ΙΦΙ. Και πριν εσύ να ᾽ρθεις εδώ, ποθούσα
990στ᾽ Άργος να πάω, κι εσέ να δω, αδερφέ μου.
Και θέλω, όσο κι εσύ, απ᾽ τα βάσανά σου
να σε βγάλω, και το άρρωστό μας σπίτι
—χωρίς συνερισιά γι᾽ αυτόν που πήγε
να με σκοτώσει— ορθό να το στυλώσω·
κι απ᾽ το αίμα σου έτσι καθαρά εγώ θα ᾽χω
τα χέρια, και θα σώσω και το σπίτι·
δεν ξέρω μόνο πώς της θεάς το μάτι
θα ξεφύγω, και πώς δε θα το νιώσει
ο βασιλιάς, το πέτρινο όταν βάθρο
θα τό ᾽βρει δίχως το άγαλμα· τί θα ᾽χω
να πω; θα με σκοτώσουν. Αν μπορούνε
τα δυο μαζί να γίνουν, και να πάρεις
1000τ᾽ άγαλμα και στ᾽ ωριόπρυμο καράβι
μαζί σου νά ᾽ρθω, ωραίο τ᾽ απότολμο έργο·
αν όχι, εγώ πια χάνομαι, μα εσύ
μπορείς να τα βολέψεις και να φύγεις
στον τόπο μας· κι αν είναι να πλερώσω
το λυτρωμό σου εγώ με τη ζωή μου,
δεν κάνω πίσω· αποζητιέται ο άντρας,
σα λείψει, ενώ η γυναίκα, όχι και τόσο.
ΟΡΕ. Φονιάς και της μητέρας και δικός σου
δε θα ᾽μαι· φτάνει το αίμα εκείνης· θέλω
μαζί σου, με μια γνώμη, και να ζήσω
1010και να πεθάνω· θα σε πάω στο σπίτι μας,
αν φτάσω εκεί και ο ίδιος, ή μαζί σου
νεκρός θα μείνω. Κι άκουσε τί λέω:
Στην Άρτεμη αν αυτό δυσάρεστο ήταν,
πώς το άγαλμά της όρισε ο Λοξίας
στην πόλη της Παλλάδας να το πάω
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
κι εσέ να δω; Όλ᾽ αυτά αν τα συνταιριάσω,
ελπίζω να γυρίσω στην πατρίδα.
|