ΚΟΡ. Μεγάλο πράμα να είσαι μάνα· αγάπη
τόσο βαθιά αυτό δίνει σε όλες, ώστε
κάνουν κάθε θυσία για τα παιδιά τους.
ΑΧΙ. Περήφανη, ψηλά η ψυχή μου ορμάει·
920στις δυστυχίες ωστόσο, με το μέτρο
ξέρω ν᾽ αγαναχτώ, και πάλι το ίδιο
στις ευτυχίες να χαίρομαι. Κανόνα
σωστό ακλουθούν όσοι άνθρωποι μου μοιάζουν:
στοχαστικά περνούνε τη ζωή τους.
Είναι στιγμές που είναι γλυκό να λείπει
παραπανίσια φρόνηση, άλλες πάλι
που ο στοχασμός μάς χρειάζεται. Κοντά
σε θεοφοβούμενο άνθρωπο, το Χείρωνα,
εγώ έχω ανατραφεί, κι έτσι έχω μάθει
τρόπους απλούς. Καλά αν θα κυβερνούνε
οι Ατρείδες, θα υπακούω· αν όμως όχι,
δε θα υπακούω. Κι εδώ μα και στην Τροία,
930όσο για με, θα υπηρετώ με τα όπλα
σαν άνθρωπος ελεύθερος τον Άρη.
Εσέ, που οι φίλτατοί σου σού έχουν τόσο
σκληρά φερθεί, με τη δική μου —ως πρέπει
σ᾽ ένα γενναίο— συμπόνια θα τυλίξω,
και ποτέ την κοπέλα σου ο γονιός της,
δική μου αφού την είπαν, δε θα σφάξει·
στον άντρα σου δε δίνω τον εαυτό μου
δολοπλοκίες να κάνει· τ᾽ όνομά μου
της κόρης σου φονιάς θα γίνει τότε,
κι ας μην πήρε μαχαίρι. Ο αίτιος βέβαια
940είν᾽ ο άντρας σου· και το κορμί μου ωστόσο
δε θα ᾽ναι αγνό, αν χαθεί για με, για γάμο
μ᾽ εμένα η κόρη αυτή, που της ορίζουν
πάθη φριχτά, ανυπόφορα, και τέτοια
της κάνουν προσβολή, που δεν της πρέπει.
Θα ᾽μουν εγώ ο πιο πρόστυχος Αργείος,
θα ᾽μουν εγώ ένα τίποτα —ο Μενέλαος
για άντρας θα πέρναε τότε— ως να μην είχα
γονιό μου τον Πηλέα παρά κανένα
δαίμονα του κακού, αν φονιάς θα γίνει,
για χατίρι του αντρός σου, τ᾽ όνομά μου.
Μά το Νηρέα, το θρέμμα των κυμάτων,
που ᾽ναι ο γονιός της μάνας μου της Θέτης,
950ούτε και με του δάχτυλου την άκρη
την κόρη σου, της κόρης σου τους πέπλους
ο αφέντης ο Αγαμέμνονας θ᾽ αγγίξει.
Αλλιώς, για πολιτεία θα λογαριάζουν
τη Σίπυλο, στα μέρη των βαρβάρων,
που κείθε οι στρατηγοί γενοκρατιούνται,
και τ᾽ όνομα της Φθίας θα το ξεγράψουν.
Και τ᾽ αγιοκρίθι κι ο αγιασμός, που ο Κάλχας
ο μαντολόγος θα σηκώνει, θα είναι
πικρά γι᾽ αυτόν. Τί μάντης δα είναι κιόλας
ένας που, αν τύχει, λίγες λέει αλήθειες
και ψέματα πολλά, κι αν δεν πετύχει,
κάνει φτερά και φεύγει; Αυτό δεν το είπα
960για την παντρειά, —χιλιάδες με γυρεύουν—
μα ο βασιλιάς βαριά μ᾽ έχει προσβάλει.
Έπρεπε τ᾽ όνομά μου, για παγίδα
του κοριτσιού, από με να το ζητήσει·
η Κλυταιμήστρα πείστηκε προπάντων,
γιατί σ᾽ εμένα θα ᾽δινε την κόρη.
Στους Έλληνες δε θα ᾽λεγα όχι, ανίσως
σκόνταφτε αυτού της Τροίας η εκστρατεία·
για το κοινό καλό εκεινών, που βγήκα
στον πόλεμο μαζί τους, δε θ᾽ αρνιόμουν
κάτι να δώσω. Τώρα ειμ᾽ ένα τίποτα,
κι οι στρατηγοί ειν᾽ αφέντες να μου κάνουν
κακό ή να μη μου κάνουν, όπως θέλουν.
970Σε λίγο το σπαθί, που, πριν να πάω
στην Τροία, θα το ματώσω, αυτό θα ξέρει
την κόρη σου αν κανένας θα μου πάρει.
Ησύχασε· τρανός θεός για σένα
προβάλλω εγώ· δεν είμαι, αλλά θα γίνω.
ΚΟΡ. Αντάξια σου τα λόγια σου, Αχιλλέα,
και της θαλασσινής σεβάσμιας θεάς.
|