ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΝΕΟ. Σωπάστε τώρα κι έχετε το νου σας,
γιατ᾽ ανοίγει τα μάτια και σηκώνει
το κεφάλι του. ΦΙΛ. Ω φως, που ξανά βλέπω
μετά ᾽π᾽ τον ύπνο κι ω η απίστευτη
κι ανέλπιστη των ξένων παρουσία
που με φυλάγουν· γιατ᾽ εγώ, παιδί μου,
δε θα ᾽λεγα ποτέ πως θα βαστούσες
870να υποφέρεις τα πάθη μου με τέτοια
συμπόνια και να μου παρασταθείς
με κάθε σου βοήθεια· μα οι Ατρείδες
πώς θα μπορούσαν βέβαια να την είχαν
την ίδια υπομονή να με υποφέρουν,
οι καλοί μας στρατάρχες; μα εσύ, γιε μου,
που είσαι ψυχή γενναία κι από γενναίους,
τίποτα δε λογάριασες απ᾽ όλα τούτα,
φωνές κι αποφορές που ήσουν γεμάτος.
Μα, τώρα μια που φαίνεται πως μ᾽ έχει
ξεχάσει το κακό και νά συνήρθα,
σήκωσέ με και στήσε με, συ, γιε μου,
880στα πόδια μου, που σα μ᾽ αφήσει τέλος
κι η κούραση, να πάμε στο καράβι
και κάμομε πανιά χωρίς ν᾽ αργούμε.
ΝΕΟ. Χαίρω που σέ ειδα παρά κάθ᾽ ελπίδα
να ζεις και ν᾽ αναπνέεις και δίχως πόνους·
γιατ᾽ αν συγκρίνω με όπως είσαι τώρα,
όλα σου τα σημάδια εφανερώναν
πως πια ζωή δεν είχες· λοιπόν σήκω
ή, αν προτιμάς, αυτοί να σε σηκώσουν
στα χέρια· δε θα βαρεθούν τον κόπο,
αν είναι η θέλησή σου κι η δική μου.
ΦΙΛ. Σ᾽ ευχαριστώ, παιδί μου· βοήθησέ με
λοιπόν εσύ, καθώς στο νου σου το ᾽χεις,
890κι άφησ᾽ αυτούς, μήπως τους ενοχλήσει
η βαριά αποφορά πριν απ᾽ την ώρα·
τους φτάνει ό,τι έχουν να υποφέρουν μέσα
στο καράβι μαζί μου. ΝΕΟ. Μα έτσι ας γίνει·
έλα, σηκώσου και πιάσου από μένα.
ΦΙΛ. Έγνοια σου και συνηθισμένος είμαι.
ΝΕΟ. Αλίμονο· τί έχω να κάμω τώρα;
ΦΙΛ. Τί ᾽ναι γιε μου, πού πάει αυτός σου ο λόγος;
ΝΕΟ. Κι εγώ δεν ξέρω πώς να τη γυρίσω
τη δυσκολί᾽ αυτή. ΦΙΛ. Ποιά δυσκολία;
μην το λες, γιε μου, εσύ. ΝΕΟ. Κι όμως έτσι ᾽ναι
και σ᾽ αυτή τώρα βρίσκομαι τη θέση.
|