[39.1] Ο Αλέξανδρος, όντας από τη φύση του πάρα πολύ γενναιόδωρος, έγινε ακόμη περισσότερο, όταν αυξήθηκε ο πλούτος του. Υπήρχε σ᾽ αυτόν και η φιλοφροσύνη, που και από μόνη της δίνει χαρά σε όσους προσφέρουν δώρα· [39.2] θα θυμίσω λίγα παραδείγματα. Ο Αρίστων, ο ηγεμόνας των Παιόνων, όταν σκότωσε κάποιον εχθρό και του έδειξε με καμάρι το κεφάλι, είπε: «αυτό το δώρο, βασιλιά, έχει ως αμοιβή στην πατρίδα μου ένα χρυσό ποτήρι». Ο Αλέξανδρος γέλασε και είπε: «άδειο, ασφαλώς· εγώ όμως θα πιω για σένα γεμάτο δυνατό κρασί». [39.3] Κάποιος από το πλήθος των Μακεδόνων τραβούσε ένα μουλάρι φορτωμένο με χρυσάφι του βασιλιά· επειδή όμως το ζώο είχε αποκάμει, σήκωσε ο ίδιος το φορτίο και το μετέφερε. Βλέποντάς τον ο βασιλιάς ταλαιπωρημένο και μαθαίνοντας τον λόγο, καθώς ο άνθρωπος σκόπευε να το αφήσει κάτω, του είπε: «μην αποκάμεις, εμπρός βάλε τα δυνατά σου και για την υπόλοιπη διαδρομή ως τη σκηνή σου, γιατί θα το μεταφέρεις για σένα». [39.4] Γενικά, ενοχλούνταν περισσότερο με όσους δεν δέχονταν δώρα παρά με όσους ζητούσαν. Γι᾽ αυτό, έγραψε επιστολή στον Φωκίωνα ότι δεν θα τον θεωρούσε στο εξής φίλο του, εάν αρνιόταν τις χάρες του. [39.5] Στον Σεραπίωνα όμως, έναν νεαρό με τον οποίο έπαιζε σφαίρα, δεν έδινε τίποτε, επειδή δεν ζητούσε τίποτε. Όταν λοιπόν ο Σεραπίων ήρθε και πήρε μέρος στο παιχνίδι της σφαιροβολίας, έριχνε τη σφαίρα πάντοτε σε άλλους· και όταν ο βασιλιάς του είπε: «σε εμένα δεν τη δίνεις;», «δεν τη ζητάς» είπε. Γέλασε με την απάντηση και του έδωσε πολλά. [39.6] Με κάποιον Πρωτέα, εξάλλου, με κλίση στα αστεία και στο πιοτό, φάνηκε πως κάποτε είχε οργιστεί· μετά τα παρακάλια όμως των φίλων του και τα δάκρυα του Πρωτέα, είπε ότι συμφιλιώνεται πάλι μαζί του· και εκείνος είπε: «τότε, βασιλιά, δώσε μου πρώτα απόδειξη». Έδωσε λοιπόν εντολή να του δώσουν πέντε τάλαντα. [39.7] Όσο για τα πλούτη που μοίρασε στους φίλους και στους σωματοφύλακές του, φαίνεται πόσο πολλά ήταν από ένα γράμμα της Ολυμπιάδας που του έγραφε: «με άλλον τρόπο» του έλεγε «να ευεργετείς τους φίλους σου και να τους τιμάς· τώρα τους κάνεις όλους ίσους με βασιλιάδες και φροντίζεις να έχουν πολλούς φίλους, ενώ εσύ μένεις μόνος». [39.8] Επειδή η Ολυμπιάδα του έγραφε πολλές φορές τέτοια, κρατούσε απόρρητο το περιεχόμενό τους, εκτός από μια φορά που, διαβάζοντας ο Ηφαιστίων μαζί του, όπως συνήθιζε, μιαν ανοιχτή επιστολή, δεν τον εμπόδισε αλλά έβγαλε το δακτυλίδι του και έβαλε τη σφραγίδα στο στόμα εκείνου. [39.9] Στον γιο του Μαζαίου, του πιο σημαντικού άνδρα στην υπηρεσία του Δαρείου, ενώ είχε μια σατραπεία, του είχε δώσει και δεύτερη μεγαλύτερη. Εκείνος όμως με παρακάλια τον απέτρεπε λέγοντας: «τότε, βασιλιά, ήταν ένας ο Δαρείος, τώρα εσύ έχεις κάνει πολλούς Αλέξανδρους». [39.10] Στον Παρμενίωνα έδωσε το ανάκτορο του Βαγώου, στο οποίο λένε ότι βρέθηκαν ρούχα αξίας χιλίων ταλάντων. [39.11] Προς τον Αντίπατρο έγραφε συνιστώντας του να έχει σωματοφύλακες, επειδή πίστευε ότι κινδύνευε η ζωή του. [39.12] Στη μητέρα του, εξάλλου, χάριζε και έστελνε πολλά δώρα, αλλά δεν της επέτρεπε να ασχολείται με πολλά μήτε και να αναμειγνύεται στις υποθέσεις των στρατηγών·και όταν τον κατέκρινε, ανεχόταν ήρεμα τις σκληρές παρατηρήσεις της. [39.13] Εκτός από μια φορά που ο Αντίπατρος έγραψε μια μακροσκελή επιστολή εναντίον της· διαβάζοντάς την ο Αλέξανδρος είπε ότι ο Αντίπατρος αγνοεί πως το δάκρυ της μάνας σβήνει μύριες επιστολές. [40.1] Έβλεπε όμως ότι οι άνθρωποι που περιβάλλοντός του είχαν γίνει τρυφηλοί και ενοχλητικοί με τον τρόπο ζωής και τις πολυτέλειές τους. Για παράδειγμα, ο Άγνων από την Τέω είχε στα παπούτσια του ασημένιες πρόκες, ο Λεοννάτος είχε φέρει από την Αίγυπτο με πολλές καμήλες άμμο στα γυμναστήρια και ο Φιλώτας είχε δίχτυα για το κυνήγι εκατό σταδίων· πήγαιναν για άλειμμα και για λουτρό χρησιμοποιώντας τόσο πολύ μύρο όσο προηγουμένως ούτε λάδι δεν είχαν. Έβλεπε ότι περιστοιχίζονταν από υπηρετικό προσωπικό για τρίψιμο και χαλάρωση. [40.2] Τους επέκρινε λοιπόν για όλα αυτά ήρεμα και φιλοσοφημένα, λέγοντας πως εκπλήσσεται που, ενώ έχουν πάρει μέρος σε τόσο πολλούς και τόσο μεγάλους αγώνες, δεν θυμούνται ότι όσοι έχουν κοπιάσει κοιμούνται πιο ευχάριστα από αυτούς που δεν κουράστηκαν, ούτε και βλέπουν ότι, συγκρίνοντας τη ζωή τους με τη ζωή των Περσών, η τρυφηλή ζωή είναι το άκρον άωτον της δουλείας, ενώ ο μόχθος ό,τι πιο βασιλικό. [40.3] «Αλήθεια,» είπε «πώς θα μπορούσε κάποιος να περιποιηθεί μόνος του το άλογό του ή να γυαλίσει τη λόγχη ή την περικεφαλαία του, αν τα χέρια του έχουν σταματήσει να εγγίζουν το αγαπημένο σώμα του;» «Δεν ξέρετε» είπε «ότι το τελικό στάδιο για μας τους κατακτητές είναι να μην κάνουμε τα ίδια με τους κατακτημένους;» [40.4] Γι᾽ αυτό εξέθετε τον εαυτό του ακόμη περισσότερο στις εκστρατείες και στα κυνήγια, ταλαιπωρούμενος και κινδυνεύοντας, ώστε ένας πρεσβευτής Σπαρτιάτης, που παραβρέθηκε την ώρα που έριχνε κάτω ένα τεράστιο λιοντάρι, είπε: «Αλέξανδρε, αγωνίστηκες σωστά για τη βασιλεία σου με το λιοντάρι». [40.5] Αυτό το περιστατικό του κυνηγιού αφιέρωσε ο Κρατερός στους Δελφούς, αφού έδωσε εντολή να κάνουν χάλκινες μορφές του λιονταριού και των σκυλιών, του βασιλιά να παλεύει με το λιοντάρι, αλλά και του ίδιου να σπεύδει σε βοήθεια· άλλες από τις μορφές αυτές φιλοτέχνησε ο Λύσιππος, άλλες ο Λεωχάρης.
|