Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Παναθηναϊκός (12) (215-232)


[215] Ταῦτ᾽ ἀκούσας θρασέως μὲν οὐδὲ πρὸς ἓν ἀντεῖπε τῶν εἰρημένων, οὐδ᾽ αὖ παντάπασιν ἀπεσιώπησεν, ἀλλ᾽ ἔλεγεν, ὅτι. «Σὺ μὲν πεποίησαι τοὺς λόγους» —ἐμὲ λέγων— «ὡς ἅπαντ᾽ ἀποδεχομένου μου τἀκεῖ καὶ καλῶς ἔχειν νομίζοντος· ἐμοὶ δὲ δοκεῖς περὶ μὲν τῆς τῶν παίδων αὐτονομίας καὶ περὶ ἄλλων πολλῶν εἰκότως ἐπιτιμᾶν ἐκείνοις, ἐμοῦ δ᾽ οὐ δικαίως κατηγορεῖν. [216] Ἐγὼ γὰρ ἐλυπήθην μὲν τὸν λόγον ἀναγιγνώσκων ἐπὶ τοῖς περὶ Λακεδαιμονίων εἰρημένοις, οὐ μὴν οὕτως ὡς ἐπὶ τῷ μηδὲν ἀντειπεῖν ὑπὲρ αὐτῶν δύνασθαι τοῖς γεγραμμένοις, εἰθισμένος τὸν ἄλλον χρόνον ἐπαινεῖν. Εἰς τοιαύτην δ᾽ ἀπορίαν καταστὰς εἶπον, ὅπερ ἦν λοιπὸν, ὡς εἰ καὶ μηδὲν δι᾽ ἄλλο, διά γ᾽ ἐκεῖνο δικαίως ἂν αὐτοῖς ἅπαντες χάριν ἔχοιεν ὅτι τοῖς καλλίστοις τῶν ἐπιτηδευμάτων χρώμενοι τυγχάνουσιν. [217] Ταῦτα δ᾽ εἶπον οὐ πρὸς τὴν εὐσέβειαν οὐδὲ πρὸς τὴν δικαιοσύνην οὐδὲ πρὸς τὴν φρόνησιν ἀποβλέψας, ἃ σὺ διῆλθες, ἀλλὰ πρὸς τὰ γυμνάσια τἀκεῖ καθεστηκότα καὶ πρὸς τὴν ἄσκησιν τῆς ἀνδρείας καὶ τὴν ὁμόνοιαν καὶ συνόλως τὴν περὶ τὸν πόλεμον ἐπιμέλειαν, ἅπερ ἅπαντες ἂν ἐπαινοῖεν, καὶ μάλιστ᾽ ἂν αὐτοῖς ἐκείνους χρῆσθαι φήσαιεν.»
[218] Ταῦτα δ᾽ αὐτοῦ διαλεχθέντος ἀπεδεξάμην μὲν, οὐχ ὡς διαλυόμενόν τι τῶν κατηγορημένων, ἀλλ᾽ ὡς ἀποκρυπτόμενον τὸ πικρότατον τῶν τότε ῥηθέντων, οὐκ ἀπαιδεύτως, ἀλλὰ νοῦν ἐχόντως, καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἀπολελογημένον σωφρονέστερον ἢ τότε παρρησιασάμενον. Οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἐκεῖν᾽ ἐάσας περὶ αὐτῶν τούτων ἔφασκον κατηγορίαν ἔχειν πολὺ δεινοτέραν ἢ περὶ τῆς τῶν παίδων κλωπείας. [219] «Ἐκείνοις μὲν γὰρ τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἐλυμαίνοντο τοὺς αὑτῶν παῖδας, οἷς δ᾽ ὀλίγῳ πρότερον σὺ διῆλθες, τοὺς Ἕλληνας ἀπώλλυσαν. Ῥᾴδιον δ᾽ ὡς οὕτως εἶχεν ταῦτα συνιδεῖν. Οἶμαι γὰρ ἅπαντας ἂν ὁμολογῆσαι κακίστους ἄνδρας εἶναι καὶ μεγίστης ζημίας ἀξίους ὅσοι τοῖς πράγμασιν τοῖς εὑρημένοις ἐπ᾽ ὠφελείᾳ, τούτοις ἐπὶ βλάβῃ χρώμενοι τυγχάνουσιν, [220] μὴ πρὸς τοὺς βαρβάρους μηδὲ πρὸς τοὺς ἁμαρτάνοντας μηδὲ πρὸς τοὺς εἰς τὴν αὑτῶν χώραν εἰσβάλλοντας, ἀλλὰ πρὸς τοὺς οἰκειοτάτους καὶ τῆς αὐτῆς συγγενείας μετέχοντας· ἅπερ ἐποίουν Σπαρτιᾶται. Καίτοι πῶς ὅσιόν ἐστιν φάσκειν καλῶς χρῆσθαι τοῖς περὶ τὸν πόλεμον ἐπιτηδεύμασιν, οἵτινες οὓς προσῆκεν σῴζειν, τούτους ἀπολλύοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διετέλεσαν; [221] Ἀλλὰ γὰρ οὐ σὺ μόνος ἀγνοεῖς τοὺς καλῶς χρωμένους τοῖς πράγμασιν, ἀλλὰ σχεδὸν οἱ πλεῖστοι τῶν Ἑλλήνων. Ἐπειδὰν γάρ τινας ἴδωσιν ἢ πύθωνται παρά τινων ἐπιμελῶς διατρίβοντας περὶ τὰ δοκοῦντ᾽ εἶναι καλὰ τῶν ἐπιτηδευμάτων, ἐπαινοῦσι καὶ πολλοὺς λόγους ποιοῦνται περὶ αὐτῶν, οὐκ εἰδότες τὸ συμβησόμενον. [222] Χρὴ δὲ τοὺς ὀρθῶς δοκιμάζειν βουλομένους περὶ τῶν τοιούτων ἐν ἀρχῇ μὲν ἡσυχίαν ἄγειν καὶ μηδεμίαν δόξαν ἔχειν περὶ αὐτῶν, ἐπειδὰν δ᾽ εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἔλθωσιν ἐν ᾧ καὶ λέγοντας καὶ πράττοντας αὐτοὺς ὄψονται καὶ περὶ τῶν ἰδίων καὶ περὶ τῶν κοινῶν, τότε θεωρεῖν ἀκριβῶς ἕκαστον αὐτῶν, [223] καὶ τοὺς μὲν νομίμως καὶ καλῶς χρωμένους οἷς ἐμελέτησαν ἐπαινεῖν καὶ τιμᾶν, τοὺς δὲ πλημμελοῦντας καὶ κακουργοῦντας ψέγειν καὶ μισεῖν καὶ φυλάττεσθαι τὸν τρόπον αὐτῶν, ἐνθυμουμένους ὡς οὐχ αἱ φύσεις αἱ τῶν πραγμάτων οὔτ᾽ ὠφελοῦσιν οὔτε βλάπτουσιν ἡμᾶς, ἀλλ᾽ ὡς αἱ τῶν ἀνθρώπων χρήσεις καὶ πράξεις ἁπάντων ἡμῖν αἴτιαι τῶν συμβαινόντων εἰσίν. [224] Γνοίη δ᾽ ἄν τις ἐκεῖθεν· τὰ γὰρ αὐτὰ πανταχῇ καὶ μηδαμῇ διαφέροντα τοῖς μὲν ὠφέλιμα, τοῖς δὲ βλαβερὰ γίγνεται. Καίτοι τὴν μὲν φύσιν ἔχειν ἕκαστον τῶν ὄντων ἐναντίαν αὐτὴν καὶ μὴ τὴν αὐτὴν οὐκ εὔλογόν ἐστιν· τὸ δὲ μηδὲν τῶν αὐτῶν συμβαίνειν τοῖς ὀρθῶς καὶ δικαίως πράττουσιν καὶ τοῖς ἀσελγῶς τε καὶ κακῶς, τίνι τῶν ὀρθῶς λογιζομένων οὐκ ἂν εἰκότως ταῦτα γίγνεσθαι δόξειεν; [225] Ὁ δ᾽ αὐτὸς οὗτος λόγος καὶ περὶ τὰς ὁμονοίας ἂν ἁρμόσειεν· καὶ γὰρ ἐκεῖναι τὴν φύσιν εἰσὶν οὐκ ἀνόμοιαι τοῖς εἰρημένοις, ἀλλὰ τὰς μὲν αὐτῶν εὕροιμεν ἂν πλείστων ἀγαθῶν αἰτίας γιγνομένας, τὰς δὲ τῶν μεγίστων κακῶν καὶ συμφορῶν.
»Ὧν μίαν εἶναί φημι καὶ τὴν Σπαρτιατῶν· εἰρήσεται γὰρ τἀληθὲς, εἰ καί τισιν δόξω λίαν παράδοξα λέγειν. [226] Οὗτοι γὰρ τῷ ταὐτὰ γιγνώσκειν περὶ τῶν ἔξω πραγμάτων ἀλλήλοις στασιάζειν τοὺς Ἕλληνας ὥσπερ τέχνην ἔχοντες ἐποίουν, καὶ τὸ χαλεπώτατον ταῖς ἄλλαις πόλεσιν τῶν κακῶν γιγνόμενον, τοῦθ᾽ αὑτοῖς ἁπάντων συμφορώτατον ἐνόμιζον εἶναι· τὰς γὰρ οὕτω διακειμένας ἐξῆν αὐτοῖς ὅπως ἠβούλοντο διοικεῖν. Ὥστ᾽ οὐδεὶς ἂν αὐτοὺς διά γε τὴν ὁμόνοιαν δικαίως ἐπαινέσειεν, οὐδὲν μᾶλλον ἢ τοὺς καταποντιστὰς καὶ λῃστὰς καὶ τοὺς περὶ τὰς ἄλλας ἀδικίας ὄντας· καὶ γὰρ ἐκεῖνοι σφίσιν αὐτοῖς ὁμονοοῦντες τοὺς ἄλλους ἀπολλύουσιν. [227] Εἰ δέ τισιν δοκῶ τὴν παραβολὴν ἀπρεπῆ πεποιῆσθαι πρὸς τὴν ἐκείνων δόξαν, ταύτην μὲν ἐῶ, λέγω δὲ Τριβαλλοὺς, οὓς ἅπαντές φασιν ὁμονοεῖν μὲν ὡς οὐδένας ἄλλους ἀνθρώπους, ἀπολλύναι δ᾽ οὐ μόνον τοὺς ὁμόρους καὶ τοὺς πλησίον οἰκοῦντας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ὅσων ἂν ἐφικέσθαι δυνηθῶσιν. [228] Οὓς οὐ χρὴ μιμεῖσθαι τοὺς ἀρετῆς ἀντιποιουμένους, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὴν τῆς σοφίας καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν δύναμιν. Αὗται μὲν γὰρ οὐ τὰς σφετέρας αὐτῶν φύσεις εὐεργετοῦσιν, ἀλλ᾽ οἷς ἂν παραγενόμεναι παραμείνωσιν, εὐδαίμονας καὶ μακαρίους ποιοῦσιν· Λακεδαιμόνιοι δὲ τοὐναντίον, οἷς μὲν ἂν πλησιάσωσιν, ἀπολλύουσιν, τὰ δὲ τῶν ἄλλων ἀγαθὰ πάντα περὶ σφᾶς αὐτοὺς ποιοῦνται.»
[229] Ταῦτ᾽ εἰπὼν κατέσχον πρὸς ὃν τοὺς λόγους ἐποιούμην, ἄνδρα δεινὸν καὶ πολλῶν ἔμπειρον καὶ περὶ τὸ λέγειν γεγυμνασμένον οὐδενὸς ἧττον τῶν ἐμοὶ πεπλησιακότων. Οὐ μὴν τὰ μειράκια τὰ πᾶσιν παραγεγενημένα τούτοις τὴν αὐτὴν ἐμοὶ γνώμην ἔσχεν, ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν ἐπῄνεσαν ὡς διειλεγμένον τε νεαρωτέρως ἢ προσεδόκησαν, ἠγωνισμένον τε καλῶς, ἐκείνου δὲ κατεφρόνησαν, οὐκ ὀρθῶς γιγνώσκοντες, ἀλλὰ διημαρτηκότες ἀμφοτέρων ἡμῶν. [230] Ὁ μὲν γὰρ ἀπῄει φρονιμώτερος γεγενημένος καὶ συνεσταλμένην ἔχων τὴν διάνοιαν, ὥσπερ χρὴ τοὺς εὖ φρονοῦντας, καὶ πεπονθὼς τὸ γεγραμμένον ἐν Δελφοῖς, αὑτόν τ᾽ ἐγνωκὼς καὶ τὴν Λακεδαιμονίων φύσιν μᾶλλον ἢ πρότερον· ἐγὼ δ᾽ ὑπελειπόμην ἐπιτυχῶς μὲν ἴσως διειλεγμένος, ἀνοητότερος δὲ δι᾽ αὐτὸ τοῦτο γεγενημένος καὶ φρονῶν μεῖζον ἢ προσήκει τοὺς τηλικούτους καὶ ταραχῆς μειρακιώδους μεστὸς ὤν. [231] Δῆλος δ᾽ ἦν οὕτω διακείμενος· ἐπειδὴ γὰρ ἡσυχίας ἐπελαβόμην, οὐ πρότερον ἐπαυσάμην, πρὶν ὑπέβαλον τῷ παιδὶ τὸν λόγον ὃν ὀλίγῳ μὲν πρότερον μεθ᾽ ἡδονῆς διῆλθον, μικρῷ δ᾽ ὕστερον ἤμελλέ με λυπήσειν. Τριῶν γὰρ ἢ τεττάρων ἡμερῶν διαλειφθεισῶν ἀναγιγνώσκων αὐτὰ καὶ διεξιὼν, ἐπὶ μὲν οἷς περὶ τῆς πόλεως ἦν εἰρηκὼς, οὐκ ἠχθόμην, —καλῶς γὰρ καὶ δικαίως ἦν ἅπαντα περὶ αὐτῆς γεγραφώς—, [232] ἐπὶ δὲ τοῖς περὶ Λακεδαιμονίων ἐλυπήθην καὶ βαρέως ἔφερον· οὐ γὰρ μετρίως ἐδόκουν μοι διειλέχθαι περὶ αὐτῶν οὐδ᾽ ὁμοίως τοῖς ἄλλοις, ἀλλ᾽ ὀλιγώρως καὶ λίαν πικρῶς καὶ παντάπασιν ἀνοήτως· ὥστε πολλάκις ὁρμήσας ἐξαλείφειν αὐτὸν ἢ κατακάειν μετεγίγνωσκον, ἐλεῶν τὸ γῆρας τοὐμαυτοῦ καὶ τὸν πόνον τὸν περὶ τὸν λόγον γεγενημένον.


[215] Όταν άκουσε αυτά ο μαθητής μου δεν είχε βέβαια το θράσος να αντιτάξει επιχειρήματα ούτε και ως προς ένα από τα όσα έχω πει, αλλά και δεν σιώπησε εντελώς· αντίθετα, έλεγε ότι «εσύ», εννοώντας εμένα, «έχεις μιλήσει σαν εγώ να αποδέχομαι όλες τις ασχολίες και τις αρχές της Σπάρτης και να πιστεύω ότι όλα εκεί έχουν καλώς· όσον αφορά στην ελευθερία κινήσεων των παιδιών και σε άλλα πολλά, συμφωνώ μαζί σου ότι δικαιολογημένα κατακρίνεις τους Σπαρτιάτες, εμένα όμως άδικα με κατηγορείς. [216] Εγώ βέβαια, διαβάζοντας τον λόγο σου λυπήθηκα γι᾽ αυτά που έχεις πει για τους Λακεδαιμονίους, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορώ να φέρω καμιάν αντίρρηση στα όσα έχεις γράψει, για να τους υπερασπιστώ, ενώ όλον τον άλλον καιρό είχα συνηθίσει να τους επαινώ. Και όταν βρέθηκα σε δύσκολη θέση, είπα αυτό που μου απέμενε να πω, ότι, αν όχι για τίποτε άλλο, θα άξιζε να τους χρωστάμε όλοι ευγνωμοσύνη τουλάχιστον για το ότι τυχαίνει να έχουν σε χρήση τις ωραιότερες ασχολίες και αρχές. [217] Είπα αυτά, όχι αναφερόμενος στην ευσέβεια, ούτε και στη δικαιοσύνη, ούτε και στη φρόνηση, στις οποίες εσύ αναφέρθηκες διεξοδικά, αλλά στις γυμναστικές ασκήσεις που έχουν εκεί καθιερωθεί και αποβλέπουν στην ανδρεία, την ομόνοια και γενικά στην πειθαρχία για τον πόλεμο, που όλοι θα τα επαινέσουν και θα πουν ότι περισσότερο από όλους τα εφαρμόζουν οι Σπαρτιάτες».
[218] Αφού είπε αυτά, δέχτηκα τις εξηγήσεις του, όχι επειδή αναιρούσε κάποιαν από τις κριτικές μου για τους Λακεδαιμονίους, αλλά με τη σκέψη ότι προσπαθούσε να κρύψει ό,τι πιο σκληρό είχε πει αρχικά, με τρόπο πολιτισμένο και με σύνεση, και ότι και για τα υπόλοιπα είχε απολογηθεί με περισσότερη σωφροσύνη από όσο θράσος είχε επιδείξει στην αρχή. Ωστόσο, άφησα το σημείο το οποίο αφορούσε την αγωγή των παιδιών και του έλεγα ότι σχετικά με τα ίδια αυτά ζητήματα είχα κατηγορία πολύ πιο σοβαρή από εκείνη που είχε σχέση με την άσκηση των παιδιών στις κλοπές. [219] «Με εκείνες τις πρακτικές», του είπα, «διέφθειραν τα δικά τους παιδιά, ενώ με αυτά που πριν λίγο εσύ ανέφερες κατέστρεψαν τους Έλληνες. Ότι έτσι έχουν τα πράγματα, είναι εύκολο να το καταλάβεις. Φαντάζομαι πως όλοι θα συμφωνήσουν ότι οι χειρότεροι άνθρωποι και άξιοι πολύ μεγάλης τιμωρίας είναι όσοι χρησιμοποιούν για κακό σκοπό πράγματα που έχουν εφευρεθεί για να ωφελούν· [220] και κάνουν αυτό όχι εναντίον των βαρβάρων, μήτε και εναντίον εκείνων που διαπράττουν αδικήματα, μήτε ακόμη και εναντίον αυτών που εισβάλλουν στη χώρα τους, αλλά εναντίον των πιο στενών φίλων τους και φυλετικά συγγενών τους· αυτά ακριβώς έκαναν οι Σπαρτιάτες. Αλήθεια, πώς επιτρέπεται να ισχυριστεί κανείς ότι κάνουν καλή χρήση των πολεμικών τους πρακτικών αυτοί που συνεχώς και αδιαλείπτως αφανίζουν αυτούς που καθήκον τους ήταν να σώζουν;
[221] «Αλλά δεν είσαι ο μόνος που αγνοείς αυτούς που κάνουν καλή χρήση των πραγμάτων· το ίδιο σχεδόν συμβαίνει με τους περισσότερους Έλληνες. Κάθε φορά δηλαδή που βλέπουν ή πληροφορούνται από κάποιους ότι μερικοί καταγίνονται επιμελώς με ασχολίες που θεωρούνται ότι είναι καλές, τους επαινούν και κάνουν πολύν λόγο γι᾽ αυτούς, χωρίς να γνωρίζουν τα αποτελέσματα. [222] Ενώ πρέπει όσοι επιθυμούν να σχηματίσουν σωστή γνώμη για τέτοιους ανθρώπους στην αρχή να μην εκφράζονται και να μην έχουν καμιάν άποψη γι᾽ αυτούς· αλλά, όταν έρθει εκείνη η ώρα που θα τους δουν και να μιλούν και να ενεργούν τόσο για τα προσωπικά τους ζητήματα όσο και για τα κοινά, τότε να εξετάζουν προσεκτικά τον καθένα από αυτούς· [223] και να επαινούν και να τιμούν όσους χρησιμοποιούν νόμιμα και καλά αυτά στα οποία ασκήθηκαν, αλλά να ψέγουν και να μισούν εκείνους που διαπράττουν μικρές παρανομίες και κακουργήματα και να προφυλάγονται από τον χαρακτήρα τους, έχοντας υπόψη ότι εκείνα που μας ωφελούν ή μας βλάπτουν δεν είναι αυτά καθαυτά τα πράγματα, αλλά η αιτία όλων αυτών που μας συμβαίνουν είναι ο τρόπος με τον οποίο τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι και ενεργούν. [224] Αυτό μπορεί κανείς να το καταλάβει από τα ακόλουθα: πράγματα που είναι πάντοτε τα ίδια και απαράλλαχτα σε άλλους είναι ωφέλιμα και σε άλλους βλαβερά. Και όμως, είναι αδιανόητο να έχει το καθένα από τα όντα φύση αντίθετη προς τον εαυτό του και όχι την ίδια· αντίθετα, το να είναι εντελώς διαφορετικές οι συνέπειες σε αυτούς που ενεργούν σωστά και δίκαια και σε εκείνους που συμπεριφέρονται ασελγώς και κακώς, ποιός λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν θα κρίνει ότι αυτά γίνονται φυσιολογικά;
[225] »Ο ίδιος αυτός συλλογισμός θα ταίριαζε και για τις διάφορες μορφές ομόνοιας. Καθόσον εκείνες δεν είναι ανόμοιες στη φύση με όσα προαναφέραμε, αλλά θα διαπιστώσουμε ότι άλλες από αυτές γίνονται αιτία πάρα πολλών καλών, άλλες πάλι των μεγαλύτερων κακών και συμφορών. Μια τέτοια μορφή ομόνοιας λέω ότι είναι και η των Σπαρτιατών· γιατί θα πω την αλήθεια, έστω και αν δώσω σε μερικούς την εντύπωση ότι αυτό που θα λεχθεί έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη γενική εντύπωση. [226] Οι Σπαρτιάτες δηλαδή, όντας σύμφωνοι μεταξύ τους σχετικά με την εξωτερική τους πολιτική, έβαζαν τους Έλληνες να τρώγονται μεταξύ τους, σαν να είχαν αυτό το έργο ως τέχνη τους· έτσι, το χειρότερο από τα κακά που γίνονταν στις άλλες ελληνικές πόλεις το θεωρούσαν ό,τι πιο ωφέλιμο γι᾽ αυτούς· γιατί είχαν τη δυνατότητα να ρυθμίζουν, όπως αυτοί επιθυμούσαν, τις πόλεις που βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση. Συνεπώς, κανένας δεν θα τους επαινέσει δίκαια γι᾽ αυτήν τουλάχιστον τη μορφή ομόνοιας, όπως δεν μπορεί να επαινέσει τους πειρατές, τους ληστές και τους άλλους γενικά εγκληματίες· γιατί και εκείνοι έχοντας μεταξύ τους σύμπνοια καταστρέφουν τους άλλους. [227] Αν όμως δίνω σε μερικούς την εντύπωση ότι η σύγκριση που έχω κάνει δεν ταιριάζει καθόλου προς τη φήμη των Σπαρτιατών, την αφήνω κατά μέρος και φέρνω ως παράδειγμα τους Τριβαλλούς, για τους οποίους όλοι λένε ότι έχουν μεταξύ τους ομόνοια όσο κανένας άλλος λαός· ωστόσο, καταστρέφουν όχι μόνο τους γείτονές τους και όσους ζουν κοντά τους αλλά και τους άλλους λαούς, σε όσων τη χώρα μπορούν να φτάσουν. [228] Όσοι διεκδικούν μερίδιο της αρετής δεν πρέπει να τους μιμούνται· αντίθετα, επιβάλλεται πολύ περισσότερο να μιμούνται τη δύναμη της σοφίας, της δικαιοσύνης και των άλλων ειδών της αρετής. Γιατί αυτές δεν ασκούν ευεργετική επίδραση στην ίδια τους τη φύση, αλλά κάνουν ευτυχισμένους και μακάριους εκείνους στην ψυχή των οποίων θα φτάσουν και θα παραμείνουν. Οι Λακεδαιμόνιοι, αντίθετα, όσους πλησιάζουν τους καταστρέφουν και σφετερίζονται όλα τα αγαθά τους».
[229] Με αυτά τα λόγια αποστόμωσα τον συνομιλητή μου, άνδρα ικανό, έμπειρο σε πολλά πράγματα και ασκημένο στην τέχνη του λόγου εξίσου με τους άλλους μαθητές μου. Αλλά οι νεαροί που είχαν παρακολουθήσει όλη αυτή τη συζήτηση δεν σχημάτισαν την ίδια γνώμη με εμένα· ωστόσο, εμένα βέβαια με επαίνεσαν, επειδή κατά τη γνώμη τους είχα μιλήσει με νεανική φλόγα μεγαλύτερη από όσην περίμεναν, και επειδή είχα αγωνιστεί ωραία· εκείνον όμως τον περιφρόνησαν. Δεν έκριναν σωστά, αλλά είχαν σφάλει και για τους δυο μας. [230] Γιατί ο μεν συνομιλητής μου έφυγε έχοντας γίνει πιο συνετός και πιο συνεσταλμένος, όπως επιβάλλεται σε μυαλωμένους ανθρώπους· είχε πάθει αυτό που είναι γραμμένο στους Δελφούς, είχε δηλαδή το γνῶθι σαυτόν και είχε γνωρίσει την ιδιοσυγκρασία των Λακεδαιμονίων καλύτερα από ό,τι προηγουμένως· αντίθετα, εγώ ήμουν σε μειονεκτική θέση, νικητής ίσως στη συζήτηση, αλλά για τον ίδιο ακριβώς λόγο είχα γίνει λιγότερο συνετός και περισσότερο περήφανος από όσο ταίριαζε σε ανθρώπους της ηλικίας μου, και πλημμυρισμένος από νεανική έξαψη. [231] Και ήταν φανερό ότι βρισκόμουν σε τέτοια κατάσταση. Γιατί, αφού ξεκουράστηκα, δεν σταμάτησα παρά μόνο όταν υπαγόρευσα στον γραμματέα τον λόγο μου, που λίγο πρωτύτερα είχα αναπτύξει με ευχαρίστηση, αλλά ύστερα από λίγο έμελλε να με στενοχωρήσει. Μεσολάβησαν δηλαδή τρεις ή τέσσερις ημέρες και, καθώς τα ξαναδιάβαζα και τα περνούσα, για όσα είχα πει για την πόλη δεν δυσανασχετούσα —τα είχα γράψει όλα γι᾽ αυτήν σωστά και δίκαια—, [232] για όσα είπα όμως για τους Λακεδαιμονίους λυπήθηκα και το έφερα βαριά. Γιατί μου φαινόταν ότι δεν είχα μιλήσει γι᾽ αυτούς με μετριοπάθεια ούτε και όπως μίλησα για τους άλλους, αλλά επιπόλαια, πικρόχολα και εντελώς ανόητα. Γι᾽ αυτό, πολλές φορές μου ερχόταν να τον σβήσω ή να τον κάψω, αλλά άλλαζα γνώμη, λυπούμενος τα γηρατειά μου και τον κόπο που έκανα για να τον γράψω.