Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ἱστορίαι (8.137.1-8.139.1)
[8.137.1] Τοῦ δὲ Ἀλεξάνδρου τούτου ἕβδομος γενέτωρ Περδίκκης ἐστὶ ὁ κτησάμενος τῶν Μακεδόνων τὴν τυραννίδα τρόπῳ τοιῷδε· ἐξ Ἄργεος ἔφυγον ἐς Ἰλλυριοὺς τῶν Τημένου ἀπογόνων τρεῖς ἀδελφεοί, Γαυάνης τε καὶ Ἀέροπος καὶ Περδίκκης, ἐκ δὲ Ἰλλυριῶν ὑπερβαλόντες ἐς τὴν ἄνω Μακεδονίην ἀπίκοντο ἐς Λεβαίην πόλιν. [8.137.2] ἐνθαῦτα δὲ ἐθήτευον ἐπὶ μισθῷ παρὰ τῷ βασιλέϊ, ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ βοῦς, ὁ δὲ νεώτατος αὐτῶν Περδίκκης τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων. ἦσαν δὲ τὸ πάλαι καὶ αἱ τυραννίδες τῶν ἀνθρώπων ἀσθενέες χρήμασι, οὐ μοῦνον ὁ δῆμος. ἡ δὲ γυνὴ τοῦ βασιλέος αὐτὴ τὰ σιτία σφι ἔπεσσε. [8.137.3] ὅκως δὲ ὀπτῴη, ὁ ἄρτος τοῦ παιδὸς τοῦ θητός, τοῦ Περδίκκεω, διπλήσιος ἐγίνετο αὐτὸς ἑωυτοῦ. ἐπεὶ δὲ αἰεὶ τὠυτὸ τοῦτο ἐγίνετο, εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα τὸν ἑωυτῆς. τὸν δὲ ἀκούσαντα ἐσῆλθε αὐτίκα ὡς εἴη τέρας καὶ φέροι ἐς μέγα τι. καλέσας δὲ τοὺς θῆτας προηγόρευέ σφι ἀπαλλάσσεσθαι ἐκ γῆς τῆς ἑωυτοῦ. [8.137.4] οἱ δὲ τὸν μισθὸν ἔφασαν δίκαιοι εἶναι ἀπολαβόντες οὕτω ἐξιέναι. ἐνθαῦτα ὁ βασιλεὺς τοῦ μισθοῦ πέρι ἀκούσας, ἦν γὰρ κατὰ τὴν καπνοδόκην ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος, εἶπε θεοβλαβὴς γενόμενος «Μισθὸν δὲ ὑμῖν ἐγὼ ὑμέων ἄξιον τόνδε ἀποδίδωμι,» δείξας τὸν ἥλιον. [8.137.5] ὁ μὲν δὴ Γαυάνης τε καὶ ὁ Ἀέροπος οἱ πρεσβύτεροι ἕστασαν ἐκπεπληγμένοι, ὡς ἤκουσαν ταῦτα· ὁ δὲ παῖς, ἐτύγχανε γὰρ ἔχων μάχαιραν, εἴπας τάδε «Δεκόμεθα, ὦ βασιλεῦ, τὰ διδοῖς,» περιγράφει τῇ μαχαίρῃ ἐς τὸ ἔδαφος τοῦ οἴκου τὸν ἥλιον, περιγράψας δέ, ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου, ἀπαλλάσσετο αὐτός τε καὶ οἱ μετ᾽ ἐκείνου. [8.138.1] οἱ μὲν δὴ ἀπήισαν, τῷ δὲ βασιλέϊ σημαίνει τις τῶν παρέδρων οἷόν τι χρῆμα ποιήσειε ὁ παῖς καὶ ὡς σὺν νόῳ κείνων ὁ νεώτατος λάβοι τὰ διδόμενα. ὁ δὲ ταῦτα ἀκούσας καὶ ὀξυνθεὶς πέμπει ἐπ᾽ αὐτοὺς ἱππέας ἀπολέοντας. ποταμὸς δέ ἐστι ἐν τῇ χώρῃ ταύτῃ, τῷ θύουσι οἱ τούτων τῶν ἀνδρῶν ἀπ᾽ Ἄργεος ἀπόγονοι ‹ὡς› σωτῆρι. [8.138.2] οὗτος, ἐπείτε διέβησαν οἱ Τημενίδαι, μέγας οὕτω ἐρρύη ὥστε τοὺς ἱππέας μὴ οἵους τε γενέσθαι διαβῆναι. οἱ δὲ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης οἴκησαν πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω τοῦ Γορδίεω, ἐν τοῖσι φύεται αὐτόματα ῥόδα, ἓν ἕκαστον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα, ὀδμῇ τε ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων. [8.138.3] ἐν τούτοισι καὶ ὁ Σιληνὸς τοῖσι κήποισι ἥλω, ὡς λέγεται ὑπὸ Μακεδόνων. ὑπὲρ δὲ τῶν κήπων ὄρος κεῖται Βέρμιον οὔνομα, ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος. ἐνθεῦτεν δὲ ὁρμώμενοι ὡς ταύτην ἔσχον, κατεστρέφοντο καὶ τὴν ἄλλην Μακεδονίην. [8.139.1] ἀπὸ τούτου δὴ τοῦ Περδίκκεω Ἀλέξανδρος ὧδε ἐγένετο· Ἀμύντεω παῖς ἦν Ἀλέξανδρος, Ἀμύντης δὲ Ἀλκέτεω, Ἀλκέτεω δὲ πατὴρ ἦν Ἀέροπος, τοῦ δὲ Φίλιππος, Φιλίππου δὲ Ἀργαῖος, τοῦ δὲ Περδίκκης ὁ κτησάμενος τὴν ἀρχήν. |
[8.137.1] Τώρα, έβδομος πρόγονος αυτουνού του Αλεξάνδρου είναι ο Περδίκκας, που απόχτησε τη βασιλική εξουσία των Μακεδόνων, και νά πώς: Από τους απογόνους του Τημένου έφτασαν στη χώρα των Ιλλυριών, φυγάδες από το Άργος, τρία αδέρφια, ο Γαυάνης κι ο Αέροπος κι ο Περδίκκας· κι απ᾽ την Ιλλυρία, περνώντας πάνω απ᾽ τα βουνά, έφτασαν στην Άνω Μακεδονία, στην πόλη Λεβαία. [8.137.2] Εκεί δούλευαν μεροκαματιάρηδες στο σπιτικό του βασιλιά· ο ένας τους έβοσκε τ᾽ άλογα, ο άλλος τα γελάδια κι ο μικρότερός τους, ο Περδίκκας, τα γιδοπρόβατα. Λοιπόν, τον παλιό καιρό κι οι βασιλιάδες κάθε τόπου ήταν φτωχοί από χρήματα κι όχι μόνο ο πολύς ο λαός. Κι η γυναίκα του βασιλιά με τα χέρια της ζύμωνε το ψωμί του σπιτιού. [8.137.3] Και κάθε φορά που το έψηνε, το ψωμί του μικρού παραγιού έβγαινε διπλάσιο απ᾽ το ζυμάρι του. Κι επειδή πάντοτε γινόταν το ίδιο, το είπε στον άντρα της. Κι αυτός, με το που τ᾽ άκουσε, αμέσως έβαλε με το νου του πως ήταν σημαδιακό, προμήνυμα μεγάλης αναστάτωσης. Κάλεσε λοιπόν τους παραγιούς και τους παράγγελνε να σηκωθούν να φύγουν απ᾽ τη χώρα του. [8.137.4] Κι εκείνοι αποκρίθηκαν πως το δίκιο είναι να πάρουν τα μεροκάματά τους και τότε να φύγουν. Τότε ο βασιλιάς, ακούοντας για μεροκάματα, έτσι που ο ήλιος γλιστρούσε απ᾽ την καμινάδα στο σπίτι, είπε — κάποιος θεός θα του χτύπησε τα φρένα: «Σας δίνω το μιστό που σας αξίζει, νά, αυτόν!» κι έδειξε τον ήλιο. [8.137.5] Λοιπόν ο Γαυάνης κι ο Αέροπος, οι μεγαλύτεροι, έμειναν αποσβολωμένοι ακούοντας αυτά· όμως το παιδαρέλι, τύχαινε δα να κρατά μαχαίρι, αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Δεκτά αυτά που μας δίνεις, βασιλιά!» και πήρε να χαράζει με το μαχαίρι στο πάτωμα του σπιτιού το μέρος που φώτιζε ο ήλιος. Κι αφού χάραξε τον κύκλο, χουφτώνει σα να ᾽ταν νερό τρεις φορές φως του ήλιου, το αποθέτει στον κόρφο του κι ύστερα πήρε δρόμο κι ο ίδιος και η παρέα του. |