Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (848-874)


τάδ᾽ αὐτόδηλα, προῦπτος ἀγγέλου λόγος·
διπλαῖ μέριμναι, διδύμα δ᾽ ἀνορέα·
850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρα τέλεα τάδε πάθη.
τί φῶ; τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι
πόνων δόμων ἐφέστιοι;
ἀλλὰ γόων, ὦ φίλαι, κατ᾽ οὖρον
855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν
πίτυλον, ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεται,
τὰν ἄστονον μελάγκροκον ναύστολον θεωρίδα,
τὰν ἀστιβῆ ᾽πόλλωνι, τὰν ἀνάλιον,
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον.

[ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος
πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνη,
θρῆνον ἀδελφοῖν· οὐκ ἀμφιβόλως
οἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων
865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον.
ἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμης
τὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύος
ἀχεῖν Ἀίδα τ᾽
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν.
ἰώ.
δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι
στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονται,
κλαίω, στένομαι, καὶ δόλος οὐδεὶς
μὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν.]


Όσα τ᾽ αυτιά μας άκουσαν
τα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια, ιδού τα·
οι δυο μας έγνοιες, συμφορές διπλές
των δυο αδερφών, που ένας τον άλλο σκότωσε,
850διπλά σωστά σφαχτάρια ετούτα.
Και τί να πω;
τί άλλο, ή συμφορές στις συμφορές
τις άλλες των σπιτιών;
Μα με τον πρίμο αγέρα, φίλες, των θρήνων
στις κεφαλές σας λάμνετε γύρω
κουπιά τα χέρια σας για την πομπή,
που πάντ᾽ ανάμεσ᾽ απ᾽ τον Αχέροντα
τη βαριά βάρκα ξεπροβοδεί
με τα κατάμαυρα τα πανιά
ώς την ανήλιαγη, που δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας,
860την παντοδόχα σκότεινη οχτιά.

[Μα για χρέος πικρό να τις πὄρχουνται
η Αντιγόνη κι η Ισμήνη, να κλάψουνε
τους νεκρούς αδερφούς τωνε·
Δίχως άλλο απ᾽ τα ωραία, στοχάζομαι,
και βαθύκοπλα στήθια θα χύσουνε
της καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνο.
Μα εμείς πρέπει, πριν πιάσουν το θρήνο τους,
το στριγγόφωνον ύμνο να σκούξομε
των Ερινύων κι από πάνω να ψάλομε
870τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα.
Ωχ οϊμέ!
Οϊμέ σεις αδερφές οι πιο δύστυχες
μέσα σ᾽ όλες εκείνες που δένουνε
ζώστρα γύρω στη μέση τους,
κλαίω στενάζω και μ᾽ όχι καμώματα
απ᾽ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου].