Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (9.36.1-9.40.1)

[9.36.1] Οὗτος δὴ τότε τοῖσι Ἕλλησι ὁ Τεισαμενὸς ἀγόντων τῶν Σπαρτιητέων ἐμαντεύετο ἐν τῇ Πλαταιίδι. τοῖσι μέν νυν Ἕλλησι καλὰ ἐγίνετο τὰ ἱρὰ ἀμυνομένοισι, διαβᾶσι δὲ τὸν Ἀσωπὸν καὶ μάχης ἄρχουσι οὔ· [9.37.1] Μαρδονίῳ δὲ προθυμεομένῳ μάχης ἄρχειν οὐκ ἐπιτήδεα ἐγίνετο τὰ ἱρά, ἀμυνομένῳ δὲ καὶ τούτῳ καλά. καὶ γὰρ οὗτος Ἑλληνικοῖσι ἱροῖσι ἐχρᾶτο, μάντιν ἔχων Ἡγησίστρατον, ἄνδρα Ἠλεῖόν τε καὶ τῶν Τελλιαδέων ἐόντα λογιμώτατον, τὸν δὴ πρότερον τούτων Σπαρτιῆται λαβόντες ἔδησαν ἐπὶ θανάτῳ ὡς πεπονθότες πολλά τε καὶ ἀνάρσια ὑπ᾽ αὐτοῦ. [9.37.2] ὁ δὲ ἐν τούτῳ τῷ κακῷ ἐχόμενος, ὥστε τρέχων περὶ τῆς ψυχῆς πρό τε τοῦ θανάτου πεισόμενος πολλά τε καὶ λυγρά, ἔργον ἐργάσατο μέζον λόγου. ὡς γὰρ δὴ ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ, ἐσενειχθέντος κως σιδηρίου ἐκράτησε, αὐτίκα δὲ ἐμηχανᾶτο ἀνδρηιότατον ἔργον πάντων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν· σταθμησάμενος γὰρ ὅκως ἐξελεύσεταί οἱ τὸ λοιπὸν τοῦ ποδός, ἀπέταμε τὸν ταρσὸν ἑωυτοῦ. [9.37.3] ταῦτα δὲ ποιήσας, ὥστε φυλασσόμενος ὑπὸ φυλάκων, διορύξας τὸν τοῖχον ἀπέδρη ἐς Τεγέην, τὰς μὲν νύκτας πορευόμενος, τὰς δὲ ἡμέρας καταδύνων ἐς ὕλην καὶ αὐλιζόμενος. οὕτω ὥστε Λακεδαιμονίων πανδημεὶ διζημένων τρίτῃ εὐφρόνῃ γενέσθαι ἐν Τεγέῃ, τοὺς δὲ ἐν θώματι μεγάλῳ ἐνέχεσθαι τῆς τε τόλμης, ὁρῶντας τὸ ἡμίτομον τοῦ ποδὸς κείμενον κἀκεῖνον οὐ δυναμένους εὑρεῖν. [9.37.4] τότε μὲν οὕτω διαφυγὼν Λακεδαιμονίους καταφεύγει ἐς Τεγέην, ἐοῦσαν οὐκ ἀρθμίην Λακεδαιμονίοισι τοῦτον τὸν χρόνον· ὑγιὴς δὲ γενόμενος καὶ προσποιησάμενος ξύλινον πόδα κατεστήκεε ἐκ τῆς ἰθέης Λακεδαιμονίοισι πολέμιος. οὐ μέντοι ἔς γε τέλος οἱ συνήνεικε τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκρημένον· ἥλω γὰρ μαντευόμενος ἐν Ζακύνθῳ ὑπ᾽ αὐτῶν καὶ ἀπέθανε. [9.38.1] ὁ μέν νυν θάνατος ὁ Ἡγησιστράτου ὕστερον ἐγένετο τῶν Πλαταιικῶν, τότε δὲ ἐπὶ τῷ Ἀσωπῷ Μαρδονίῳ μεμισθωμένος οὐκ ὀλίγου ἐθύετό τε καὶ προεθυμέετο κατά τε τὸ ἔχθος τὸ Λακεδαιμονίων καὶ κατὰ τὸ κέρδος. [9.38.2] ὡς δὲ οὐκ ἐκαλλιέρεε ὥστε μάχεσθαι οὔτε αὐτοῖσι Πέρσῃσι οὔτε τοῖσι μετ᾽ ἐκείνων ἐοῦσι Ἑλλήνων (εἶχον γὰρ καὶ οὗτοι ἐπ᾽ ἑωυτῶν μάντιν Ἱππόμαχον Λευκάδιον ἄνδρα), ἐπιρρεόντων δὲ τῶν Ἑλλήνων καὶ γινομένων πλεύνων Τιμηγενίδης ὁ Ἕρπυος ἀνὴρ Θηβαῖος συνεβούλευσε Μαρδονίῳ τὰς ἐκβολὰς τοῦ Κιθαιρῶνος φυλάξαι, λέγων ὡς ἐπιρρέουσι οἱ Ἕλληνες αἰεὶ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην καὶ ὡς ἀπο λάμψοιτο συχνούς. [9.39.1] ἡμέραι δέ σφι ἀντικατημένοισι ἤδη ἐγεγόνεσαν ὀκτώ, ὅτε ταῦτα ἐκεῖνος συνεβούλευε Μαρδονίῳ. ὁ δὲ μαθὼν τὴν παραίνεσιν εὖ ἔχουσαν, ὡς εὐφρόνη ἐγένετο, πέμπει τὴν ἵππον ἐς τὰς ἐκβολὰς τὰς Κιθαιρωνίδας αἳ ἐπὶ Πλαταιέων φέρουσι, τὰς Βοιωτοὶ μὲν Τρεῖς Κεφαλὰς καλέουσι, Ἀθηναῖοι δὲ Δρυὸς Κεφαλάς. [9.39.2] πεμφθέντες δὲ οἱ ἱππόται οὐ μάτην ἀπίκοντο· ἐσβάλλοντα γὰρ ἐς τὸ πεδίον λαμβάνουσι ὑποζύγιά τε πεντακόσια, σιτία ἄγοντα ἀπὸ Πελοποννήσου ἐς τὸ στρατόπεδον, καὶ ἀνθρώπους οἳ εἵποντο τοῖσι ζεύγεσι. ἑλόντες δὲ ταύτην τὴν ἄγρην οἱ Πέρσαι ἀφειδέως ἐφόνευον, [οὐ] φειδόμενοι οὔτε ὑποζυγίου οὐδενὸς οὔτε ἀνθρώπου. ὡς δὲ ἄδην εἶχον κτείνοντες, τὰ λοιπὰ αὐτῶν ἤλαυνον περιβαλόμενοι παρά τε Μαρδόνιον καὶ ἐς τὸ στρατόπεδον. [9.40.1] μετὰ δὲ τοῦτο τὸ ἔργον ἑτέρας δύο ἡμέρας διέτριψαν, οὐδέτεροι βουλόμενοι μάχης ἄρξαι· μέχρι μὲν γὰρ τοῦ Ἀσωποῦ ἐπήισαν οἱ βάρβαροι πειρώμενοι τῶν Ἑλλήνων, διέβαινον δὲ οὐδέτεροι. ἡ μέντοι ἵππος ἡ Μαρδονίου αἰεὶ προσέκειτό τε καὶ ἐλύπεε τοὺς Ἕλληνας· οἱ γὰρ Θηβαῖοι, ἅτε μηδίζοντες μεγάλως, προθύμως ἔφερον τὸν πόλεμον καὶ αἰεὶ κατηγέοντο μέχρι μάχης, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου παραδεκόμενοι Πέρσαι τε καὶ Μῆδοι μάλα ἔσκον οἳ ἀπεδείκνυντο ἀρετάς.

[9.36.1] Αυτός λοιπόν ο Τισαμενός, που συνόδευε τους Σπαρτιάτες, εκτελούσε χρέη μάντη για τους Έλληνες στο στρατόπεδο των Πλαταιών. Και οι θυσίες έδιναν καλά προγνωστικά στους Έλληνες, αν κρατούσαν άμυνα, όχι όμως αν διάβαιναν τον Ασωπό κι έκαναν αυτοί την αρχή στις εχθροπραξίες.
[9.37.1] Επίσης για τον Μαρδόνιο οι θυσίες δεν έδιναν καλά προγνωστικά, αν έσπευδε ν᾽ αρχίσει αυτός τη μάχη, αν όμως κρατούσε άμυνα, και γι᾽ αυτόν καλά. Γιατί κι αυτός θυσίαζε με τον τρόπο των Ελλήνων, έχοντας στην ακολουθία του τον μάντη Ηγησίστρατο, που καταγόταν από την Ηλεία κι ήταν ο πιο αξιόλογος ανάμεσα στους Τελλιάδες, αυτόν που πριν απ᾽ αυτά τα γεγονότα οι Σπαρτιάτες τον συνέλαβαν και τον έριξαν στα δεσμά με σκοπό να τον θανατώσουν, γιατί είχαν πάθει πολλά κι ανυπόφορα απ᾽ αυτόν. [9.37.2] Κι αυτός, καθώς τον έζωνε τούτη η συμφορά, στον αγώνα του να σώσει τη ζωή του, προτιμώντας να πάθει πολλά και οδυνηρά παρά να θανατωθεί, έκανε έναν άθλο που ξεπερνά κάθε περιγραφή. Δηλαδή, δεμένος πια σε ξύλινο δόκανο ενισχυμένο με σιδεριές, εξασφάλισε μαχαίρι —με ποιόν άραγε τρόπο έφτασε στα χέρια του;— κι αμέσως έβαλε σ᾽ εκτέλεση μια πράξη που χρειάστηκε πρωτάκουστη τόλμη: γιατί, αφού υπολόγισε πόσο χρειάζεται να κόψει απ᾽ το πέλμα του για να βγει το υπόλοιπο απ᾽ το δόκανο, έκοψε αυτό που περίσσευε. [9.37.3] Κι αφού έκανε αυτά, καθώς τον φρουρούσαν δεσμοφύλακες, άνοιξε τρύπα στον τοίχο κι απέδρασε στην Τεγέα· τις νύχτες έκανε πορεία και τις μέρες βυθιζόταν σε δάσος και κοιμόταν στο ύπαιθρο, έτσι ώστε, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι πανστρατιά τον αναζητούσαν, το τρίτο βράδυ έφτασε στην Τεγέα, κι οι άλλοι έμειναν άναυδοι με την τόλμη του, βλέποντας το κομμάτι απ᾽ το πέλμα πεταμένο καταγής και μη μπορώντας να βρουν τον ίδιο. [9.37.4] Τότε λοιπόν μ᾽ αυτό τον τρόπο ξέφυγε απ᾽ τους Λακεδαιμονίους και κατέφυγε στην Τεγέα, που εκείνη την εποχή οι σχέσεις της με τη Σπάρτη δεν ήταν καθόλου φιλικές· κι όταν έγινε καλά, εφοδιάστηκε με ξυλοπόδαρο κι εκδήλωνε απροσχημάτιστα την έχθρα του στους Λακεδαιμονίους. Πάντως τελικά δεν του βγήκε σε καλό η έχθρα που κόχλαζε μέσα του για τους Λακεδαιμονίους· γιατί, ενώ ασκούσε τη μαντική του στη Ζάκυνθο, έπεσε στα χέρια τους και θανατώθηκε.
[9.38.1] Λοιπόν ο θάνατος βρήκε τον Ηγησίστρατο μετά απ᾽ τα Πλαταϊκά· τότε όμως στις όχθες του Ασωπού προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον Μαρδόνιο με μεγάλο μισθό έκανε θυσίες κι έδειχνε ζήλο, παρακινημένος κι από το μίσος στους Λακεδαιμονίους κι απ᾽ την πλεονεξία. [9.38.2] Καθώς όμως οι θυσίες δεν έδιναν ενθαρρυντικά προγνωστικά για πόλεμο ούτε στους ίδιους τους Πέρσες ούτε στους Έλληνες που βρίσκονταν στο στρατόπεδό τους (γιατί κι αυτοί είχαν, με δικά τους έξοδα, μάντη, τον Ιππόμαχο, πολίτη της Λευκάδας), κι από την άλλη οι Έλληνες συνέρρεαν και γίνονταν ολοένα και περισσότεροι, ο Τιμαγενίδας, ο γιος του Έρπυος, πολίτης των Θηβών, συμβούλευσε τον Μαρδόνιο να φρουρήσει τα περάσματα του Κιθαιρώνα, λέγοντας πως δεν περνά μέρα που να μη συρρέουν οι Έλληνες και πως θα βάλει στο χέρι τους πολλούς.
[9.39.1] Κι είχαν περάσει κιόλας οχτώ μέρες που οι αντίπαλοι ήταν παραταγμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο, όταν εκείνος έδωσε αυτή τη συμβουλή στον Μαρδόνιο. Κι αυτός βρήκε σωστή την παραίνεση και, μόλις έπεσε η νύχτα, στέλνει το ιππικό στα περάσματα του Κιθαιρώνα που βγάζουν στη χώρα των Πλαταιέων, στο σημείο που οι Βοιωτοί αποκαλούν Τρεις Κεφαλές, ενώ οι Αθηναίοι Δρυός Κεφαλές. [9.39.2] Και η αποστολή των ιππέων δεν πήγε στα χαμένα· γιατί πιάνουν πεντακόσια υποζύγια που μόλις πάτησαν στην πεδιάδα φορτωμένα με τρόφιμα από την Πελοπόννησο για το στρατό, και τους αγωγιάτες που τα συνόδευαν. Κι αφού έβαλαν στο χέρι τους αυτό το κυνήγι οι Πέρσες, σκότωναν άσπλαχνα ανθρώπους και υποζύγια, χωρίς διάκριση. Κι όταν χόρτασαν σκοτωμό, τα υπόλοιπα υποζύγια τα έβαλαν στη μέση και τα σαλαγούσαν, για τον Μαρδόνιο, προς το στρατόπεδο.
[9.40.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την επιχείρηση, άφησαν να περάσουν άλλες δυο μέρες, καθώς κανένας απ᾽ τους δυο δεν αναλάμβανε πρωτοβουλία για μάχη· γιατί οι βάρβαροι έκαναν προέλαση ώς τις όχθες του Ασωπού, προκαλώντας τους Έλληνες, αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος διάβαιναν τον ποταμό. Όμως το ιππικό του Μαρδονίου συνεχώς έκανε επελάσεις και παρενοχλούσε τους Έλληνες· γιατί οι Θηβαίοι, έτσι που ο μηδισμός τους δεν είχε όρια, καταπιάστηκαν με ζήλο με τον πόλεμο και, πάντοτε μπροστά, οδηγούσαν τη φάλαγγα ώσπου να έρθουν στα χέρια· αποκεί και πέρα έδιναν τη θέση τους στους Πέρσες και τους Μήδους που παρουσίαζαν λαμπρά δείγματα της πολεμικής αρετής τους.