[10.1] Εγώ, είπε ο Σωκράτης, μόλις άκουσα ότι του έδωσε τέτοια απάντηση η γυναίκα του, του είπα: «Μά την Ήρα, Ισχόμαχε, παρουσιάζεις αντρικό το μυαλό της γυναίκας σου». «Ε, λοιπόν», είπε ο Ισχόμαχος, «θέλω να σου εξιστορήσω και άλλες πράξεις που δείχνουν την ανωτερότητα της ψυχής της, που με την πρώτη φορά που της μίλησα με άκουσε και με υπάκουε με μεγάλη προθυμία». «Ποιές;», είπα εγώ, «εμπρός λέγε μου, γιατί είναι πολύ πιο ευχάριστο για μένα να μαθαίνω τις πράξεις της αρετής μιας με σάρκα και οστά γυναίκας, παρά αν θα έβλεπα το πορτρέτο μιας ωραίας γυναίκας ζωγραφισμένο από τον Ζεύξη». [10.2] Τότε ο Ισχόμαχος του λέει: «Κάποτε, λοιπόν, Σωκράτη», είπε, «είδα πως είχε φκιασιδωθεί με αρκετή πούδρα για να φαίνεται πιο άσπρη, με αρκετό κοκκινάδι για να φαίνεται πιο ροδοκόκκινη από ό,τι στην πραγματικότητα, με ψηλοτάκουνα παπούτσια για να φαίνεται πιο ψηλή από το φυσικό της ανάστημα. [10.3] Τότε της είπα: “Πες μου, γυναίκα, πότε θα σου φαινόμουνα πιο αξιαγάπητος σύντροφος εγώ που μοιράζομαι την περιουσία μαζί σου, αν σου έδειχνα την περιουσία που έχω πραγματικά και δεν καυχιόμουν πως έχω περισσότερα από ότ,ι στην πραγματικότητα έχω, κι αν δεν σου έκρυβα τίποτε από τα υπάρχοντά μου ή αν προσπαθούσα να σε ξεγελάσω, λέγοντάς σου πως έχω περισσότερα από όσα στην πραγματικότητα έχω και, παρουσιάζοντάς σου νομίσματα κάλπικα για αληθινά και περιδέραιο από έξω με χρυσό και από μέσα με ξύλο, και ρούχα πορφυρά που ξεθωριάζουν, έλεγα ότι είναι αληθινά;” [10.4] Εκείνη με διέκοψε αμέσως. “Σιωπή”, είπε, “μακάρι να μην καταντήσεις τέτοιος. Γιατί, αν θα γινόσουν έτσι, δεν θα μπορούσα να σε αγαπήσω με την ψυχή μου”. “Λοιπόν, γυναίκα μου”, είπα εγώ, “δεν είμαστε παντρεμένοι για να απολαμβάνουμε ο ένας το σώμα του άλλου;” “Οι άνθρωποι τουλάχιστον έτσι λένε”, αποκρίθηκε. [10.5] “Με ποιόν τρόπο, λοιπόν”, ξαναείπα, “θα σου φαινόμουν πιο αξιαγάπητος σύντροφος αν προσπαθούσα να σου δίνω το σώμα μου, φροντίζοντας να είναι γερό και δυνατό, και ακριβώς γι᾽ αυτό θα είμαι ροδοκόκκινος, ή αν αλειφόμουν και παρουσιαζόμουν σε σένα με ρόδινο χρώμα και φκιασίδωνα τα μάτια μου με ψεύτικο χρώμα όμοιο με το δέρμα μου και ζούσα κοντά σου εξαπατώντας σε συνειδητά, προσφέροντας στα μάτια και στα χάδια σου το ψεύτικο κοκκινάδι αντί για το φυσικό χρώμα του δέρματός μου;” [10.6] “Εγώ”, είπε εκείνη, “ούτε θα άγγιζα το κοκκινάδι με μεγαλύτερη ευχαρίστηση από ό,τι εσένα, ούτε και θα έβλεπα με περισσότερη ευχαρίστηση το ψεύτικο χρώμα, το όμοιο με το δέρμα σου, από την ίδια την επιδερμίδα σου, ούτε θα έβλεπα πιο ευχάριστα βαμμένα τα μάτια σου από ό,τι τα αληθινά και φυσικά τους χρώματα με τη λάμψη της υγείας σ᾽ αυτά”.
|