[9.15.4] Κι ενώ οι βάρβαροι μοχθούσαν σ᾽ αυτό το έργο, ο Ατταγίνος, ο γιος του Φρύνωνος, πολίτης των Θηβών, έκανε μεγάλη ετοιμασία και καλούσε για φιλοξενία και τον ίδιο τον Μαρδόνιο και πενήντα, τους πιο αξιόλογους ανάμεσα στους Πέρσες· κι αυτοί ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή του. Το δείπνο έγινε στις Θήβες. [9.16.1] Τα όσα συμπληρωματικά ακολουθούν τα άκουσα από τον Θέρσανδρο, πολίτη του Ορχομενού κι από τους πρώτους σε υπόληψη στον Ορχομενό. Είπε λοιπόν ο Θέρσανδρος ότι προσκλήθηκε κι αυτός απ᾽ τον Ατταγίνο σ᾽ αυτό το δείπνο, μάλιστα προσκλήθηκαν και πενήντα Θηβαίοι, και δεν τους έβαλε να καθίσουν σε χωριστά ανάκλιντρα, αλλά σε κάθε ανάκλιντρο έναν Πέρση κι ένα Θηβαίο. [9.16.2] Κι αφού απόφαγαν, την ώρα που κουτσόπιναν, ο Πέρσης που ξάπλωνε στο ίδιο ανάκλιντρο τον ρώτησε, μιλώντας ελληνικά, από πού είναι κι αυτός του αποκρίθηκε πως ήταν απ᾽ τον Ορχομενό. Κι ο άλλος του είπε: «Επειδή τώρα φάγαμε στο ίδιο τραπέζι και κάναμε μαζί σπονδές, θέλω να κρατήσεις στη θύμησή σου από μένα μια σκέψη μου, έτσι που κι εσύ, έχοντας πάρει απ᾽ τα πριν τις πληροφορίες σου, να μπορείς να πάρεις τα μέτρα σου, ώστε να σου βγει σε καλό. [9.16.3] Βλέπεις αυτούς τους Πέρσες που ᾽ναι στρωμένοι στο τραπέζι και τον στρατό που αφήσαμε καταυλισμένο στις όχθες του ποταμού; δε θα περάσει πολύς καιρός κι απ᾽ όλους αυτούς θα δεις μόνο κάτι λίγους να βρίσκονται στη ζωή». Και πως, την ώρα που τα ᾽λεγε αυτά ο Πέρσης, άφηνε να κυλούν άφθονα τα δάκρυά του. [9.16.4] Κι ο Θέρσανδρος έμεινε μ᾽ ανοιχτό το στόμα μ᾽ αυτά που άκουσε και του είπε: «Λοιπόν, δεν έχεις καθήκον να τα πεις αυτά και στον Μαρδόνιο και σ᾽ εκείνους που μετά απ᾽ αυτόν έχουν μεγάλο κύρος ανάμεσα στους Πέρσες;». Και πως ο άλλος αποκρίθηκε: «Ξένε φίλε μου, ό,τι είναι να γίνει απ᾽ το θεό, ο άνθρωπος δεν έχει τρόπο να το αποτρέψει· γιατί όσο πειστικά κι αν μιλήσεις, κανένας δεν δίνει σημασία στα λόγια σου. [9.16.5] Μάλιστα πολλοί απ᾽ τους Πέρσες τα ξέρουμε καλά αυτά, κι ωστόσο ακολουθούμε την εκστρατεία, δέσμιοι της ανάγκης. Κι ο πιο σπαραχτικός καημός για όσα συμβαίνουν στον ανθρώπινο κόσμο είναι αυτός: ενώ πολλά κατέχουμε στο νου μας, να μην ορίζουμε τίποτα». Λοιπόν αυτή τη διήγηση άκουσα απ᾽ τον Θέρσανδρο τον Ορχομένιο και συμπληρωματικά τα εξής, πως τότε κιόλας, προτού να γίνει η μάχη των Πλαταιών, αυτός τα έλεγε και σ᾽ άλλους. [9.17.1] Όταν ο Μαρδόνιος είχε στήσει το στρατόπεδό του στη Βοιωτία, από τους Έλληνες που κατοικούσαν σ᾽ αυτές τις περιοχές και μήδιζαν, όλοι οι άλλοι χωρίς εξαίρεση έδιναν στρατό και πήραν μέρος στην εισβολή στην Αθήνα και μόνο οι Φωκείς δεν πήραν μέρος στην εισβολή· βέβαια μήδιζαν κι αυτοί και με το παραπάνω, όχι όμως με τη θέλησή τους, αλλά στενεμένοι απ᾽ την ανάγκη. [9.17.2] Και δεν πέρασαν πολλές ημέρες απ᾽ την άφιξη του Μαρδονίου στη Θήβα κι έφτασαν εκεί χίλιοι βαριά οπλισμένοι Φωκείς· αρχηγός τους ήταν ο Αρμοκύδης, που είχε τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στην πόλη του. Όταν λοιπόν έφτασαν κι αυτοί στη Θήβα, έστειλε ο Μαρδόνιος να τους δώσουν εντολή να στρατοπεδεύσουν χωριστά απ᾽ τους άλλους στην πεδιάδα. [9.17.3] Και μόλις εκτέλεσαν τη διαταγή του, κατέφτασε αμέσως εκεί το ιππικό στο σύνολό του. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό από στόμα σε στόμα, απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη στο στρατόπεδο των Ελλήνων που συμμαχούσαν με τους Μήδους διαδόθηκε η φήμη πως θα τους αφανίσουν ρίχνοντας ακόντια· κι αυτή η φήμη διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και στους ίδιους τους Φωκείς. [9.17.4] Τότε λοιπόν ο στρατηγός Αρμοκύδης απηύθυνε σ᾽ αυτούς την ακόλουθη παραίνεση: «Φωκείς, φως φανάρι βέβαια πως αυτοί οι άνθρωποι σκοπεύουν να μας αφανίσουν με θάνατο που τον βλέπουμε πια με τα μάτια μας, ύστερ᾽ από συκοφαντίες των Θεσσαλών, όπως υποθέτω· λοιπόν τώρα άλλο δε μας μένει παρά ο καθένας σας ν᾽ αναδειχτεί άντρας γενναίος· γιατί είναι καλύτερο να πάρει τέλος η ζωή μας πάνω σε κάποια πράξη μας και πάνω στον αγώνα, παρά ν᾽ αφανιστούμε με τον πιο ντροπιασμένο θάνατο κλαίοντας τη μοίρα μας. Αλλά ας πάρει ο καθένας τους ένα μάθημα, που όντας βάρβαροι έστησαν παγίδα θανάτου σε Έλληνες στρατιώτες». [9.18.1] Λοιπόν ο Αρμοκύδης μ᾽ αυτά τα λόγια τους ενθάρρυνε· οι ιππείς πάλι, αφού τους περικύκλωσαν, έκαναν επέλαση για να τους αφανίσουν· έπαλλαν κιόλας τ᾽ ακόντιά τους για να τα εξακοντίσουν, δεν αποκλείεται μάλιστα και κάποιοι να τα εξακόντισαν· κι οι Φωκείς πήραν θέσεις άμυνας και με συντονισμένες κινήσεις όλοι τους συντάχτηκαν σ᾽ ένα σώμα, όσο πιο πυκνό γίνεται· τότε οι ιππείς τράπηκαν σε φυγή κι αποσύρθηκαν με τ᾽ άλογά τους. [9.18.2] Τώρα, δεν είμαι σε θέση να πω με βεβαιότητα ούτε αν πήγαν να εξοντώσουν τους Φωκείς ύστερ᾽ από αίτημα των Θεσσαλών, όμως όταν τους είδαν να παίρνουν θέσεις άμυνας, από φόβο μήπως κι οι ίδιοι τους έχουν απώλειες, τράπηκαν λοιπόν σε φυγή (επειδή αυτή την εντολή τους έδωσε ο Μαρδόνιος), ούτε αν θέλησε να δοκιμάσει τί αξίζουν σαν πολεμιστές. [9.18.3] Κι αφού οι ιππείς τράπηκαν σε φυγή, ο Μαρδόνιος έστειλε κήρυκα κι έλεγε τα εξής: «Μη φοβάστε, Φωκείς· γιατί αποδείξατε πως είστε παλικάρια κι όχι όπως με πληροφόρησαν. Και τώρα πάρτε μέρος με ζήλο σ᾽ αυτό τον πόλεμο· γιατί όπως και να ᾽χει δε θα ξεπεράσετε ούτε εμένα ούτε τον βασιλιά σ᾽ ευεργεσίες». Αυτή την κατάληξη είχε λοιπόν το περιστατικό των Φωκέων. [9.19.1] Κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν έφτασαν στον Ισθμό, στρατοπέδευσαν εκεί. Κι οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, όσοι πρόκριναν το καλό της πατρίδας, όταν πήραν αυτή την πληροφορία και μάλιστα είδαν τους Σπαρτιάτες να βγαίνουν απ᾽ τη χώρα τους, φιλοτιμήθηκαν να μη μείνουν πίσω, αλλά να βγουν κι αυτοί. [9.19.2] Λοιπόν, καθώς οι θυσίες έδωσαν ενθαρρυντικά προμηνύματα, προωθήθηκαν όλοι απ᾽ τον Ισθμό και φτάνουν στην Ελευσίνα· κι αφού κι εκεί έκαναν θυσίες και πήραν ενθαρρυντικά προμηνύματα, συνέχισαν να προχωρούν και μαζί τους κι οι Αθηναίοι, αφού πέρασαν από τη Σαλαμίνα στη στεριά κι ενώθηκαν με τους άλλους στην Ελευσίνα. [9.19.3] Κι όταν έφτασαν στις Ερυθρές της Βοιωτίας και πληροφορήθηκαν πως ο βάρβαρος στρατοπέδευσε στις όχθες του Ασωπού, ύστερ᾽ από σύσκεψη αντιπαρατάχθηκαν στους πρόποδες του Κιθαιρώνα. [9.20.1] Ο Μαρδόνιος, καθώς οι Έλληνες δεν κατέβαιναν στην πεδιάδα, στέλνει εναντίον τους όλο το ιππικό, που είχε αρχηγό τον Μασίστιο, που οι Πέρσες τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση —αυτόν οι Έλληνες τον λένε Μακίστιο— κι είχε άλογο Νησαίο με χρυσά χαλινάρια και μ᾽ όλα τ᾽ άλλα χάμουρα καλοπλουμισμένα. Τότε, καθώς οι ιππείς έκαναν έφοδο εναντίον των Ελλήνων, επιχειρούσαν επιθέσεις η κάθε ίλη με τη σειρά της, και με τις επελάσεις τους προξενούσαν μεγάλες απώλειες σ᾽ αυτούς και τους φώναζαν γυναίκες. [9.21.1] Κι ήρθαν έτσι τα πράματα που οι Μεγαρείς έτυχε να παραταχτούν στο πιο εκτεθειμένο στις εχθρικές επιθέσεις σημείο όλης της περιοχής, εκείνο που πιο πολύ από κάθε άλλο δεχόταν τις επελάσεις του ιππικού. Και, καθώς η θέση τους έγινε δύσκολη με τις εφόδους του ιππικού, οι Μεγαρείς έστειλαν κήρυκα στους στρατηγούς των Ελλήνων· και φτάνοντας σ᾽ αυτούς ο κήρυκας τους έλεγε: [9.21.2] «Οι Μεγαρείς λένε· Άνδρες σύμμαχοι, εμείς αδυνατούμε ν᾽ αντιμετωπίσουμε μόνοι μας το ιππικό των Περσών, κρατώντας τις θέσεις στις οποίες παραταχτήκαμε αρχικά· κι αν κρατήσαμε ώς αυτή την ώρα όσο κι αν μας πίεζε ο εχθρός, είναι επειδή κάναμε κουράγιο κι επιστρατεύσαμε την παλικαριά μας. Τώρα όμως, αν δε στείλετε κάποιους άλλους να μας διαδεχτούν σ᾽ αυτή τη θέση, να το ξέρετε πως εμείς θα εγκαταλείψουμε τη θέση μας». [9.21.3] Εκείνοι λοιπόν αυτό το μήνυμα τους έστειλαν κι ο Παυσανίας βολιδοσκοπούσε τους Έλληνες μήπως βρεθούν κάποιοι άλλοι να παν εθελοντικά σ᾽ αυτή τη θέση και να διαδεχτούν τους Μεγαρείς. Και, καθώς οι άλλοι δεν ήθελαν, φιλοτιμήθηκαν οι Αθηναίοι, κι απ᾽ τους Αθηναίους οι τριακόσιοι επίλεκτοι, που είχαν αρχηγό τον Ολυμπιόδωρο, το γιο του Λάμπωνος. [9.22.1] Αυτοί ήταν που δέχτηκαν να πάρουν αυτή τη θέση και παρατάχτηκαν στην πρώτη γραμμή των Ελλήνων στις Ερυθρές, αφού πήραν μαζί τους και τους τοξότες. Η μάχη τους κράτησε πολύ και νά ποιό τέλος είχε· καθώς το ιππικό έκανε εφόδους, η μια ίλη μετά την άλλη με τη σειρά τους, το άλογο του Μασιστίου κάλπαζε μπροστά από τ᾽ άλλα, ώσπου ένα βέλος το χτύπησε στο πλευρό· από τον πόνο το άλογο ορθώνεται στα πισινά του και γκρεμίζει από πάνω του τον Μασίστιο· [9.22.2] αυτός πέφτει καταγής και στη στιγμή οι Αθηναίοι ρίχνονται καταπάνω του. Παίρνουν λοιπόν τ᾽ άλογό του και τον ίδιο, που έδινε αγώνα για να σωθεί, τον σκοτώνουν, όσο κι αν στην αρχή δεν μπορούσαν. Γιατί προστατευόταν από μια τέτοια σκευή: είχε από μέσα χρυσό θώρακα λεπιδωτό και πάνω απ᾽ τον θώρακα είχε φορέσει χιτώνα πορφυρό. Τα χτυπήματά τους λοιπόν στον θώρακα δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα, ώσπου κάποιος κατάλαβε τί συμβαίνει και τον χτυπά στο μάτι. Έτσι τέλος έπεσε και σκοτώθηκε. [9.22.3] Κι οι άλλοι ιππείς δεν αντιλήφθηκαν τί συνέβαινε, και νά γιατί· δεν τον είδαν να πέφτει καταγής από τ᾽ άλογο ούτε να σκοτώνεται· γιατί, καθώς εκείνη τη στιγμή ήταν στη φάση της υποχώρησης και της μεταβολής, δεν αντιλήφτηκαν τί συνέβαινε. Όταν όμως ήρθαν στην ανάπαυλα, ένιωσαν αμέσως την απουσία του, καθώς δεν έβλεπαν κανένα να τους δίνει διαταγές· κι όταν αντιλήφτηκαν τί είχε συμβεί, δίνοντας καρδιά ο ένας στον άλλο σπιρούνιζαν τ᾽ άλογά τους, για να σηκώσουν τουλάχιστον το πτώμα του. [9.23.1] Κι όταν είδαν οι Αθηναίοι πως οι ιππείς δεν έκαναν πια εφόδους τμηματικά, αλλά όλοι μαζί, φώναξαν σε βοήθεια τον υπόλοιπο στρατό. Την ώρα που έσπευδε σε βοήθεια ολόκληρο το πεζικό, γινόταν μάχη φονική για το ποιός θα σηκώσει τον νεκρό. [9.23.2] Λοιπόν, όση ώρα οι τριακόσιοι ήταν μόνοι τους, βρίσκονταν σε πολύ μειονεκτική θέση κι εγκατέλειπαν το πτώμα· όταν όμως έφτασε σε βοήθειά τους ο πολύς στρατός, τότε πια οι ιππείς δεν κράτησαν τη θέση τους κι ούτε μπόρεσαν να σηκώσουν τον νεκρό, αλλά, κοντά σ᾽ εκείνον, έχασαν κι άλλους ιππείς. Κι όταν υποχωρώντας βρέθηκαν σε απόσταση κάπου δύο σταδίων, συσκέπτονταν τί πρέπει να κάνουν· κι έτσι που δεν είχαν αρχηγό να τους διοικεί, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στον Μαρδόνιο. [9.24.1] Κι όταν γύρισε το ιππικό στο στρατόπεδο, ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα πένθησε τον Μασίστιο και πιο πολύ απ᾽ όλους ο Μαρδόνιος· κούρευαν τα μαλλιά τους και των αλόγων τους και των υποζυγίων τους, κι όσο για τους οδυρμούς τους, δεν είχαν σταματημό· γιατί ολόκληρη η Βοιωτία αντιλαλούσε από κραυγές, πως χάθηκε ένας πολεμιστής που, μετά απ᾽ τον Μαρδόνιο, είχε την πιο μεγάλη θέση στην εκτίμηση των Περσών και του βασιλιά. Λοιπόν οι βάρβαροι τιμούσαν τον σκοτωμένο Μασίστιο κατά τα συνήθεια του τόπου τους. [9.25.1] Κι οι Έλληνες, ύστερ᾽ απ᾽ την αντίσταση που πρόβαλαν στο ιππικό που τους επιτέθηκε και την τροπή σε φυγή του ιππικού που αποκρούστηκε, απόχτησαν πολύ μεγαλύτερο θάρρος. Και πρώτα πρώτα έβαλαν πάνω σε άρμα τον νεκρό και τον περιέφεραν μπροστά απ᾽ τα τάγματά τους· καθώς το ανάστημα και η ομορφιά του τον έκαναν αξιοθέατο, συνέβη το εξής: εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και πήγαιναν όλοι να δουν το θέαμα, τον Μασίστιο. [9.25.2] Κατόπιν αποφάσισαν να κατεβούν χαμηλότερα, στις Πλαταιές· γιατί ο χώρος των Πλαταιών τούς φαινόταν πολύ πιο κατάλληλος από τις Ερυθρές για να στήσουν στρατόπεδο, κι από κάθε άλλη άποψη και επειδή το νερό εκεί ήταν αφθονότερο. Σ᾽ αυτό τον τόπο λοιπόν και δίπλα στην πηγή Γαργαφία που βρίσκεται εκεί αποφάσισαν πως επιβάλλεται να μεταβούν και, παίρνοντας ο καθένας τη θέση του, να στρατοπεδεύσουν. [9.25.3] Λοιπόν πήραν τον οπλισμό τους και κατηφόριζαν από τους πρόποδες του Κιθαιρώνα προσπερνώντας τις Υσιές ίσια για τη γη των Πλαταιών· και μόλις έφτασαν, παρατάχτηκαν η κάθε πόλη χωριστά κοντά στην πηγή Γαργαφία και στο τέμενος του ημιθέου Ανδροκράτη, διασχίζοντας χαμηλά υψώματα και πεδιάδα. [9.26.1] Τότε, καθώς σχεδιαζόταν η παράταξη, Τεγεάτες και Αθηναίοι συγκρούστηκαν με σφοδρές λογομαχίες, γιατί ο καθένας τους απ᾽ τη μεριά του αξίωναν να τους δοθεί η ηγεμονία της μιας απ᾽ τις δυο πτέρυγες· και γι᾽ αυτό έφερναν στη μέση πρόσφατα και παλιά κατορθώματα. Οι Τεγεάτες απ᾽ τη μεριά τους έλεγαν: [9.26.2] «Εμάς πάντοτε όλοι οι σύμμαχοι μας θεωρούν άξιους να κρατάμε αυτή τη θέση στην παράταξη, σ᾽ όσες κοινές εκστρατείες έκαναν οι Πελοποννήσιοι και στα παλιά και στα νεότερα χρόνια, απ᾽ εκείνη την εποχή που οι απόγονοι του Ηρακλή, μετά το θάνατο του Ευρυσθέα, προσπαθούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, την Πελοπόννησο. [9.26.3] Τότε μας παραχωρήθηκε αυτό το προνόμιο, που το οφείλουμε στο εξής επεισόδιο: μαζί με τους Αχαιούς και τους Ίωνες που ζούσαν τότε στην Πελοπόννησο, σπεύσαμε για ν᾽ αμυνθούμε στον Ισθμό και πήραμε θέση απέναντι στον αντίπαλο που επιχειρούσε εισβολή, όταν ο Ύλλος, όπως λέει η παράδοση, διακήρυξε πως δεν ήταν ανάγκη να ξαναμπούν στον κίνδυνο του πολέμου οι δυο στρατοί, αλλά όποιος απ᾽ το στρατόπεδο των Πελοποννησίων κριθεί ανάμεσα σ᾽ όλους το πρώτο παλικάρι, να μονομαχήσει μαζί του κατά τους όρους της μονομαχίας. [9.26.4] Κι οι Πελοποννήσιοι έκριναν πως καλό είναι να γίνουν πράξη αυτά και αντάλλαξαν όρκους που επικυρώθηκαν με θυσίες με τον ακόλουθο όρο: αν ο Ύλλος νικήσει τον ηγέτη των Πελοποννησίων, να γυρίσουν οι απόγονοι του Ηρακλή στη γη των πατέρων τους, κι αν πάλι νικηθεί, οι απόγονοι του Ηρακλή να σηκωθούν να φύγουν και ν᾽ αποσύρουν το στρατό τους, και για εκατό χρόνια να μην επιδιώξουν να γυρίσουν στην Πελοπόννησο. [9.26.5] Λοιπόν οι σύμμαχοι έκριναν πρώτο ανάμεσα σ᾽ όλους τον Έχεμο, το γιο του Αερόποδα, γιου του Φηγέως, που ήταν στρατηγός και βασιλιάς της χώρας μας· αυτός προσφέρθηκε εθελοντικά και μονομάχησε και σκότωσε τον Ύλλο. Και γι᾽ αυτό το κατόρθωμα οι Πελοποννήσιοι εκείνου του καιρού μάς παραχώρησαν ανάμεσα σ᾽ άλλα μεγάλα προνόμια, που συνεχίζουμε να τα έχουμε, να είμαστε για πάντα επικεφαλής της μιας από τις δυο πτέρυγες, όταν γίνεται κοινή εκστρατεία. [9.26.6] Λοιπόν, Λακεδαιμόνιοι, δεν αντιδικούμε με σας, αλλά αφήνουμε σε σας να διαλέξετε σε ποιά πτέρυγα θέλετε να είστε επικεφαλής, και σας την παραχωρούμε· όμως, επιμένουμε, στην άλλη σ᾽ εμάς ταιριάζει να είμαστε επικεφαλής, όπως και στο παρελθόν. Κι ανεξάρτητα απ᾽ το κατόρθωμα που αφηγηθήκαμε, εμείς είμαστε πιο άξιοι απ᾽ τους Αθηναίους να έχουμε αυτή τη θέση. [9.26.7] Γιατί έχουμε δώσει μ᾽ εσάς, άνδρες Σπαρτιάτες, πολλούς και λαμπρούς αγώνες, και πολλούς με άλλους. Κι έτσι λοιπόν το δίκιο είναι να έχουμε εμείς την άλλη πτέρυγα κι όχι βέβαια οι Αθηναίοι· γιατί αυτοί δεν έχουν να δείξουν κατορθώματα σαν τα δικά μας, ούτε πρόσφατα ούτε παλιά». [9.27.1] Έτσι μίλησαν αυτοί και οι Αθηναίοι έδωσαν την εξής απάντηση: «Ξέρουμε καλά πως αυτή η σύναξη συγκλήθηκε για τη μάχη εναντίον των βαρβάρων κι όχι για ρητορικούς διαξιφισμούς· όμως, επειδή οι Τεγεάτες έφεραν στη μέση ανδραγαθήματα παλιά και πρόσφατα που η καθεμιά απ᾽ τις δυο πόλεις μας έχει επιτελέσει εδώ κι αιώνες, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε γνωστό πού στηρίζεται το πατρογονικό μας προνόμιο, ώστε, με το να είμαστε πάντοτε αντρειωμένοι, να έχουμε την πρώτη θέση εμείς κι όχι οι Αρκάδες. [9.27.2] Τους απογόνους του Ηρακλή, που αυτοί λένε πως σκότωσαν τον αρχηγό τους στον Ισθμό, σε προγενέστερη εποχή, όταν όλοι οι Έλληνες, στις πόλεις των οποίων πήγαιναν προσπαθώντας ν᾽ αποφύγουν τη σκλαβιά των Μυκηναίων, τους έδιωχναν, μονάχα εμείς τους δεχτήκαμε και καταλύσαμε την έπαρση του Ευρυσθέα, νικώντας μαζί τους εκείνους που τότε εξουσίαζαν την Πελοπόννησο. [9.27.3] Δεύτερο, όταν οι Αργείοι, αφού προέλασαν με ηγέτη τον Πολυνείκη εναντίον των Θηβών και σκοτώθηκαν, κείτονταν άταφοι, εκστρατεύσαμε εναντίον των Καδμείων και, το καυχιόμαστε, σηκώσαμε τους νεκρούς απ᾽ το πεδίο της μάχης και τους θάψαμε σε δική μας γη, στην Ελευσίνα. [9.27.4] Λαμπρό κατόρθωμα έχουμε να επιδείξουμε και εναντίον των Αμαζόνων, που κάποτε απ᾽ τον Θερμώδοντα ποταμό έκαναν εισβολή στην Αττική· επίσης στους αγώνες της Τροίας δε μείναμε πίσω από κανένα. Αλλά χάνουμε τον καιρό μας βέβαια μνημονεύοντας αυτά· γιατί δεν αποκλείεται ο ίδιος λαός, ενώ τότε ήταν λαμπρά παλικάρια, σήμερα να είναι άναντροι, κι άλλοι, που τότε ήταν άναντροι, σήμερα να είναι λαμπρά παλικάρια. [9.27.5] Ας αφήσουμε πια τα περασμένα μεγαλεία· εμείς λοιπόν, κι αν ακόμα δεν έχουμε να δείξουμε τίποτ᾽ άλλο, μολονότι έχουμε πολλά και λαμπρά όσα δεν έχει καμιά ελληνική πόλη, μόνο για το κατόρθωμά μας στον Μαραθώνα μάς αξίζει να έχουμε αυτό το προνόμιο, και κοντά σ᾽ αυτό κι άλλα, αφού βέβαια μόνο εμείς απ᾽ όλους τους Έλληνες μονομαχήσαμε με τον Πέρση και παίρνοντας απάνω μας τόσο μεγάλο αγώνα αποδειχτήκαμε ανώτεροι και νικήσαμε σαράντα έξι έθνη. [9.27.6] Λοιπόν, και μόνο απ᾽ αυτό το κατόρθωμα δεν πήραμε με το σπαθί μας αυτή τη θέση μάχης; Παρ᾽ όλ᾽ αυτά —γιατί δεν ταιριάζει σε μια τόσο κρίσιμη περίσταση να ξεσηκώνουμε εμφύλιες έριδες— δεν έχουμε καμιά αντίρρηση να πειθαρχήσουμε σε σας, Λακεδαιμόνιοι, σε ποιά θέση είναι πιο σκόπιμο, κατά τη γνώμη σας, να ταχτούμε εμείς και σε ποιούς να σταθούμε αντιμέτωποι· γιατί, σ᾽ όποια θέση κι αν παραταχτούμε, θα προσπαθήσουμε να είμαστε καλοί πολεμιστές. Τραβήξτε λοιπόν εμπρός και να είστε βέβαιοι πως θα σας υπακούσουμε». [9.28.1] Αυτή την απάντηση έδωσαν οι Αθηναίοι· κι ο στρατός των Λακεδαιμονίων μ᾽ ένα στόμα βροντοφώναξε πως πιο άξιοι να κρατούν την πτέρυγα είναι οι Αθηναίοι κι όχι οι Αρκάδες. Έτσι λοιπόν πέρασε στους Αθηναίους και πήραν το προβάδισμα αυτό απ᾽ τους Τεγεάτες. |