Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (30.1-30.6)


[30.1] Καταβαίνοντι δ᾽ αὐτῷ πρὸς τὰς Ἑλληνικὰς πράξεις ἐπὶ θάλατταν Πέρσης ἀνὴρ Ἐπιξύης ὄνομα, σατραπεύων τῆς ἄνω Φρυγίας, ἐπεβούλευσε, παρεσκευακὼς ἔκπαλαι Πισίδας τινὰς ἀποκτενοῦντας, ὅταν ἐν τῇ καλουμένῃ κώμῃ Λεοντοκεφάλῳ γενόμενος καταυλισθῇ. [30.2] τῷ δὲ λέγεται καθεύδοντι μεσημβρίας τὴν Μητέρα τῶν θεῶν ὄναρ φανεῖσαν εἰπεῖν· «ὦ Θεμιστόκλεις, ὑστέρει κεφαλῆς λεόντων, ἵνα μὴ λέοντι περιπέσῃς. ἐγὼ δ᾽ ἀντὶ τούτου σε αἰτῶ θεράπαιναν Μνησιπτολέμαν». [30.3] διαταραχθεὶς οὖν ὁ Θεμιστοκλῆς προσευξάμενος τῇ θεῷ τὴν μὲν λεωφόρον ἀφῆκεν, ἑτέρᾳ δὲ περιελθὼν καὶ παραλλάξας τὸν τόπον ἐκεῖνον ἤδη νυκτὸς οὔσης κατηυλίσατο. [30.4] τῶν δὲ τὴν σκηνὴν κομιζόντων ὑποζυγίων ἑνὸς εἰς τὸν ποταμὸν ἐμπεσόντος, οἱ τοῦ Θεμιστοκλέους οἰκέται τὰς αὐλαίας διαβρόχους γενομένας ἐκπετάσαντες ἀνέψυχον· [30.5] οἱ δὲ Πισίδαι τὰ ξίφη λαβόντες ἐν τούτῳ προσεφέροντο, καὶ τὰ ψυχόμενα πρὸς τὴν σελήνην οὐκ ἀκριβῶς ἰδόντες ᾠήθησαν εἶναι τὴν σκηνὴν τοῦ Θεμιστοκλέους κἀκεῖνον ἔνδον εὑρήσειν ἀναπαυόμενον. [30.6] ὡς δ᾽ ἐγγὺς γενόμενοι τὴν αὐλαίαν ἀνέστελλον, ἐπιπίπτουσιν αὐτοῖς οἱ παραφυλάττοντες καὶ συλλαμβάνουσι. διαφυγὼν δὲ τὸν κίνδυνον οὕτω καὶ θαυμάσας τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θεοῦ, ναόν τε κατεσκεύασεν ἐν Μαγνησίᾳ Δινδυμήνης καὶ τὴν θυγατέρα Μνησιπτολέμαν ἱέρειαν ἀπέδειξεν.


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ (Κεφ. 30 - 32)
Μεγάλοι κίνδυνοι απειλούν το Θεμιστοκλή
[30.1] Όταν αργότερα κατέβηκε προς τη θάλασσα, για να ασχοληθεί με τις ελληνικες υποθέσεις, ένας Πέρσης που ονομαζόταν Επιξύης, σατράπης της άνω Φρυγίας, σκέφτηκε να τον εξοντώσει. Είχε προετοιμάσει από καιρό μερικούς Πισίδες, για να τον σκοτώσουν, όταν θα έφτανε και θα στάθμευε στην κωμόπολη Λεοντοκέφαλο. [30.2] Και λένε πως το μεσημέρι, την ώρα που ο Θεμιστοκλής κοιμόταν, φάνηκε στον ύπνο του η Μητέρα των Θεών και του είπε: «Θεμιστοκλή, μακριά από λιονταριών κεφάλι, για να μην πέσεις στο στόμα λιονταριού. Κι εγώ για πληρωμή μου σου ζητώ ως ιέρεια την κόρη σου τη Μνησιπτολέμα». [30.3] Ο Θεμιστοκλής τότε πολύ ταραγμένος προσευχήθηκε στη θεά. Έπειτα προχώρησε αφήνοντας το μεγάλο δρόμο και αφού έκαμε γύρο από άλλο δρόμο και πέρασε από εκείνο το μέρος, τον βρήκε πια η νύχτα και σταμάτησε να ξεκουραστεί. [30.4] Εκεί, επειδή ένα από τα υποζύγια που κουβαλούσαν τη σκηνή έπεσε στο ποτάμι, οι υπηρέτες του Θεμιστοκλή πήραν τα παραπετάσματα της σκηνής που βράχηκαν και τα άπλωσαν να στεγνώσουν. [30.5] Οι Πισίδες στο μεταξύ με τα σπαθιά στα χέρια τους έτρεχαν με ορμή προς τα εκεί και, σαν είδαν τα παραπετάσματα που στέγνωναν, χωρίς να μπορούν να διακρίνουν καλά κάτω από το φως της σελήνης, νόμισαν πως είναι η σκηνή του Θεμιστοκλή και πως θα τον βρουν μέσα να αναπαύεται. [30.6] Όταν όμως ήρθαν κοντά και σήκωσαν το παραπέτασμα, πέφτουν επάνω τους οι άνθρωποι του Θεμιστοκλή που τους παραμόνευαν και τους πιάνουν. Έτσι ο Θεμιστοκλής ξέφυγε τον κίνδυνο και θαύμασε το φανέρωμα της θεάς. Της έχτισε ναό στη Μαγνησία με την επωνυμία της Δινδυμήνης και της έδωσε ως ιέρεια τη θυγατέρα του Μνησιπτολέμα.