ΧΟΡ. Και μας φόβο μάς δίνουν, βασιλιά μας,
αυτά που λες· μα ως να τα καλομάθεις
απ᾽ τον ίδιο το μάρτυρα, έχ᾽ ελπίδα.
ΟΙΔ. Κι αλήθεια, τόση ελπίδα πια μου μένει,
να περιμένω αυτό το βοσκό μόνο.
ΙΟΚ. Κι όταν φανεί, ποιό ᾽ναι το θάρρος πὄχεις;
ΟΙΔ. Εγώ θα στο εξηγήσω· αν θα βρεθεί
να λέει τα ίδια με σένα, τότε, βέβαια
840θενά ᾽χω από τη συφορά ξεφύγει.
ΙΟΚ. Και τί περίσσιο μ᾽ άκουσες να λέγω;
ΟΙΔ. Έλεγες πως αυτός διηγόνταν ότι
το Λάιο σκότωσαν ληστές· λοιπόν
αν τον ίδιο αριθμό θα λέει ακόμα,
δεν εσκότωσα εγώ, γιατί δεν είναι
ο ένας με τους πολλούς βέβαια το ίδιο·
μα αν ένα πει, ένα μόνο στρατοκόπο,
τότε πια φανερά βαραίνει εμένα
η πράξη. ΙΟΚ. Μα, έτσ᾽ είπε, πίστεψέ μου,
κι ούτε μπορεί πια να το πάρει πίσω,
850γιατί τ᾽ άκουσαν όλοι, όχι εγώ μόνο.
Μ᾽ αν κι απ᾽ ό,τι ᾽πε πριν τα στρίψει τώρα,
ποτέ δε θ᾽ αποδείξει πως ο φόνος
του Λάιου σύμφωνα έγινε μ᾽ εκείνον
το χρησμό του Θεού, μια που ο Λοξίας
καθαρά το ᾽πε, πως θα σκοτωνότουν
απ᾽ το παιδί που εγώ θα του γεννούσα·
μα εκείνο το δυστυχισμένο πλάσμα
καθόλου δεν τον σκότωσε, μα το ίδιο
πήγε χαμένο πριν· γι᾽ αυτό κι εγώ, όσο
για μαντείες, ποτέ πια δε θα στρέψω
τα μάτια μου ούτε δώθε, ούτε κείθε.
ΟΙΔ. Κι έχεις δίκιο· μα στείλε κάποιον
860να φέρει το δούλο και μη αμελήσεις.
ΙΟΚ. Αμέσως στέλλω, μα έλ᾽ ας πάμε μέσα,
κι εγώ ό,τι εσένα ευχαριστεί θα κάμω.
|