[215] Όταν άκουσε αυτά ο μαθητής μου δεν είχε βέβαια το θράσος να αντιτάξει επιχειρήματα ούτε και ως προς ένα από τα όσα έχω πει, αλλά και δεν σιώπησε εντελώς· αντίθετα, έλεγε ότι «εσύ», εννοώντας εμένα, «έχεις μιλήσει σαν εγώ να αποδέχομαι όλες τις ασχολίες και τις αρχές της Σπάρτης και να πιστεύω ότι όλα εκεί έχουν καλώς· όσον αφορά στην ελευθερία κινήσεων των παιδιών και σε άλλα πολλά, συμφωνώ μαζί σου ότι δικαιολογημένα κατακρίνεις τους Σπαρτιάτες, εμένα όμως άδικα με κατηγορείς. [216] Εγώ βέβαια, διαβάζοντας τον λόγο σου λυπήθηκα γι᾽ αυτά που έχεις πει για τους Λακεδαιμονίους, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορώ να φέρω καμιάν αντίρρηση στα όσα έχεις γράψει, για να τους υπερασπιστώ, ενώ όλον τον άλλον καιρό είχα συνηθίσει να τους επαινώ. Και όταν βρέθηκα σε δύσκολη θέση, είπα αυτό που μου απέμενε να πω, ότι, αν όχι για τίποτε άλλο, θα άξιζε να τους χρωστάμε όλοι ευγνωμοσύνη τουλάχιστον για το ότι τυχαίνει να έχουν σε χρήση τις ωραιότερες ασχολίες και αρχές. [217] Είπα αυτά, όχι αναφερόμενος στην ευσέβεια, ούτε και στη δικαιοσύνη, ούτε και στη φρόνηση, στις οποίες εσύ αναφέρθηκες διεξοδικά, αλλά στις γυμναστικές ασκήσεις που έχουν εκεί καθιερωθεί και αποβλέπουν στην ανδρεία, την ομόνοια και γενικά στην πειθαρχία για τον πόλεμο, που όλοι θα τα επαινέσουν και θα πουν ότι περισσότερο από όλους τα εφαρμόζουν οι Σπαρτιάτες». [218] Αφού είπε αυτά, δέχτηκα τις εξηγήσεις του, όχι επειδή αναιρούσε κάποιαν από τις κριτικές μου για τους Λακεδαιμονίους, αλλά με τη σκέψη ότι προσπαθούσε να κρύψει ό,τι πιο σκληρό είχε πει αρχικά, με τρόπο πολιτισμένο και με σύνεση, και ότι και για τα υπόλοιπα είχε απολογηθεί με περισσότερη σωφροσύνη από όσο θράσος είχε επιδείξει στην αρχή. Ωστόσο, άφησα το σημείο το οποίο αφορούσε την αγωγή των παιδιών και του έλεγα ότι σχετικά με τα ίδια αυτά ζητήματα είχα κατηγορία πολύ πιο σοβαρή από εκείνη που είχε σχέση με την άσκηση των παιδιών στις κλοπές. [219] «Με εκείνες τις πρακτικές», του είπα, «διέφθειραν τα δικά τους παιδιά, ενώ με αυτά που πριν λίγο εσύ ανέφερες κατέστρεψαν τους Έλληνες. Ότι έτσι έχουν τα πράγματα, είναι εύκολο να το καταλάβεις. Φαντάζομαι πως όλοι θα συμφωνήσουν ότι οι χειρότεροι άνθρωποι και άξιοι πολύ μεγάλης τιμωρίας είναι όσοι χρησιμοποιούν για κακό σκοπό πράγματα που έχουν εφευρεθεί για να ωφελούν· [220] και κάνουν αυτό όχι εναντίον των βαρβάρων, μήτε και εναντίον εκείνων που διαπράττουν αδικήματα, μήτε ακόμη και εναντίον αυτών που εισβάλλουν στη χώρα τους, αλλά εναντίον των πιο στενών φίλων τους και φυλετικά συγγενών τους· αυτά ακριβώς έκαναν οι Σπαρτιάτες. Αλήθεια, πώς επιτρέπεται να ισχυριστεί κανείς ότι κάνουν καλή χρήση των πολεμικών τους πρακτικών αυτοί που συνεχώς και αδιαλείπτως αφανίζουν αυτούς που καθήκον τους ήταν να σώζουν; [221] «Αλλά δεν είσαι ο μόνος που αγνοείς αυτούς που κάνουν καλή χρήση των πραγμάτων· το ίδιο σχεδόν συμβαίνει με τους περισσότερους Έλληνες. Κάθε φορά δηλαδή που βλέπουν ή πληροφορούνται από κάποιους ότι μερικοί καταγίνονται επιμελώς με ασχολίες που θεωρούνται ότι είναι καλές, τους επαινούν και κάνουν πολύν λόγο γι᾽ αυτούς, χωρίς να γνωρίζουν τα αποτελέσματα. [222] Ενώ πρέπει όσοι επιθυμούν να σχηματίσουν σωστή γνώμη για τέτοιους ανθρώπους στην αρχή να μην εκφράζονται και να μην έχουν καμιάν άποψη γι᾽ αυτούς· αλλά, όταν έρθει εκείνη η ώρα που θα τους δουν και να μιλούν και να ενεργούν τόσο για τα προσωπικά τους ζητήματα όσο και για τα κοινά, τότε να εξετάζουν προσεκτικά τον καθένα από αυτούς· [223] και να επαινούν και να τιμούν όσους χρησιμοποιούν νόμιμα και καλά αυτά στα οποία ασκήθηκαν, αλλά να ψέγουν και να μισούν εκείνους που διαπράττουν μικρές παρανομίες και κακουργήματα και να προφυλάγονται από τον χαρακτήρα τους, έχοντας υπόψη ότι εκείνα που μας ωφελούν ή μας βλάπτουν δεν είναι αυτά καθαυτά τα πράγματα, αλλά η αιτία όλων αυτών που μας συμβαίνουν είναι ο τρόπος με τον οποίο τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι και ενεργούν. [224] Αυτό μπορεί κανείς να το καταλάβει από τα ακόλουθα: πράγματα που είναι πάντοτε τα ίδια και απαράλλαχτα σε άλλους είναι ωφέλιμα και σε άλλους βλαβερά. Και όμως, είναι αδιανόητο να έχει το καθένα από τα όντα φύση αντίθετη προς τον εαυτό του και όχι την ίδια· αντίθετα, το να είναι εντελώς διαφορετικές οι συνέπειες σε αυτούς που ενεργούν σωστά και δίκαια και σε εκείνους που συμπεριφέρονται ασελγώς και κακώς, ποιός λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν θα κρίνει ότι αυτά γίνονται φυσιολογικά; [225] »Ο ίδιος αυτός συλλογισμός θα ταίριαζε και για τις διάφορες μορφές ομόνοιας. Καθόσον εκείνες δεν είναι ανόμοιες στη φύση με όσα προαναφέραμε, αλλά θα διαπιστώσουμε ότι άλλες από αυτές γίνονται αιτία πάρα πολλών καλών, άλλες πάλι των μεγαλύτερων κακών και συμφορών. Μια τέτοια μορφή ομόνοιας λέω ότι είναι και η των Σπαρτιατών· γιατί θα πω την αλήθεια, έστω και αν δώσω σε μερικούς την εντύπωση ότι αυτό που θα λεχθεί έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη γενική εντύπωση. [226] Οι Σπαρτιάτες δηλαδή, όντας σύμφωνοι μεταξύ τους σχετικά με την εξωτερική τους πολιτική, έβαζαν τους Έλληνες να τρώγονται μεταξύ τους, σαν να είχαν αυτό το έργο ως τέχνη τους· έτσι, το χειρότερο από τα κακά που γίνονταν στις άλλες ελληνικές πόλεις το θεωρούσαν ό,τι πιο ωφέλιμο γι᾽ αυτούς· γιατί είχαν τη δυνατότητα να ρυθμίζουν, όπως αυτοί επιθυμούσαν, τις πόλεις που βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση. Συνεπώς, κανένας δεν θα τους επαινέσει δίκαια γι᾽ αυτήν τουλάχιστον τη μορφή ομόνοιας, όπως δεν μπορεί να επαινέσει τους πειρατές, τους ληστές και τους άλλους γενικά εγκληματίες· γιατί και εκείνοι έχοντας μεταξύ τους σύμπνοια καταστρέφουν τους άλλους. [227] Αν όμως δίνω σε μερικούς την εντύπωση ότι η σύγκριση που έχω κάνει δεν ταιριάζει καθόλου προς τη φήμη των Σπαρτιατών, την αφήνω κατά μέρος και φέρνω ως παράδειγμα τους Τριβαλλούς, για τους οποίους όλοι λένε ότι έχουν μεταξύ τους ομόνοια όσο κανένας άλλος λαός· ωστόσο, καταστρέφουν όχι μόνο τους γείτονές τους και όσους ζουν κοντά τους αλλά και τους άλλους λαούς, σε όσων τη χώρα μπορούν να φτάσουν. [228] Όσοι διεκδικούν μερίδιο της αρετής δεν πρέπει να τους μιμούνται· αντίθετα, επιβάλλεται πολύ περισσότερο να μιμούνται τη δύναμη της σοφίας, της δικαιοσύνης και των άλλων ειδών της αρετής. Γιατί αυτές δεν ασκούν ευεργετική επίδραση στην ίδια τους τη φύση, αλλά κάνουν ευτυχισμένους και μακάριους εκείνους στην ψυχή των οποίων θα φτάσουν και θα παραμείνουν. Οι Λακεδαιμόνιοι, αντίθετα, όσους πλησιάζουν τους καταστρέφουν και σφετερίζονται όλα τα αγαθά τους». [229] Με αυτά τα λόγια αποστόμωσα τον συνομιλητή μου, άνδρα ικανό, έμπειρο σε πολλά πράγματα και ασκημένο στην τέχνη του λόγου εξίσου με τους άλλους μαθητές μου. Αλλά οι νεαροί που είχαν παρακολουθήσει όλη αυτή τη συζήτηση δεν σχημάτισαν την ίδια γνώμη με εμένα· ωστόσο, εμένα βέβαια με επαίνεσαν, επειδή κατά τη γνώμη τους είχα μιλήσει με νεανική φλόγα μεγαλύτερη από όσην περίμεναν, και επειδή είχα αγωνιστεί ωραία· εκείνον όμως τον περιφρόνησαν. Δεν έκριναν σωστά, αλλά είχαν σφάλει και για τους δυο μας. [230] Γιατί ο μεν συνομιλητής μου έφυγε έχοντας γίνει πιο συνετός και πιο συνεσταλμένος, όπως επιβάλλεται σε μυαλωμένους ανθρώπους· είχε πάθει αυτό που είναι γραμμένο στους Δελφούς, είχε δηλαδή το γνῶθι σαυτόν και είχε γνωρίσει την ιδιοσυγκρασία των Λακεδαιμονίων καλύτερα από ό,τι προηγουμένως· αντίθετα, εγώ ήμουν σε μειονεκτική θέση, νικητής ίσως στη συζήτηση, αλλά για τον ίδιο ακριβώς λόγο είχα γίνει λιγότερο συνετός και περισσότερο περήφανος από όσο ταίριαζε σε ανθρώπους της ηλικίας μου, και πλημμυρισμένος από νεανική έξαψη. [231] Και ήταν φανερό ότι βρισκόμουν σε τέτοια κατάσταση. Γιατί, αφού ξεκουράστηκα, δεν σταμάτησα παρά μόνο όταν υπαγόρευσα στον γραμματέα τον λόγο μου, που λίγο πρωτύτερα είχα αναπτύξει με ευχαρίστηση, αλλά ύστερα από λίγο έμελλε να με στενοχωρήσει. Μεσολάβησαν δηλαδή τρεις ή τέσσερις ημέρες και, καθώς τα ξαναδιάβαζα και τα περνούσα, για όσα είχα πει για την πόλη δεν δυσανασχετούσα —τα είχα γράψει όλα γι᾽ αυτήν σωστά και δίκαια—, [232] για όσα είπα όμως για τους Λακεδαιμονίους λυπήθηκα και το έφερα βαριά. Γιατί μου φαινόταν ότι δεν είχα μιλήσει γι᾽ αυτούς με μετριοπάθεια ούτε και όπως μίλησα για τους άλλους, αλλά επιπόλαια, πικρόχολα και εντελώς ανόητα. Γι᾽ αυτό, πολλές φορές μου ερχόταν να τον σβήσω ή να τον κάψω, αλλά άλλαζα γνώμη, λυπούμενος τα γηρατειά μου και τον κόπο που έκανα για να τον γράψω.
|