Έτσι μιλώντας, έδυσε ο ήλιος κι έπεσε το σκοτάδι·
330τότε τον λόγο πήρε μεταξύ τους, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά:
«Γέροντα, τα λεγόμενά σου όλα καλά και στη σειρά!
Αλλά προτείνω οι γλώσσες τώρα να κοπούν, να συγκεράσετε κρασί,
πρώτα να κάνουμε σπονδή στον Ποσειδώνα και στους άλλους αθανάτους,
μετά σκεφτόμαστε τον ύπνο, έφτασε λέω η ώρα του·
κι όπως το φως βυθίστηκε στα σκότη, δεν μας ταιριάζει πια
να μείνουμε άλλο στο τραπέζι των θεών, πρέπει
να πάμε σπίτια μας.»
Αυτά τους είπε η θυγατέρα του Διός, κι εκείνοι υπάκουσαν τον λόγο της:
κήρυκες έφεραν νερό και το ᾽χυναν πάνω στα χέρια τους·
340έφηβοι με πιοτό ξεχείλισαν κρατήρες· τις κούπες σ᾽ όλους μοίρασαν,
να κάνουν τη σπονδή. Έβαλαν άλλοι στη φωτιά τις γλώσσες, κι έπειτα αυτοί
στάλαζαν όρθιοι το κρασί.
Όταν με τη σπονδή τους τέλειωσαν, κι ήπιαν όσο το θέλησε η ψυχή τους,
τότε ο Τηλέμαχος θεόμορφος κι η Αθηνά θεά,
οι δυο μαζί, κινούν να παν στο βαθουλό καράβι.
Αλλά τους συγκρατούσε ο Νέστορας και τους απέτρεπε μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Ας το εμποδίσει ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
με τη δική μου συγκατάθεση, να κατεβείτε εσείς στο γρήγορο καράβι·
σαν να ᾽μουν κάποιος δίχως ρούχο, πάμφτωχος,
που μήτε βρίσκονται στο σπίτι του φλοκάτες, μήτε
σκεπάσματα καλά, να κοιμηθεί κι αυτός στα μαλακά
350αλλά και ξένους να κοιμίσει.
Υπάρχουν ευτυχώς πολλές φλοκάτες και καλά σκεπάσματα,
γι᾽ αυτό δεν πρόκειται τέτοιου πατέρα, του Οδυσσέα, ο ακριβός του γιος
σε καραβίσια κουβέρτα να πλαγιάσει· όσο ακόμη εγώ θα ζω,
αλλά κι αφού θα μείνουν κληρονόμοι στο παλάτι οι γιοι μου,
τους ξένους πάντα θα φιλοξενούν, όποιος κι αν φτάσει σπίτι μου.»
Πάλι στον Νέστορα αποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Καλέ μου γέροντα, καλός ο λόγος που είπες· και πρέπει
κι ο Τηλέμαχος να τον ακούσει — θα ᾽ταν αυτό και το καλύτερο.
Λοιπόν, μαζί σου τώρα να συμπορευτεί και στο παλάτι σου
360να κοιμηθεί· όσο για μένα, κατεβαίνω προς το μελανό καράβι,
θάρρος να δώσω στους συντρόφους και να τους εξηγήσω τα καθέκαστα.
Γιατί είμαι ο μόνος που λογαριάζομαι πιο γέρος μεταξύ τους·
νεότεροί μου οι άλλοι, όσοι ταξίδεψαν μαζί του από αγάπη,
όλοι τους συνομήλικοι με τον γενναίο Τηλέμαχο.
Εκεί λοιπόν, στο μελανό πλεούμενο, λέω να πλαγιάσω απόψε·
με της αυγής όμως το χάραμα, το ᾽χω σκοπό να πάω
στους θαρραλέους Καύκωνες, που κάτι μου χρωστούν —
μήτε καινούργιο χρέος, μήτε λίγο.
Αλλά κι εσύ τον νέο Τηλέμαχο, που βρέθηκε στο αρχοντικό σου,
να τον προπέμψεις μ᾽ ένα αμάξι και τον γιο σου· του δίνεις άλογα,
370ανάλαφρα στο τρέξιμο, στη δύναμη όμως τα καλύτερα.»
Κι όπως αντήχησε η φωνή της, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά
πέταξε κι έφυγε ψηλά, σάμπως γυπαετός· έκθαμβοι
όλοι οι Αχαιοί, κι ο γέροντας, που αντίκρισε το θαύμα με τα μάτια του,
γέμισε θαυμασμό.
Έπιασε τότε του Τηλέμαχου το χέρι, κι έτσι μιλώντας τον προσφώνησε:
«Φίλε ακριβέ μου, φόβο δεν έχω πως θα βγεις μικρός στο μέλλον και δειλός,
αν τώρα, τόσο νέο, θεοί σε συντροφεύουν στο ταξίδι σου.
Όχι, δεν ήταν κάποιος άλλος ο θεός αυτός απ᾽ όσους κατοικούν τον Όλυμπο·
μόνο η θυγατέρα του Διός που κυνηγά τη λεία, η Τριτογένεια,
εκείνη που τιμούσε στους Αργείους τον λαμπρό πατέρα σου.
380Ω Δέσποινα, σπλαχνίσου μας, δώσε μου δόξα και τιμή,
σ᾽ εμένα, τα παιδιά μου, τη σεμνή γυναίκα μου.
Κι εγώ χρονιάρικη δαμάλα θα σου σφάξω, με κούτελο φαρδύ
κι αδάμαστη, να μην την έχει βάλει ο άνθρωπος ακόμη στον ζυγό —
τέτοια θα σου προσφέρω εγώ, χρυσώνοντας τα κέρατά της.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια ευχήθηκε, κι η Αθηνά Παλλάδα τον επάκουσε.
Τότε τον δρόμο πήρε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ
και ηγεμονεύοντας τους γιους και τους γαμπρούς του προχώρησε
στο ωραίο παλάτι.
Φτάνοντας έπειτα στο δοξασμένο ανάκτορο του βασιλιά,
κάθησαν όλοι στη σειρά σε θρόνους και καθίσματα.
390Και για τους καλεσμένους στον κρατήρα ο γέροντας συγκέρασε
κρασί γλυκόπιοτο, από πιθάρι που η κελάρισσα το φύλαγε
έντεκα χρόνια ολόκληρα, και τώρα το άνοιξε
ξελύνοντας το σφράγισμά του.
Τέτοιο κρασί κέρασε στον κρατήρα ο γέροντας, κι ευχήθηκε πολλά
στην Αθηνά με τη σπονδή του, τη θυγατέρα του Διός
που την αιγίδα του κρατεί.
|