Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλῆς Μαινόμενος (815-842)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ


815ΧΟ. — ἔα ἔα·
ἆρ᾽ ἐς τὸν αὐτὸν πίτυλον ἥκομεν φόβου,
γέροντες, οἷον φάσμ᾽ ὑπὲρ δόμων ὁρῶ;
— φυγῆι φυγῆι
νωθὲς πέδαιρε κῶλον, ἐκποδὼν ἔλα.
820— ὦναξ Παιάν,
ἀπότροπος γένοιό μοι πημάτων.

ΙΡΙΣ
θαρσεῖτε Νυκτὸς τήνδ᾽ ὁρῶντες ἔκγονον
Λύσσαν, γέροντες, κἀμὲ τὴν θεῶν λάτριν
Ἶριν· πόλει γὰρ οὐδὲν ἥκομεν βλάβος,
825ἑνὸς δ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὸς δώματα στρατεύομεν,
ὅν φασιν εἶναι Ζηνὸς Ἀλκμήνης τ᾽ ἄπο.
πρὶν μὲν γὰρ ἄθλους ἐκτελευτῆσαι πικρούς,
τὸ χρή νιν ἐξέσωιζεν οὐδ᾽ εἴα πατὴρ
Ζεύς νιν κακῶς δρᾶν οὔτ᾽ ἔμ᾽ οὔθ᾽ Ἥραν ποτέ·
830ἐπεὶ δὲ μόχθους διεπέρασ᾽ Εὐρυσθέως,
Ἥρα προσάψαι κοινὸν αἷμ᾽ αὐτῶι θέλει
παῖδας κατακτείναντι, συνθέλω δ᾽ ἐγώ.
ἀλλ᾽ εἶ᾽ ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν,
Νυκτὸς κελαινῆς ἀνυμέναιε παρθένε,
835μανίας τ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῶιδε καὶ παιδοκτόνους
φρενῶν ταραγμοὺς καὶ ποδῶν σκιρτήματα
ἔλαυνε κίνει, φόνιον ἐξίει κάλων,
ὡς ἂν πορεύσας δι᾽ Ἀχερούσιον πόρον
τὸν καλλίπαιδα στέφανον αὐθέντηι φόνωι
840γνῶι μὲν τὸν Ἥρας οἷός ἐστ᾽ αὐτῶι χόλος,
μάθηι δὲ τὸν ἐμόν· ἢ θεοὶ μὲν οὐδαμοῦ,
τὰ θνητὰ δ᾽ ἔσται μεγάλα, μὴ δόντος δίκην.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


(Έρχεται η Λύσσα (Λύττα) ξαφνικά, ακολουθούμενη από την Ίρη).
ΧΟ. Ωιμένα, ωιμέ!
πάλι στην ίδια ταραχή ήρθαμε του φόβου;
τί φάντασμα, ω γερόντοι, πα στο σπίτι βλέπω;
Δρόμο, δρόμο,
τα αργά μέλη σήκωσε κα κρύψου!
820Ω βασιλιά μου Απόλλωνα,
τις συμφορές απόδιωξέ μου!

ΙΡΙΣ
Θάρρος, ω γέροι, βλέποντας τη Λύσσα, γέννα
της Νύχτας, και την Ίριδα μένα, υπηρέτρα
των θεών· δεν ήρθαμε να βλάψουμε την πόλη,
σ᾽ ενού εκστρατεύομε μονάχα το παλάτι,
που λένε ότι είναι γιος του Διός και της Αλκμήνης.
Πριν να τελειώσει τους πικρούς του άθλους, το χρέος
τον έσωζε· ο πατέρας του Δίας ούτ᾽ εμένα
άφηνε να τον βλάψουμεν ούτε την Ήρα.
830Τώρα που ξέκαμε τους άθλους του Ευρυσθέα,
με συγγενικό αίμα θέλ᾽ η Ήρα να τον βάψει
κι εγώ, σκοτώνοντας ο ίδιος τα παιδιά του.
Αλλά μπρος, κάμνοντας άσπλαχνη την καρδιά σου,
ω εσύ παρθέν᾽ ανύπαντρη της μαύρης Νύχτας,
τρέλα στον άντρ᾽ αυτόν και σάλεμα του νου του
παιδοχτόνο και τινάγματα των ποδιών του
φέρε του κι άπλωσε το φονικό σχοινί σου
κι απ᾽ τον Αχέροντα περνώντας το στεφάνι
της καλής νίκης των παιδιώνε του, που ο ίδιος
840θα τα σκοτώσει, ας μάθει την οργή της Ήρας
και τη δική μου· αλλιώς πια τίποτε δεν είναι
οι θεοί και δύναμη έχουν οι άνθρωποι μεγάλη.