ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΘΕΡ. Ω κυρά, φέρνω σου μαντάτο, που κι εσένα
θα ευχαριστήσει σαν τ᾽ ακούσεις και για μένα
σύντομο είναι ναν το πω: τους οχτρούς νικάμε
και τρόπαια στήνουμε με τις αρματωσιές των!
ΑΛΚ. Ω πολυαγαπημένε μου, τη μέρα ετούτη
τη λευτεριά σού δίνω για την είδησή σου.
790Μα από μια λύπη ακόμα δεν με λευτερώνεις·
γιατί φοβάμαι μη δεν ζουν κείνοι που θέλω.
ΘΕΡ. Ζουν κι είναι απ᾽ τον στρατό όλο πολυδοξασμένοι!
ΑΛΚ. Λοιπόν, γιά πε μου, ζει κι ο γέροντας Ιόλαος;
ΘΕΡ. Ναι· κι οι θεοί σ᾽ έργα λαμπρά τονε συντρέξαν.
ΑΛΚ. Κανέν᾽ ανέλπιστο κατόρθωμα έχει κάνει;
ΘΕΡ. Ξανάγινε από γέροντας νιος άξιος πάλι.
ΑΛΚ. Αυτά είναι θαυμαστά· μα των αγαπημένων
να διηγηθείς την καλή μάχη θέλω πρώτα.
ΘΕΡ. Με λίγα λόγια θαν τα μάθεις όλα αμέσως.
800Αφού κι οι δυο μας τον στρατό των οπλιτών μας
αντικριστά τον αντιτάξαμε απλωμένον,
κατεβαίνοντας από το τετράλογο άρμα
ανάμεσα στους δύο στρατούς στάθηκε ο Ύλλος·
κι είπε σε λίγο· ω στρατηγέ φερμένε απ᾽ τ᾽ Άργος,
τί δεν αφήνουμε ήσυχη την ξένη χώρα;
αν τις Μυκήνες τις στερήσεις έναν άντρα
δεν θα χαθούν· το λοιπόν, έλα εμείς οι δυο μας
μόνοι να πολεμήσουμε, κι αν με σκοτώσεις
πάρε τα τέκνα του Ηρακλή, κι αν σε σκοτώσω
810δω μου την πατρική αρχή και τα παλάτια.
Κι οι στρατοί παινέσανε για καλά ειπωμένα
τα λόγια του, και γιατί δείχνανε γενναιότη
και γιατί γλίτωναν και οι ίδιοι τους κινδύνους.
Μα ο άλλος δίχως να ντραπεί των εδικών του
τα λόγια κι ούτε τη δειλία του, σαν πρωτάρχος,
δεν τόλμησε στο δυνατό κοντάρι αντίκρυ
ο λιγοψυχότατος να σταθεί. Όντας τέτοιος,
ήρθε τα τέκνα του Ηρακλή να πάρει σκλάβους!
Κι έτσι ξαναγύρισε στον στρατό του ο Ύλλος
κι οι μάντεις, επειδή είδανε της μονομαχίας
820τη συμφωνία αποτυχημένην, ευθύς πιάνουν
και σφάζουν δίχως άργητα τα θύματά τους
και βγάζουν απ᾽ τα σπλάχνα τους καλά σημάδια.
Τότε άλλοι μπαίναν στ᾽ άρματα, άλλοι τα πλευρά τους
με των ασπίδων τα πλευρά σκεπάζαν· όταν
των Αθηναίων ο βασιλιάς, σαν παλληκάρι
που ᾽τανε, τέτοια παραγγέλνει στον στρατό του:
«Ω συμπολίτες, τώρα πρέπει να σταθείτε
βοηθοί της χώρας που σας γέννησε και σας θρέφει».
Κι ο άλλος παρακαλούσε τους πολεμιστάδες
να μην ντροπιάσουν το Άργος ούτε τις Μυκήνες.
830Κι όταν με σάλπιγγα τυρρηνικήν εδόθη
το δυνατό σημάδι κι άρχισεν η μάχη,
τί βρόντημα δεν έχει γένει των ασπίδων,
τί στεναγμοί και κλάψες ανακατωμένες!
|