ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ (Κεφ. 30 - 32) Μεγάλοι κίνδυνοι απειλούν το Θεμιστοκλή [30.1] Όταν αργότερα κατέβηκε προς τη θάλασσα, για να ασχοληθεί με τις ελληνικες υποθέσεις, ένας Πέρσης που ονομαζόταν Επιξύης, σατράπης της άνω Φρυγίας, σκέφτηκε να τον εξοντώσει. Είχε προετοιμάσει από καιρό μερικούς Πισίδες, για να τον σκοτώσουν, όταν θα έφτανε και θα στάθμευε στην κωμόπολη Λεοντοκέφαλο. [30.2] Και λένε πως το μεσημέρι, την ώρα που ο Θεμιστοκλής κοιμόταν, φάνηκε στον ύπνο του η Μητέρα των Θεών και του είπε: «Θεμιστοκλή, μακριά από λιονταριών κεφάλι, για να μην πέσεις στο στόμα λιονταριού. Κι εγώ για πληρωμή μου σου ζητώ ως ιέρεια την κόρη σου τη Μνησιπτολέμα». [30.3] Ο Θεμιστοκλής τότε πολύ ταραγμένος προσευχήθηκε στη θεά. Έπειτα προχώρησε αφήνοντας το μεγάλο δρόμο και αφού έκαμε γύρο από άλλο δρόμο και πέρασε από εκείνο το μέρος, τον βρήκε πια η νύχτα και σταμάτησε να ξεκουραστεί. [30.4] Εκεί, επειδή ένα από τα υποζύγια που κουβαλούσαν τη σκηνή έπεσε στο ποτάμι, οι υπηρέτες του Θεμιστοκλή πήραν τα παραπετάσματα της σκηνής που βράχηκαν και τα άπλωσαν να στεγνώσουν. [30.5] Οι Πισίδες στο μεταξύ με τα σπαθιά στα χέρια τους έτρεχαν με ορμή προς τα εκεί και, σαν είδαν τα παραπετάσματα που στέγνωναν, χωρίς να μπορούν να διακρίνουν καλά κάτω από το φως της σελήνης, νόμισαν πως είναι η σκηνή του Θεμιστοκλή και πως θα τον βρουν μέσα να αναπαύεται. [30.6] Όταν όμως ήρθαν κοντά και σήκωσαν το παραπέτασμα, πέφτουν επάνω τους οι άνθρωποι του Θεμιστοκλή που τους παραμόνευαν και τους πιάνουν. Έτσι ο Θεμιστοκλής ξέφυγε τον κίνδυνο και θαύμασε το φανέρωμα της θεάς. Της έχτισε ναό στη Μαγνησία με την επωνυμία της Δινδυμήνης και της έδωσε ως ιέρεια τη θυγατέρα του Μνησιπτολέμα.
|