Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ἱστορίαι (1.120.1-1.124.3)
[1.120.1] Ἁρπάγῳ μὲν Ἀστυάγης δίκην ταύτην ἐπέθηκε. Κύρου δὲ πέρι βουλεύων ἐκάλεε τοὺς αὐτοὺς τῶν μάγων οἳ τὸ ἐνύπνιόν οἱ ταύτῃ ἔκριναν. ἀπικομένους δὲ εἴρετο ὁ Ἀστυάγης τῇ ἔκρινάν οἱ τὴν ὄψιν. οἱ δὲ κατὰ ταὐτὰ εἶπαν, λέγοντες ὡς βασιλεῦσαι χρῆν τὸν παῖδα, εἰ ἐπέζωσε καὶ μὴ ἀπέθανε πρότερον. [1.120.2] ὁ δὲ ἀμείβεται αὐτοὺς τοισίδε· Ἔστι τε ὁ παῖς καὶ περίεστι, καί μιν ἐπ᾽ ἀγροῦ διαιτώμενον οἱ ἐκ τῆς κώμης παῖδες ἐστήσαντο βασιλέα. ὁ δὲ πάντα ὅσα περ οἱ ἀληθέϊ λόγῳ βασιλέες ἐτελέωσε ποιήσας· καὶ γὰρ δορυφόρους καὶ θυρωροὺς καὶ ἀγγελιηφόρους καὶ τὰ λοιπὰ πάντα διατάξας ἦρχε. [1.120.3] καὶ νῦν ἐς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; εἶπαν οἱ μάγοι· Εἰ μὲν περίεστί τε καὶ ἐβασίλευσε ὁ παῖς μὴ ἐκ προνοίης τινός, θάρσει τε τούτου εἵνεκα καὶ θυμὸν ἔχε ἀγαθόν· οὐ γὰρ ἔτι τὸ δεύτερον ἄρξει. παρὰ σμικρὰ γὰρ καὶ τῶν λογίων ἡμῖν ἔνια κεχώρηκε, καὶ τά γε τῶν ὀνειράτων ἐχόμενα τελέως ἐς ἀσθενὲς ἔρχεται. [1.120.4] ἀμείβεται ὁ Ἀστυάγης τοῖσδε· Καὶ αὐτός, ὦ μάγοι, ταύτῃ πλεῖστος γνώμην εἰμί, βασιλέος ὀνομασθέντος τοῦ παιδὸς ἐξήκειν τε τὸν ὄνειρον καί μοι τὸν παῖδα τοῦτον εἶναι δεινὸν ἔτι οὐδέν. ὅμως γε μέντοι συμβουλεύσατέ μοι εὖ περισκεψάμενοι, τὰ μέλλει ἀσφαλέστατα εἶναι οἴκῳ τε τῷ ἐμῷ καὶ ὑμῖν. [1.120.5] εἶπαν πρὸς ταῦτα οἱ μάγοι· Ὦ βασιλεῦ, καὶ αὐτοῖσι ἡμῖν περὶ πολλοῦ ἐστι κατορθοῦσθαι ἀρχὴν τὴν σήν. κείνως μὲν γὰρ ἀλλοτριοῦται ἐς τὸν παῖδα τοῦτον περιιοῦσα ἐόντα Πέρσην, καὶ ἡμεῖς ἐόντες Μῆδοι δουλούμεθά τε καὶ λόγου οὐδενὸς γινόμεθα πρὸς Περσέων, ἐόντες ξεῖνοι· σέο δ᾽ ἐνεστεῶτος βασιλέος, ἐόντος πολιήτεω, καὶ ἄρχομεν τὸ μέρος καὶ τιμὰς πρὸς σέο μεγάλας ἔχομεν. [1.120.6] οὕτω ὦν πάντως ἡμῖν σέο τε καὶ τῆς σῆς ἀρχῆς προοπτέον ἐστί. καὶ νῦν εἰ φοβερόν τι ἐνωρῶμεν, πᾶν ἂν σοὶ προεφράζομεν. νῦν δὲ ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φλαῦρον αὐτοί τε θαρσέομεν καὶ σοὶ ἕτερα τοιαῦτα παρακελευόμεθα· τὸν δὲ παῖδα τοῦτον ἐξ ὀφθαλμῶν ἀπόπεμψαι ἐς Πέρσας τε καὶ τοὺς γειναμένους. [1.121.1] ἀκούσας ταῦτα ὁ Ἀστυάγης ἐχάρη τε καὶ καλέσας τὸν Κῦρον ἔλεγέ οἱ τάδε· Ὦ παῖ, σὲ γὰρ ἐγὼ δι᾽ ὄψιν ὀνείρου οὐ τελέην ἠδίκεον, τῇ σεωτοῦ δὲ μοίρῃ περίεις· νῦν ὦν ἴθι χαίρων ἐς Πέρσας, πομποὺς δὲ ἐγὼ ἅμα πέμψω. ἐλθὼν δὲ ἐκεῖ πατέρα τε καὶ μητέρα εὑρήσεις οὐ κατὰ Μιτραδάτην τε τὸν βουκόλον καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ. |
[1.120.1] Τον Άρπαγο μ᾽ αυτόν τον τρόπο τον τιμώρησε ο Αστυάγης· τον απασχολούσε όμως και το θέμα του Κύρου, και γι᾽ αυτό κάλεσε τους ίδιους μάγους, που του είχαν ξεδιαλύνει το όνειρο, έτσι όπως είπαμε. Όταν αυτοί ήρθαν, τους ρώτησε ο Αστυάγης πώς του είχαν εξηγήσει το όνειρο. Και εκείνοι είπαν τα ίδια πάλι, εξηγώντας πως θα έπρεπε να βασιλεύσει το παιδί αυτό, αν είχε επιζήσει και δεν είχε θανατωθεί. [1.120.2] Όμως ο Αστυάγης τούς αποκρίνεται μ᾽ αυτά τα λόγια: «Ζει το παιδί και σώθηκε, και στα χωράφια που έμενε, τα παιδιά του χωριού τον έκαναν βασιλιά τους. Και το παιδί προχώρησε κι έκανε όσα κάνουν οι πραγματικοί βασιλιάδες· γιατί αφού πρώτα όρισε δορυφόρους, θυρωρούς, αγγελιοφόρους και όλα τα υπόλοιπα, ήταν ο αρχηγός τους. Λοιπόν, πού νομίζετε τώρα πως πάει το πράγμα;» [1.120.3] Οι μάγοι απάντησαν: «Αν όντως σώθηκε το παιδί κι έγινε βασιλιάς όχι από θεία πρόνοια, πάρε θάρρος που ήρθαν έτσι τα πράγματα, κι έχε ήσυχη την ψυχή σου· γιατί δεύτερη φορά δε θα βασιλεύσει πια. Γιατί καμιά φορά ως και οι προφητείες μας καταλήγουν σε ασήμαντα πράγματα· όσο για τα όνειρα, κι αυτά συμβαίνει να φτάνουν σ᾽ ολότελα ξεθυμασμένη λύση». [1.120.4] Τους αποκρίνεται ο Αστυάγης μ᾽ αυτά τα λόγια: «Και μένα του ίδιου, Μάγοι, εκεί πάει ο νους μου περισσότερο, πως μια και το παιδί ονομάστηκε βασιλιάς, το όνειρο βγήκε πια, και δεν έχω να φοβάμαι τίποτε από το παιδί αυτό. Ωστόσο καλοσκεφθείτε το και συμβουλεύσετέ με ό,τι νομίζετε πως θα ασφαλίσει καλύτερα και τον δικό μου θρόνο και σας». [1.120.5] Απάντησαν σ᾽ αυτά οι μάγοι: «Βασιλιά, και μας τους ίδιους πολύ μας ενδιαφέρει να μείνει η βασιλεία σου ακλόνητη. Γιατί αλλιώτικα πέφτει σε ξένα χέρια, αν περάσει σ᾽ ετούτο το παιδί, που είναι Πέρσης· κι εμείς που είμαστε Μήδοι γινόμαστε δούλοι, και δε θα μας λογαριάζουν καθόλου οι Πέρσες, μια και θα τους είμαστε ξένοι. Αντίθετα, αν εσύ μείνεις βασιλιάς, κρατούμε το μερίδιό μας στην εξουσία και έχουμε από μέρους σου τιμές μεγάλες. Αφού λοιπόν έτσι έχουνε τα πράγματα, πρέπει με κάθε τρόπο να προνοούμε για σένα και τη βασιλεία σου. [1.120.6] Γι᾽ αυτό και τώρα, αν βλέπαμε στο πράγμα κάποιο κίνδυνο, θα σε προειδοποιούσαμε για όλα. Αφού όμως προς το παρόν το όνειρο ξεδιάλυνε σε κάτι ασήμαντο, και εμείς αναθαρρούμε και σένα σου συστήνουμε να κάνεις το ίδιο. Όσο για το παιδί, διώξε το μακριά, να μην το βλέπουνε τα μάτια σου, στην Περσία κοντά σ᾽ εκείνους που το γέννησαν». |