ΕΛΕ. Ικέτισσα, ω! παρθένα, σου προσπέφτω
και σε παρακαλώ απ᾽ της δυστυχίας
τη θέση αυτή, για μένα και για κείνον,
να μην τον χάσω, τώρα που τον βρήκα.
Στον αδερφό σου μην το μαρτυρήσεις
πως ήρθε ο άντρας μου· έλα, γλίτωσέ τον,
900σε ικετεύω, την παλιά σου ευσέβεια
για χάρη του αδερφού σου μην προδώσεις
κερδίζοντάς του την ευγνωμοσύνη
με ταπεινές κι άδικες πράξεις. Πάντα
μισεί ο θεός τη βία και προστάζει
ν᾽ αποκτούν όλοι δίκαια τ᾽ αγαθά τους.
Ας μη ζητάει κανείς άδικα πλούτη.
Ο ουρανός και η γης είναι για όλους
και πρέπει μες στο σπίτι του καθένας
τα καλά να συνάζει, όχι το ξένο
βιος στανικά να κλέβει. Στον γονιό σου
910μ᾽ έδωσεν ο Ερμής να με φυλάξει
—καλό απ᾽ τη μεριά, κακό απ᾽ την άλλη—
για τον άντρα μου εδώ που με γυρεύει.
Πώς θα με πάρει, άμα χαθεί; Ο Πρωτέας
σ᾽ έναν νεκρό μια ζωντανή θα δώσει;
Τον θεό και τον γονιό σου ρώτα· θέλουν
ό,τι ο καθένας έχει, πάλι πίσω
να του το δώσουν ή όχι; Βέβαια θέλουν.
Μη χαριστείς στον άδικο αδελφό σου,
τον δίκαιο πατέρα σου αδικώντας.
Προφήτισσα είσαι, στους θεούς πιστεύεις.
920Το δίκιο θ᾽ ατιμάσεις του γονιού σου
κι έναν κακό αδερφό θα ευχαριστήσεις;
Ντροπή για σε τα θεία να τα γνωρίζεις,
τα τωρινά και τα μελλούμενα, όλα,
και να μην ξέρεις τη δικαιοσύνη.
Με δέρνουν δυστυχίες, λύτρωσέ με,
την τύχη έτσι λίγο βοηθώντας·
όλοι μισούνε την Ελένη, βουίζει
ολάκερ᾽ η Ελλάδα πως δεν ήμουν
στον άντρα μου πιστή και στης Φρυγίας
πήγα να ζήσω τα χρυσά παλάτια.
Όταν ξαναγυρίσω όμως στη Σπάρτη
και μάθουν και το δουν πως απ᾽ τον δόλο
930των θεών αφανιζόντουσαν στη μάχη
και πως εγώ δεν πρόδωσα τους φίλους,
φρόνιμη θα με πουν και τίμια πάλι·
θα παντρευτεί κι η κόρη μου, που τώρα
κανείς γαμπρός δεν τη ζητά, θ᾽ αφήσω
την ξενιτιά μου εδώ τη μαύρη κι όλα
τα καλά θα χαρώ του σπιτικού μου.
Αν χάνονταν αυτός και ήταν θαμμένος,
μακριά του θα τον έκλαιγα μ᾽ αγάπη·
τώρα που ζει κι εσώθη, να τον χάσω;
Αχ, μην τον φανερώσεις, σε ικετεύω,
κάνε μου αυτή τη χάρη και μιμήσου
940του ενάρετου πατέρα σου τους τρόπους.
Για τα παιδιά είναι η πιο μεγάλη δόξα
να θέλουν στους καλούς γονιούς να μοιάσουν.
ΧΟΡ. Τα λόγια σου γεμάτα δυστυχία
κι εσύ για λύπηση. Ο Μενέλαος τώρα
για να σωθεί, πώς θα μιλήσει τάχα;
|