ΒΙΒΛΙΟ Ι: ΚΑΛΛΙΟΠΗ [9.1.1] Κι ο Μαρδόνιος, μόλις γύρισε ο Αλέξανδρος και του έφερε την απάντηση των Αθηναίων, ξεκινώντας από τη Θεσσαλία οδηγούσε το εκστρατευτικό του σώμα ολοταχώς στην Αθήνα· και σ᾽ όποια χώρα κάθε φορά έφτανε, τους έπαιρνε στο στρατό του. Κι οι ηγεμόνες των Θεσσαλών όχι μόνο δεν ένιωθαν καμιά μεταμέλεια για τα όσα είχαν κάνει προηγουμένως, κάθε άλλο!, αλλά με πολύ μεγαλύτερο ζήλο εξωθούσαν τον Πέρση· μάλιστα ο Θώραξ ο Λαρισαίος συνόδευσε κι αυτός τιμητικά τον Ξέρξη στην αποχώρησή του και τότε απροσχημάτιστα άνοιξε στον Μαρδόνιο το δρόμο εναντίον της Ελλάδας. [9.2.1] Κι όταν ο στρατός, συνεχίζοντας την πορεία του, φτάνει στη Βοιωτία, οι Θηβαίοι ήθελαν να κρατήσουν εκεί τον Μαρδόνιο και του έδιναν συμβουλές, λέγοντάς του πως ο τόπος τους είναι ο πιο κατάλληλος για να στήσει στρατόπεδο και τον απέτρεπαν να προχωρήσει πιο πέρα, αλλά να καταυλιστεί εκεί και να ενεργήσει έτσι που να κυριέψει ολόκληρη την Ελλάδα χωρίς να δώσει μάχη. [9.2.2] Γιατί σε μάχη κατά μέτωπο είναι δύσκολο να νικήσει κανείς, έστω κι αν έχει μαζί του όλο τον κόσμο, τους Έλληνες μονοιασμένους, ας είναι και μόνο αυτούς που και προηγουμένως πήραν τις ίδιες αποφάσεις. «Αν όμως ενεργήσεις όπως σε συμβουλεύουμε εμείς», του έλεγαν και του ξαναέλεγαν, «θα έχεις χωρίς κόπο στο χέρι σου όλους όσοι έχουν αποφασιστική γνώμη. [9.2.3] Στέλνε χρήματα στους άντρες που κρατούν την εξουσία στις πόλεις τους, και στέλνοντάς τα θα σπείρεις τη διχόνοια στους Έλληνες· κι αποκεί και πέρα, με τη βοήθεια όσων θα συμπαραταχθούν μαζί σου, εύκολα θα κυριέψεις όσους κρατούν αντίθετη στάση». [9.3.1] Εκείνοι λοιπόν αυτές τις συμβουλές του έδιναν, αυτός όμως δεν πειθόταν, αλλά έκανε σαν να είχε μπει στις φλέβες του μια φοβερή λαχτάρα να κυριέψει για δεύτερη φορά την Αθήνα· ήταν από τη μια η αλαζονεία του κι απ᾽ την άλλη του μπήκε η ιδέα να στείλει μήνυμα, με φωτιές από νησί σε νησί, στον βασιλιά που βρισκόταν στις Σάρδεις ότι είχε στην κατοχή του την Αθήνα. [9.3.2] Κι ούτε τότε φτάνοντας στην Αττική βρήκε τους Αθηναίους εκεί, αλλά πληροφορήθηκε πως οι περισσότεροι βρίσκονταν στη Σαλαμίνα και στα καράβια· και κυριεύει την πόλη εγκαταλειμμένη. Τώρα, από την άλωσή της απ᾽ τον βασιλιά ώς την επιδρομή του Μαρδονίου που έγινε αργότερα μεσολάβησαν δέκα μήνες. [9.4.1] Κι ο Μαρδόνιος, όταν έφτασε στην Αθήνα, στέλνει στη Σαλαμίνα τον Ελλησπόντιο Μουρυχίδη να μεταφέρει τις ίδιες προτάσεις που έστειλε στους Αθηναίους με διαμεσολαβητή τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα. [9.4.2] Κι έστειλε για δεύτερη φορά αυτές τις προτάσεις, μολονότι κάτεχε από τα πριν πως τα αισθήματα των Αθηναίων ήταν εχθρικά· έλπιζε όμως πως αυτοί θα βάλουν νερό στο κρασί τους, τώρα που ολόκληρη η χώρα της Αττικής ήταν αιχμάλωτή του και βρισκόταν στην εξουσία του. Γι᾽ αυτούς τους λόγους λοιπόν έστειλε τον Μουρυχίδη στη Σαλαμίνα. [9.5.1] Κι αυτός παρουσιάστηκε στη βουλή κι έλεγε τις προτάσεις του Μαρδονίου. Λοιπόν, ένας απ᾽ τους βουλευτές, ο Λυκίδης, πήρε το λόγο και είπε πως το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να δεχτούν τις προτάσεις που τους έφερε ο Μουρυχίδης και να τις φέρουν για έγκριση στην εκκλησία του δήμου. [9.5.2] Αυτός λοιπόν διατύπωσε αυτή τη γνώμη, είτε, μάλλον, επειδή είχε δεχτεί χρήματα απ᾽ τον Μαρδόνιο, είτε κι επειδή του άρεσαν οι προτάσεις· οι Αθηναίοι όμως αγανάχτησαν κι αμέσως, κι όσοι έβγαιναν απ᾽ τη βουλή κι όσοι ήρθαν απέξω, μόλις το έμαθαν, έβαλαν στη μέση τον Λυκίδη και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό, ενώ τον Ελλησπόντιο τον έστειλαν πίσω χωρίς να τον πειράξουν. [9.5.3] Κι απ᾽ τον αναβρασμό που έγινε στη Σαλαμίνα με τον Λυκίδη έμαθαν οι γυναίκες των Αθηναίων το τί τρέχει και ξεσηκώνοντας η μια την άλλη βάδιζαν χέρι με χέρι, με δική τους πρωτοβουλία, στο σπίτι του Λυκίδη και σκότωσαν με λιθοβολισμό τη γυναίκα του, καταλιθοβόλησαν και τα παιδιά του. [9.6.1] Νά μέσα σε ποιές συνθήκες οι Αθηναίοι πέρασαν στη Σαλαμίνα: όσο καιρό προσδοκούσαν να φτάσει στρατός απ᾽ την Πελοπόννησο σε βοήθειά τους, έμεναν στην Αττική· επειδή όμως εκείνοι δεν έλεγαν να συντομεύσουν και βραδυπορούσαν, ενώ μαθεύτηκε ότι ο εισβολέας ήταν πια στη Βοιωτία, έτσι λοιπόν βιαστικά μάζεψαν όλο το έχει τους, το πήραν μαζί τους και πέρασαν κι οι ίδιοι τους στη Σαλαμίνα· κι έστειλαν αγγελιοφόρους στη Σπάρτη, από τη μια για να μεμφθούν τους Λακεδαιμονίους που αδιαφόρησαν για την εισβολή των βαρβάρων στην Αττική και δε βγήκαν να τους αντιπαραταχτούν μαζί τους στη Βοιωτία, κι από την άλλη για να τους θυμίσουν ποιά ανταλλάγματα τους υποσχέθηκε ο Πέρσης, αν άλλαζαν στρατόπεδο, κι επίσης, να τους προειδοποιήσουν πως, αν δεν υπερασπιστούν τους Αθηναίους, θα κοιτάξουν κι αυτοί να βρουν κάποιο τρόπο σωτηρίας. [9.7.1] Γιατί οι Λακεδαιμόνιοι, όπως είναι γνωστό, αυτή την εποχή είχαν γιορτές και τελούσαν τα Υακίνθια· έδιναν λοιπόν απόλυτη προτεραιότητα στο να τιμήσουν το θεό όπως πρέπει· και ταυτόχρονα το τείχος που έχτιζαν στον Ισθμό όπου να ᾽ναι τελείωνε, το εφοδίαζαν μάλιστα με επάλξεις. Κι όταν οι αγγελιοφόροι απ᾽ την Αθήνα έφτασαν στη Λακωνία, και μαζί τους αγγελιοφόροι κι απ᾽ τα Μέγαρα κι απ᾽ τις Πλαταιές, παρουσιάστηκαν στους εφόρους και τους έλεγαν τα εξής: [9.7α.1] «Μας έστειλαν οι Αθηναίοι να σας πούμε τα εξής: Ο βασιλιάς των Μήδων, πρώτο, μας δίνει πίσω την πόλη μας· δεύτερο, θέλει να μας κάνει συμμάχους ισότιμους και ισάξιους, χωρίς δόλο και απάτη· και, τρίτο, θέλει να μας δώσει κι άλλη γη, όποια εμείς διαλέξουμε. [9.7α.2] Όμως εμείς, από σεβασμό στον Δία των Ελλήνων και αγανακτώντας με την ιδέα να προδώσουμε την Ελλάδα, δεν ήρθαμε στα λόγια του, αλλά απορρίψαμε τις προτάσεις του, παρόλο που οι Έλληνες μας αδικούν και μας καταπροδίνουν και μολονότι ξέρουμε καλά πως θα έχουμε μεγαλύτερο κέρδος, αν κάνουμε συνθήκες με τον Πέρση παρά αν τον πολεμάμε· αλλά και πάλι δε θα συνθηκολογήσουμε με τη θέλησή μας. Νά λοιπόν που τα φρονήματά μας απέναντι στους Έλληνες εκδηλώνονται με κρυστάλλινη καθαρότητα· [9.7β.1] εσείς αντίθετα, που τότε σας έπιασε φόβος και τρόμος μήπως συνθηκολογήσουμε με τον Πέρση, απ᾽ την ώρα που βεβαιωθήκατε ότι το φρόνημά μας είναι ξεκάθαρο, πως δηλαδή σε καμιά περίπτωση δε θα προδώσουμε την Ελλάδα, κι επειδή το τείχος που υψώνετε σ᾽ όλο το μήκος του Ισθμού τελειώνει όπου να ᾽ναι, τώρα βέβαια αδιαφορείτε εντελώς για τους Αθηναίους, και, ενώ κάνατε συνθήκες μ᾽ εμάς πως θα βγείτε στη Βοιωτία για να προβάλετε αντίσταση, μας προδώσατε και μείνατε με τα χέρια σταυρωμένα, όταν ο βάρβαρος έκανε εισβολή στην Αττική. [9.7β.2] Λοιπόν οι Αθηναίοι για την ώρα είναι έξω φρενών μαζί σας, γιατί δεν συμπεριφερθήκατε σαν φίλοι. Τώρα όμως σας παρακινούν ν᾽ αποστείλετε όσο γίνεται πιο γρήγορα στρατό στο πλευρό μας, για ν᾽ αντιμετωπίσουμε τον βάρβαρο στην Αττική· γιατί, εφόσον δεν αξιοποιήσαμε τη Βοιωτία, το πιο κατάλληλο μέρος για να δώσουμε μάχη στη χώρα μας είναι το Θριάσιο πεδίο». [9.8.1] Οι έφοροι, όταν άκουσαν αυτά, ανέβαλαν την απάντησή τους για την επομένη· και την επομένη, για τη μεθεπομένη· αυτό το έκαναν ξανά και ξανά, μπορεί και για δέκα μέρες, αναβάλλοντας απ᾽ τη μια μέρα στην άλλη. Και σ᾽ αυτό το μεταξύ τείχιζαν τον Ισθμό όλοι οι Πελοποννήσιοι με πολλή βιασύνη και το τείχος έφτανε πια στο τέλος του. [9.8.2] Τώρα, δεν μπορώ ν᾽ αποδώσω σ᾽ άλλο λόγο γιατί, ενώ, όταν έφτασε ο Αλέξανδρος ο Μακεδών στην Αθήνα, ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα για να μη μηδίσουν οι Αθηναίοι, τότε όμως έδειξαν απόλυτη αδιαφορία, παρά μόνο σ᾽ αυτόν: τώρα το τείχος του Ισθμού είχε χτιστεί και πίστευαν πως δεν τους είχαν καθόλου ανάγκη τους Αθηναίους· αντίθετα, όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στην Αττική, δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα το τείχος και δούλευαν, με το φόβο των Περσών να τους έχει κυριέψει εντελώς. [9.9.1] Και νά ποιό τέλος πήρε η υπόθεση της απάντησης και της εξόδου των Σπαρτιατών· την επομένη μέρα ήταν να παρουσιαστούν για τελευταία φορά οι αγγελιοφόροι στους εφόρους, όταν ο Χίλεος, πολίτης της Τεγέας, που απ᾽ όλους τους ξένους ασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή στη Σπάρτη, έμαθε απ᾽ τους εφόρους όσα τέλος πάντων έλεγαν στις ομιλίες τους οι Αθηναίοι. [9.9.2] Κι όταν τ᾽ άκουσε, τους είπε τα εξής: «Άνδρες έφοροι, νά πώς έχουν τα πράματα: αν οι Αθηναίοι δεν είναι ένα με μας, αλλά σύμμαχοι με τον βάρβαρο, όσο κι αν το τείχος με το οποίο ζώσαμε πέρα για πέρα τον Ισθμό είναι δυνατό, στους Πέρσες ανοίγονται μεγάλες μπασιές για να μπουν στην Πελοπόννησο. Αλλά ακούστε τα λόγια μου, πριν πάρουν οι Αθηναίοι κάποια διαφορετική απόφαση που θα φέρει τα πάνω κάτω την Ελλάδα». [9.10.1] Αυτός λοιπόν έτσι τους συμβούλευσε, κι οι έφοροι το καλοσκέφτηκαν κι αμέσως, χωρίς να πουν λέξη στους αγγελιοφόρους που είχαν έρθει απ᾽ τις πόλεις, πριν ακόμα ξημερώσει στέλνουν εκστρατευτικό σώμα πέντε χιλιάδων Σπαρτιατών· κι όρισαν εφτά είλωτες να περιστοιχίζουν τον κάθε οπλίτη κι ανέθεσαν την αρχηγία της εκστρατείας στον Παυσανία, το γιο του Κλεομβρότου. [9.10.2] Γιατί η αρχηγία ανήκε βέβαια στον Πλείσταρχο, το γιο του Λεωνίδα, αλλά αυτός ήταν ακόμη παιδί, ενώ ο άλλος επίτροπος και πρωτοξάδερφός του. Γιατί ο Κλεόμβροτος, ο πατέρας του Παυσανία, δε βρισκόταν πια στη ζωή, αλλά, αφού απέσυρε απ᾽ τον Ισθμό το στρατιωτικό σώμα που έχτισε το τείχος, δεν έζησε για πολύ, αλλά πέθανε. [9.10.3] Κι ο λόγος για τον οποίο ο Κλεόμβροτος απέσυρε το στρατό του απ᾽ τον Ισθμό ήταν ο εξής: την ώρα που έκανε θυσίες, για να πάρει χρησμό για τον πόλεμο με τους Πέρσες, ο ήλιος σκοτείνιασε στον ουρανό. Ο Παυσανίας λοιπόν παίρνει συστράτηγό του τον Ευρυάνακτα, το γιο του Δωριέα, που ανήκε στην ίδια βασιλική οικογένεια. Τέλος, ο στρατός του Παυσανία είχε βγει από τα σύνορα της Σπάρτης. [9.11.1] Κι οι αγγελιοφόροι, μόλις έφεξε η μέρα, μη έχοντας ιδέα για την αναχώρηση του στρατού, πήγαν να συναντήσουν τους εφόρους· κι είχαν βέβαια στη σκέψη τους να σηκωθούν να φύγουν, ο καθένας στην πόλη του· κι όταν τους συνάντησαν, έλεγαν τα εξής: «Λακεδαιμόνιοι, εσείς μείνετε εδώ, στην πόλη σας, και γιορτάστε τα Υακίνθια και ρίξτε το στους χορούς, έχοντας καταπροδώσει τους συμμάχους· οι Αθηναίοι όμως απ᾽ τη μεριά τους, μια και αδικήθηκαν από σας κι έμειναν χωρίς συμμάχους, θα κάνουν συνθήκες με τους Πέρσες μ᾽ όποιους όρους μπορέσουν. [9.11.2] Κι απ᾽ τη στιγμή που θα κάνουμε συνθήκες, αφού απροσχημάτιστα γινόμαστε σύμμαχοι του βασιλιά, θα τον συνοδεύσουμε στις εκστρατείες σ᾽ όποια χώρα μας οδηγήσει εκείνος. Κι εσείς αποδώ και πέρα θα δείτε ποιό τέλος θα έχει για σας αυτή η ιστορία». Στους αγγελιοφόρους που έλεγαν αυτά οι έφοροι παίρνοντας όρκο είπαν ότι πιστεύουν πως αυτή την ώρα οι άντρες που ξεκίνησαν εναντίον των ξένων (γιατί ξένους αποκαλούσαν τους βαρβάρους) βρίσκονται κιόλας στο Ορέσθειο. [9.11.3] Κι οι άλλοι, καθώς αγνοούσαν τα πάντα, ξαναρωτούσαν γι᾽ αυτό που άκουσαν και ρωτώντας έμαθαν την πάσα αλήθεια, οπότε έμειναν με το στόμα ανοιχτό και μπήκαν στο δρόμο όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, για να προλάβουν το εκστρατευτικό σώμα. Τον ίδιο δρόμο μαζί τους πήραν και πέντε χιλιάδες επίλεκτοι από τους περιοίκους.
|