ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡΟΣ
Βουνίσια Γη, σέβας μου ολόδικο,
τί έχω να πάθω; πού να φύγω, αν είν᾽ εδώ
στου Άπη τη χώρα ένας κρυψώνας σκοτεινός;
Μαύρος καπνός ας ήμουν
780στου Δία τα νέφη γειτονιά,
η άφαντ᾽ ολότελα σαν το
κορνιαχτό, πανεμοσκορπά,
δίχως φτερά ας χανόμουν.
Δεν είναι να ξεφύγω το κακό
κι η μαύρη μου καρδιά απ᾽ το φόβο μου σπαρνά
γι᾽ αυτά που είδε απ᾽ τις βίγλες του ο πατέρας.
Θάνατο κάλλιο να ᾽βρω
με βρόχια στο λαιμό, παρά
μισητός άντρας στο κορμί
790ν᾽ αγγίξει αυτό μου, και νεκρή
πριν ας με πάρει ο χάρος.
Πώς να ήταν να ᾽χα στον αιθέρα θρόνο, εκεί
που της βροχής τα σύγνεφα γίνουνται χιόνια;
ή βράχος να ήτανε κοφτός
έρμος περήφανος ορθός
σ᾽ απάτητα ύψη – κρεμαστή
αϊτοφωλιά – που ένα βαθύ
να μ᾽ ασφαλίσει πέσιμο, παρά
γάμος αθέλητος να μ᾽ εύρει;
800Όχι δε θα ᾽λεγα έπειτα και τα σκυλιά
και τα όρνια τα τριγυρινά να με σπαράξουν,
γιατ᾽ είναι ο μόνος λυτρωμός
στα βαριοστέναχτα δεινά
ο θάνατος· κι ας έρθει πριν
με δεχτεί κλίνη νυφική·
ή ποιό άλλο δρόμο να βρω πια
για να γλιτώσω από το γάμο;
Μα ύψωνε θρήνους ως τους ουρανούς
με λιτανείες σ᾽ όλους τους θεούς
810που ίσως και κάποιο τέλος δώσουν.
Επίβλεψε, πατέρα, τον αγώνα μας
και ιδές τη βία μ᾽ όψη όχι φαιδρή
των δίκιων των ματιώ σου.
ικέτες σου σεβάσου, παντοδύναμε
Δία, π᾽ όλο τον κόσμο έχεις δικό σου.
Γιατί του Αιγύπτου μ᾽ άθεη αποκοτιά
η αρσενική ανυπόφερτη γενιά
μ᾽ έχουνε πάρει από κοντά κυνήγι,
820ψάχνοντας με πολύβουα αλαλητά
με βια να με στριμώξουν, κι όπου φύγει·
μα εσύ ᾽σαι μόνος που κρατάς τη ζυγαριά
στο χέρι· και στον άνθρωπο χωρίς εσένα
πράμα δεν είναι να γενεί κανένα!
|