήσεις ἐπ᾽ ἐκείνοις καὶ ἀποξηρᾶναι τὰς σφετέρας μᾶλλον ἐξουσία· οὐ γὰρ ἐφορμοῦσιν ἄλλοις. [7.13.1] ἡμῖν δ᾽ ἐκ πολλῆς ἂν περιουσίας νεῶν μόλις τοῦτο ὑπῆρχε καὶ μὴ ἀναγκαζομένοις ὥσπερ νῦν πάσαις φυλάσσειν· εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ τῆς τηρήσεως, τὰ ἐπιτήδεια οὐχ ἕξομεν, παρὰ τὴν ἐκείνων πόλιν χαλεπῶς καὶ νῦν ἐσκομιζόμενοι. [7.13.2] τὰ δὲ πληρώματα διὰ τόδε ἐφθάρη τε ἡμῖν καὶ ἔτι νῦν φθείρεται, τῶν ναυτῶν [τῶν] μὲν διὰ φρυγανισμὸν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ὑδρείαν μακρὰν ὑπὸ τῶν ἱππέων ἀπολλυμένων· οἱ δὲ θεράποντες, ἐπειδὴ ἐς ἀντίπαλα καθεστήκαμεν, αὐτομολοῦσι, καὶ οἱ ξένοι οἱ μὲν ἀναγκαστοὶ ἐσβάντες εὐθὺς κατὰ τὰς πόλεις ἀποχωροῦσιν, οἱ δὲ ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ τὸ πρῶτον ἐπαρθέντες καὶ οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι, ἐπειδὴ παρὰ γνώμην ναυτικόν τε δὴ καὶ τἆλλα ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀνθεστῶτα ὁρῶσιν, οἱ μὲν ἐπ᾽ αὐτομολίας προφάσει ἀπέρχονται, οἱ δὲ ὡς ἕκαστοι δύνανται (πολλὴ δ᾽ ἡ Σικελία), εἰσὶ δ᾽ οἳ καὶ αὐτοὶ ἐμπορευόμενοι ἀνδράποδα Ὑκκαρικὰ ἀντεμβιβάσαι ὑπὲρ σφῶν πείσαντες τοὺς τριηράρχους τὴν ἀκρίβειαν τοῦ ναυτικοῦ ἀφῄρηνται. [7.14.1] ἐπισταμένοις δ᾽ ὑμῖν γράφω ὅτι βραχεῖα ἀκμὴ πληρώματος καὶ ὀλίγοι τῶν ναυτῶν οἱ ἐξορμῶντές τε ναῦν καὶ ξυνέχοντες τὴν εἰρεσίαν. [7.14.2] τούτων δὲ πάντων ἀπορώτατον τό τε μὴ οἷόν τε εἶναι ταῦτα ἐμοὶ κωλῦσαι τῷ στρατηγῷ (χαλεπαὶ γὰρ αἱ ὑμέτεραι φύσεις ἄρξαι) καὶ ὅτι οὐδ᾽ ὁπόθεν ἐπιπληρωσόμεθα τὰς ναῦς ἔχομεν, ὃ τοῖς πολεμίοις πολλαχόθεν ὑπάρχει, ἀλλ᾽ ἀνάγκη ἀφ᾽ ὧν ἔχοντες ἤλθομεν τά τε ὄντα καὶ ἀπαναλισκόμενα γίγνεσθαι· αἱ γὰρ νῦν οὖσαι πόλεις ξύμμαχοι ἀδύνατοι Νάξος καὶ Κατάνη. [7.14.3] εἰ δὲ προσγενήσεται ἓν ἔτι τοῖς πολεμίοις, ὥστε τὰ τρέφοντα ἡμᾶς χωρία τῆς Ἰταλίας, ὁρῶντα ἐν ᾧ τ᾽ ἐσμὲν καὶ ὑμῶν μὴ ἐπιβοηθούντων, πρὸς ἐκείνους χωρῆσαι, διαπεπολεμήσεται αὐτοῖς ἀμαχεὶ ἐκπολιορκηθέντων ἡμῶν [ὁ πόλεμος].

[7.8.1] Ο Νικίας τα αντιλαμβανόταν αυτά κι έβλεπε ότι μέρα με την ημέρα μεγάλωναν οι δυνάμεις του εχθρού, καθώς και οι δικές του δυσκολίες. Έστελνε κι αυτός μηνύματα στην Αθήνα. Και άλλοτε ανάφερε τα γεγονότα ένα ένα, αλλά ιδίως τότε, γιατί θεωρούσε ότι ήταν σε δύσκολη θέση και ότι έπρεπε το γρηγορότερο ή να τον ανακαλέσουν ή να στείλουν πολύ στρατό, αλλιώς δεν υπήρχε σωτηρία. [7.8.2] Επειδή φοβόταν μήπως οι απεσταλμένοι είτε από ανικανότητα είτε από έλλειψη μνήμης, είτε ακόμα από την επιθυμία να είναι ευχάριστοι στον λαό, δεν περιγράψουν σωστά την πραγματικότητα, έγραψε επιστολή. Θεωρούσε ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος να πληροφορηθούν οι Αθηναίοι τις απόψεις του, χωρίς αυτές να παραμορφωθούν από λάθος του απεσταλμένου, και ν᾽ αποφασίσουν ξέροντας την πραγματικότητα. [7.8.3] Οι αγγελιαφόροι έφυγαν με την επιστολή του και τις εντολές τί έπρεπε να πουν, και ο Νικίας έπαιρνε μέτρα για τον στρατό του φροντίζοντας πια περισσότερο για την ασφάλεια του στρατεύματος παρά για να μην το εκθέσει εκούσια σε κίνδυνο.
[7.9.1] Στο τέλος του ίδιου καλοκαιριού ο στρατηγός των Αθηναίων Ευετίων εκστράτευσε με τον Περδίκκα εναντίον της Αμφίπολης. Είχε μαζί του πολλούς Θράκες, αλλά δεν μπόρεσε να κυριέψει την πολιτεία. Έφερε, όμως, στον Στρυμόνα πολεμικά καράβια και την πολιορκούσε, έχοντας βάση το Ιμέραιο. Έτσι τέλειωσε το καλοκαίρι αυτό.
[7.10.1] Τον ακόλουθο χειμώνα έφτασαν στην Αθήνα οι απεσταλμένοι του Νικία. Ανακοίνωσαν τα όσα τους είχε πει προφορικά, αποκρίθηκαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους έκαναν και παράδωσαν την επιστολή του Νικία. Ο γραμματέας της πολιτείας την διάβασε στους Αθηναίους από το βήμα. Έλεγε, περίπου, τα ακόλουθα:
[7.11.1] «Γνωρίζετε, Αθηναίοι, από προηγούμενες πολλές επιστολές, τα όσα έχουν γίνει έως σήμερα. Τώρα, όμως, ήρθε η στιγμή, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να πάρετε αποφάσεις, αφού μάθετε σε ποιά κατάσταση βρισκόμαστε. [7.11.2] Είχαμε νικήσει στις περισσότερες μάχες τους Συρακουσίους, τους οποίους μας είχατε στείλει να πολεμήσομε, και είχαμε χτίσει τα τείχη στα οποία βρισκόμαστε τώρα, όταν ήρθε ο Λακεδαιμόνιος Γύλιππος με στρατό από την Πελοπόννησο και από μερικές πολιτείες της Σικελίας. Στην πρώτη μάχη τον νικήσαμε, αλλά την επομένη, το πολύ ιππικό του και οι ακοντιστές του μας ανάγκασαν να υποχωρήσομε στα τείχη. [7.11.3] Και τώρα εμείς σταματήσαμε την οικοδόμηση του τείχους, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των αντιπάλων και δεν κάνομε τίποτε — δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσομε ολόκληρο τον στρατό μας, γιατί ένα μέρος των οπλιτών απασχολείται στην φρούρηση του τείχους. Οι εχθροί έχτισαν ένα εγκάρσιο προς το δικό μας απλό τείχος, κατά τρόπο ώστε, αν δεν το κυριέψομε με πολύν στρατό, να μην μπορούμε να τους αποκλείσομε με τείχος. [7.11.4] Και συμβαίνει, ενώ φαινομενικά είμαστε οι πολιορκητές, να μας πολιορκούν μάλλον εκείνοι στην στεριά, γιατί εξαιτίας του ιππικού, δεν κάνομε εξόδους σε μεγάλη απόσταση.
[7.12.1] »Έστειλαν πρέσβεις στην Πελοπόννησο για να ζητήσουν κι άλλο στρατό και ο Γύλιππος περιφέρεται στις άλλες πολιτείες της Σικελίας για να πείσει εκείνες που είναι τώρα ουδέτερες να συμπολεμήσουν μαζί τους και από τις άλλες να φέρει, αν μπορεί, στρατό και καράβια. [7.12.2] Καθώς έχω πληροφορίες, σκοπός τους είναι να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους εναντίον μας και με το πεζικό εναντίον των τειχών μας και με τα καράβια τους στην θάλασσα. [7.12.3] Ας μην θεωρήσει κανείς φοβερό το “στην θάλασσα”. Το ναυτικό μας, (και αυτό το ξέρουν και εκείνοι) στην αρχή ήταν σε άριστη κατάσταση επειδή και τα σκάφη ήσαν στεγανά και τα πληρώματα ανέπαφα. Αλλά τώρα τα καράβια κάνουν νερά επειδή είναι από τόσον καιρό στη θάλασσα και τα πληρώματα έχουν χαλάσει. [7.12.4] Δεν μπορούμε να σύρομε τα καράβια στην στεριά για να τα στεγνώσομε, επειδή πρέπει συνεχώς να είμαστε επιφυλακή, μήπως τα καράβια του εχθρού, ισάριθμα και περισσότερα απ᾽ τα δικά μας, μας επιτεθούν. [7.12.5] Είναι φανερό ότι κάνουν συνεχώς ασκήσεις, μ᾽ αυτόν τον σκοπό. Έχουν την πρωτοβουλία να κάνουν επίθεση και την ευκολία να στεγνώνουν τα καράβια τους, αφού δεν είναι αναγκασμένοι να φρουρούν έναν εχθρό.
[7.13.1] »Εμείς, και αν ακόμα είχαμε πολύ περισσότερα καράβια, δύσκολα πάλι θα είχαμε αυτήν την δυνατότητα κι αν δεν ήμαστε, όπως τώρα, υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε όλα τα καράβια μας για επιφυλακή. Αν χαλαρώσομε, έστω και λίγο, την επιτήρησή μας, δεν θα μπορούμε να έχομε ανεφοδιασμό αφού και τώρα ακόμα, με δυσκολία τον φέρνομε. [7.13.2] Αν τα πληρώματα άρχισαν και εξακολουθούν να χαλούν, ο λόγος είναι ότι οι ναύτες μας, που απομακρύνονται για να βρουν φρύγανα ή για να λεηλατήσουν ή για να βρουν νερό, σκοτώνονται από το ιππικό. Οι δούλοι, από τότε που έχομε ισόπαλες δυνάμεις με τον εχθρό, αυτομολούν. Οι ξένοι, όσοι είχαν στρατολογηθεί με τη βία, σκόρπισαν αμέσως στις διάφορες πολιτείες, ενώ όσοι, στην αρχή, είχαν δελεαστεί απ᾽ τον μεγάλο μισθό και είχαν φανταστεί ότι θα χρηματίζονταν και δεν θα πολεμούσαν, τώρα που, παρά την προσδοκία τους, βλέπουν ότι και το ναυτικό μας και οι δυνάμεις μας συναντούν την αντίσταση του εχθρού, φεύγουν με κάποια πρόφαση κι αυτομολούν ή πάνε ο καθένας όπου μπορεί — και η Σικελία είναι μεγάλη! Μερικοί μάλιστα που θέλουν να κάνουν εμπόριο, έπεισαν τους τριηράρχους να επιβιβάσουν στη θέση τους δούλους από τα Ύκκαρα και χάλασαν έτσι την ποιότητα των πληρωμάτων.
[7.14.1] »Γράφω σε ανθρώπους που ξέρουν πόσο σύντομος είναι ο χρόνος που ένα πλήρωμα διατηρείται στην άριστη κατάστασή του και πόσο λίγοι είναι οι ναύτες οι οποίοι μπορούν να δώσουν αρκετή ταχύτητα στο καράβι και να διατηρήσουν τον ρυθμό της κωπηλασίας. [7.14.2] Αλλά το χειρότερο απ᾽ όλα είναι ότι εγώ, ο στρατηγός, δεν μπορώ να τα εμποδίσω αυτά —δεν είναι εύκολο να σας διοικεί κανείς— και ότι δεν έχομε από πού να συμπληρώσομε τα πληρώματά μας, ενώ ο εχθρός έχει διάφορα και πολλά μέσα. Εμείς είμαστε αναγκασμένοι ν᾽ αντλούμε από τις δυνάμεις με τις οποίες ήρθαμε αρχικά, τόσο για τις τρέχουσες ανάγκες, όσο και για την αναπλήρωση των κενών, και τούτο επειδή οι τωρινοί μας σύμμαχοι, Νάξος και Κατάνη, δεν μπορούν να μας βοηθήσουν. [7.14.3] Αν ο εχθρός λάβει ακόμα κάποια βοήθεια και αν οι πολιτείες της Ιταλίας, που τώρα μας τρέφουν, βλέποντας την κατάστασή μας και ξέροντας ότι δεν μας βοηθάτε, στραφούν προς τον εχθρό, τότε αυτός θα έχει κερδίσει τον πόλεμο χωρίς να πολεμήσει, γιατί θ᾽ αναγκαστούμε να παραδοθούμε.