Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Κατὰ Μειδίου (21) (143-150)


[143] Λέγεται τοίνυν ποτ᾽ ἐν τῇ πόλει κατὰ τὴν παλαιὰν ἐκείνην εὐδαιμονίαν Ἀλκιβιάδης γενέσθαι, ᾧ σκέψασθε τίνων ὑπαρχόντων καὶ ποίων τινῶν πρὸς τὸν δῆμον πῶς ἐχρήσανθ᾽ ὑμῶν οἱ πρόγονοι, ἐπειδὴ βδελυρὸς καὶ ὑβριστὴς ᾤετο δεῖν εἶναι. καὶ οὐκ ἀπεικάσαι δήπου Μειδίαν Ἀλκιβιάδῃ βουλόμενος τούτου μέμνημαι τοῦ λόγου (οὐχ οὕτως εἴμ᾽ ἄφρων οὐδ᾽ ἀπόπληκτος ἐγώ), ἀλλ᾽ ἵν᾽ εἰδῆθ᾽ ὑμεῖς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ γνῶθ᾽ ὅτι οὐδὲν οὔτ᾽ ἔστιν οὔτ᾽ ἔσται, οὐ γένος, οὐ πλοῦτος, οὐ δύναμις, ὅ τι τοῖς πολλοῖς ὑμῖν, ἂν ὕβρις προσῇ, προσήκει φέρειν. [144] ἐκεῖνος γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, λέγεται πρὸς πατρὸς μὲν Ἀλκμεωνιδῶν εἶναι (τούτους δέ φασιν ὑπὸ τῶν τυράνων ὑπὲρ τοῦ δήμου στασιάζοντας ἐκπεσεῖν, καὶ δανεισαμένους χρήματ᾽ ἐκ Δελφῶν ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν καὶ τοὺς Πεισιστράτου παῖδας ἐκβαλεῖν), πρὸς δὲ μητρὸς Ἱππονίκου καὶ ταύτης τῆς οἰκίας ἧς ὑπάρχουσι πολλαὶ καὶ μεγάλαι πρὸς τὸν δῆμον εὐεργεσίαι. [145] οὐ μόνον δὲ ταῦθ᾽ ὑπῆρχεν αὐτῷ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τοῦ δήμου θέμενος τὰ ὅπλα δὶς μὲν ἐν Σάμῳ, τρίτον δ᾽ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει, τῷ σώματι τὴν εὔνοιαν, οὐ χρήμασιν οὐδὲ λόγοις ἐνεδείξατο τῇ πατρίδι. ἔτι δ᾽ ἵππων Ὀλυμπίασιν ἀγῶνες ὑπῆρχον αὐτῷ καὶ νῖκαι καὶ στέφανοι, καὶ στρατηγὸς ἄριστος, καὶ λέγειν ἐδόκει πάντων, ὥς φασιν, εἶναι δεινότατος. [146] ἀλλ᾽ ὅμως οἱ κατ᾽ ἐκεῖνον ὑμέτεροι πρόγονοι οὐδενὸς τούτων αὐτῷ συνεχώρησαν ὑβρίζειν αὑτούς, ἀλλὰ ποιήσαντες φυγάδ᾽ ἐξέβαλον· καὶ Λακεδαιμονίων ὄντων ἰσχυρῶν τότε, καὶ Δεκέλειαν ἑαυτοῖς ἐπιτειχισθῆναι καὶ τὰς ναῦς ἁλῶναι καὶ πάνθ᾽ ὑπέμειναν, ὁτιοῦν ἄκοντες παθεῖν κάλλιον εἶναι νομίζοντες ἢ ἑκόντες ὑβρίζεσθαι συγχωρῆσαι. [147] καίτοι τί τοσοῦτον ἐκεῖνος ὕβρισεν, ἡλίκον οὗτος νῦν ἐξελήλεγκται; Ταυρέαν ἐπάταξε χορηγοῦντ᾽ ἐπὶ κόρρης. ἔστω ταῦτα, ἀλλὰ χορηγῶν γε χορηγοῦντα τοῦτ᾽ ἐποίησεν, οὔπω τόνδε τὸν νόμον παραβαίνων· οὐ γὰρ ἔκειτό πω. εἷρξεν Ἀγάθαρχον τὸν γραφέα· καὶ γὰρ ταῦτα λέγουσιν. λαβὼν γέ τι πλημμελοῦνθ᾽ ὥς φασιν· ὅπερ οὐδ᾽ ὀνειδίζειν ἄξιον. τοὺς Ἑρμᾶς περιέκοπτεν. ἅπαντα μέν, οἶμαι, τἀσεβήματα τῆς αὐτῆς ὀργῆς δίκαιον ἀξιοῦν· τὸ δ᾽ ὅλως ἀφανίζειν ἱερὰ ἔσθ᾽ ὅ τι τοῦ κόπτειν [τοὺς Ἑρμᾶς] διαφέρει· οὐκοῦν οὗτος ἐξελήλεγκται τοῦτο ποιῶν. [148] ἀντιθῶμεν δὴ τίς ὢν καὶ τίσι ταῦτ᾽ ἐνδεικνύμενος. μὴ τοίνυν ὑμῖν, πρὸς τῷ μὴ καλόν, μηδὲ θεμιτὸν νομίζετ᾽, ἄνδρες δικασταί, μηδ᾽ ὅσιον εἶναι τοιούτων ἀνδρῶν οὖσιν ἀπογόνοις, πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῦσιν ἄνθρωπον καὶ μηδένα μηδαμόθεν, συγγνώμης ἢ φιλανθρωπίας ἢ χάριτός τινος ἀξιῶσαι. τίνος γὰρ εἵνεκα; τῶν στρατηγιῶν· ἀλλ᾽ οὐδὲ καθ᾽ αὑτὸν στρατιώτης οὗτος οὐδενός ἐστ᾽ ἄξιος, μή τί γε τῶν ἄλλων ἡγεμών. ἀλλὰ τῶν λόγων· ἐν οἷς κοινῇ μὲν οὐδὲν πώποτ᾽ εἶπ᾽ ἀγαθόν, κακῶς δ᾽ ἰδίᾳ πάντας ἀνθρώπους λέγει. [149] γένους εἵνεκα νὴ Δία· καὶ τίς οὐκ οἶδεν ὑμῶν τὰς ἀπορρήτους, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ, τὰς τούτου γονάς; ᾧ δύ᾽ ἐναντιώτατα συμβέβηκεν εἶναι· ἡ μὲν γὰρ ὡς ἀληθῶς μήτηρ, ἡ τεκοῦσ᾽ αὐτόν, πλεῖστον ἁπάντων ἀνθρώπων εἶχε νοῦν, ἡ δὲ δοκοῦσα καὶ ὑποβαλομένη πασῶν ἦν ἀνοητοτάτη γυναικῶν. σημεῖον δέ· ἡ μὲν γὰρ ἀπέδοτ᾽ εὐθὺς γενόμενον, ἡ δ᾽ ἐξὸν αὐτῇ βελτίω πρίασθαι τῆς αὐτῆς τιμῆς τοῦτον ἠγόρασεν. [150] καὶ γάρ τοι διὰ τοῦτο τῶν οὐ προσηκόντων ἀγαθῶν κύριος γεγονώς, καὶ πατρίδος τετυχηκὼς ἣ νόμοις τῶν ἁπασῶν πόλεων μάλιστ᾽ οἰκεῖσθαι δοκεῖ, οὐδέν᾽ οἶμαι τρόπον φέρειν οὐδὲ χρῆσθαι τούτοις δύναται, ἀλλὰ τὸ τῆς φύσεως ὡς ἀληθῶς βάρβαρον καὶ θεοῖς ἐχθρὸν ἕλκει καὶ βιάζεται, καὶ φανερὸν ποιεῖ τοῖς παροῦσιν ὥσπερ ἀλλοτρίοις, ὅπερ ἔστιν, αὐτὸν χρώμενον.


[143] Η ιστορία μάς διδάσκει ότι ο Αλκιβιάδης έζησε κάποτε στην Αθήνα την εποχή της παλαιάς εκείνης ακμής· αναλογισθείτε με ποιόν τρόπο φέρθηκαν οι πρόγονοί μας σε έναν άνδρα, ο οποίος είχε προσφέρει τόσο μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη μας, όταν πίστεψε ότι έπρεπε να γίνει αναίσχυντος και αυθάδης. Δεν ανέφερα βέβαια το παράδειγμα αυτό με την πρόθεση να παρομοιάσω τον Μειδία με τον Αλκιβιάδη —ούτε τόσος ανόητος είμαι ούτε τόσο παράφρων—, αλλά για να μάθετε, Αθηναίοι, και να καταλάβετε ότι δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει τίποτε, ούτε ευγενική καταγωγή ούτε πλούτος ούτε δύναμη, που να πρέπει σεις οι πολλοί να ανέχεσθε, αν συνοδεύεται από αυθάδεια. [144] Ο Αλκιβιάδης, Αθηναίοι, σύμφωνα με την παράδοση καταγόταν από την πλευρά του πατέρα του από τους Αλκμεωνίδες (αυτοί, όπως λέγεται, εξορίσθηκαν από τους τυράννους, επειδή στασίασαν υπέρ της δημοκρατικής μερίδας, και με χρήματα που δανείσθηκαν από το μαντείο των Δελφών ελευθέρωσαν την πόλη και έδιωξαν τους γιους του Πεισιστράτου)· από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από τον Ιππόνικο, και μάλιστα από αυτήν την οικογένεια η οποία προσέφερε πολλές και μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη μας. [145] Και δεν είχε μόνο αυτά σε όφελός του, αλλά και ο ίδιος δύο φορές πήρε τα όπλα για να υπερασπισθεί τη δημοκρατία στη Σάμο, και μία τρίτη φορά στην Αθήνα· και απέδειξε τη φιλοπατρία του με έργα και όχι με χρήματα και λόγους. Ακόμη είχε στο ενεργητικό του το γεγονός ότι έλαβε μέρος και νίκησε και στεφανώθηκε στους ιππικούς αγώνες της Ολυμπίας, ήταν επιπλέον άριστος στρατηγός και θεωρούνταν, όπως λένε, ο πιο ικανός ρήτορας από όλους. [146] Παρ᾽ όλα αυτά οι πρόγονοί σας της εποχής εκείνης δεν του επέτρεψαν για καμία από αυτές τις υπηρεσίες του να τους προσβάλει, αλλά τον κήρυξαν φυγάδα και τον εξόρισαν· και τότε που οι Λακεδαιμόνιοι ήταν ισχυροί, οι πρόγονοί σας υπέμειναν την εις βάρος τους οχύρωση της Δεκέλειας, την κατάληψη του στόλου και οτιδήποτε άλλο, επειδή θεώρησαν προτιμότερο να πάθουν οποιαδήποτε συμφορά παρά τη θέλησή τους, αντί να ανεχθούν να δέχονται προσβολές με τη θέλησή τους. [147] Και όμως, ποιά βίαιη πράξη έκαμε ο Αλκιβιάδης σε σύγκριση με αυτήν που έχει σήμερα αποδειχθεί ότι έκαμε ο Μειδίας; Κτύπησε στο πρόσωπο τον Ταυρέα όταν αυτός ήταν χορηγός. Ας είναι· επρόκειτο όμως για χορηγό ο οποίος φέρθηκε έτσι σε άλλον χορηγό χωρίς να παραβεί τον σημερινό νόμο, γιατί δεν είχε ακόμα θεσπισθεί. Φυλάκισε τον Αγάθαρχο, τον ζωγράφο, όπως λέγεται· τον είχε όμως συλλάβει, όπως επίσης λέγεται, επ᾽ αυτοφώρω να κάμνει κάποιο παράπτωμα· γι᾽ αυτό βέβαια το γεγονός δεν αξίζει να τον κατηγορεί κανείς. Ακρωτηρίασε τις κεφαλές του Ερμή. Όλες γενικά οι πράξεις ιεροσυλίας πιστεύω ότι πρέπει να προκαλούν την ίδια αγανάκτηση· διαφέρει όμως η ολοκληρωτική καταστροφή ιερών αντικειμένων από τον ακρωτηριασμό τους· αυτό λοιπόν έχει αποδειχθεί ότι έκαμε ο Μειδίας. [148] Ας αντιτάξουμε τώρα από το ένα μέρος τον χαρακτήρα του Μειδία και από το άλλο, σε ποιούς έδωσε δείγματα του χαρακτήρα του. Πρέπει να πιστέψετε, κύριοι δικαστές, σεις οι απόγονοι τόσο ένδοξων προγόνων, ότι είναι αντίθετο προς την ηθική και τη θεία και ανθρώπινη δικαιοσύνη να κρίνετε άξιο συγγνώμης, φιλανθρωπίας ή οποιασδήποτε άλλης ευεργεσίας έναν άνθρωπο κακοήθη, βίαιο, αλαζόνα, μηδαμινό τον ίδιο και στην καταγωγή, τον οποίο έχετε συλλάβει. Γιατί να τον συγχωρήσετε; Για τις υπηρεσίες που πρόσφερε ως στρατηγός; Αυτός όμως δεν αξίζει καθόλου ούτε ως απλός στρατιώτης, πολύ δε περισσότερο ως ηγέτης των άλλων. Για τους λόγους του; Σε αυτούς όμως δημοσία δεν είπε ποτέ μέχρι σήμερα μία καλή λέξη, ενώ ιδιωτικά κακολογεί τους πάντες. [149] Για την καταγωγή του, μά τον Δία; Ποιός όμως από σας αγνοεί τη μυστηριώδη, όπως στις τραγωδίες, καταγωγή του; Στη ζωή του υπάρχουν δύο εντελώς αντίθετα γεγονότα: η πραγματική του μητέρα, η οποία τον έφερε στον κόσμο, είχε πιο πολύ μυαλό από όλους τους ανθρώπους, ενώ εκείνη που εμφανιζόταν ως μητέρα του, η θετή του μητέρα, ήταν η πιο ανόητη ανάμεσα στις γυναίκες. Και η απόδειξη είναι η εξής: η πρώτη, μόλις γεννήθηκε, τον πούλησε, ενώ η δεύτερη, αν και μπορούσε με την ίδια τιμή να αγοράσει έναν άλλον καλύτερο, αγόρασε αυτόν. [150] Μολονότι με αυτόν τον τρόπο απέκτησε αγαθά που δεν του ανήκαν και του έλαχε πατρίδα η οποία θεωρείται ότι έχει τη σταθερότερη νομοθεσία από όλες τις πολιτείες, νομίζω ότι δεν μπορεί ούτε να τηρήσει ούτε να χρησιμοποιήσει τους νόμους αυτούς· η πραγματικά βάρβαρη ιδιοσυγκρασία του και το μίσος του για τη θρησκεία τον παρασύρουν βίαια και φανερώνουν ότι χρησιμοποιεί τα αγαθά του σαν να ήταν ξένα — όπως πράγματι είναι.