Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (6.82.1-6.86.5)
[6.82.1] «Ἀφικόμεθα μὲν ἐπὶ τῆς πρότερον οὔσης ξυμμαχίας ἀνανεώσει, τοῦ δὲ Συρακοσίου καθαψαμένου ἀνάγκη καὶ περὶ τῆς ἀρχῆς εἰπεῖν ὡς εἰκότως ἔχομεν. [6.82.2] τὸ μὲν οὖν μέγιστον μαρτύριον αὐτὸς εἶπεν, ὅτι οἱ Ἴωνες αἰεί ποτε πολέμιοι τοῖς Δωριεῦσιν εἰσίν. ἔχει δὲ καὶ οὕτως· ἡμεῖς γὰρ Ἴωνες ὄντες Πελοποννησίοις Δωριεῦσι καὶ πλέοσιν οὖσι καὶ παροικοῦσιν ἐσκεψάμεθα ὅτῳ τρόπῳ ἥκιστα αὐτῶν ὑπακουσόμεθα, [6.82.3] καὶ μετὰ τὰ Μηδικὰ ναῦς κτησάμενοι τῆς μὲν Λακεδαιμονίων ἀρχῆς καὶ ἡγεμονίας ἀπηλλάγημεν, οὐδὲν προσῆκον μᾶλλόν τι ἐκείνους ἡμῖν ἢ καὶ ἡμᾶς ἐκείνοις ἐπιτάσσειν, πλὴν καθ᾽ ὅσον ἐν τῷ παρόντι μεῖζον ἴσχυον, αὐτοὶ δὲ τῶν ὑπὸ βασιλεῖ πρότερον ὄντων ἡγεμόνες καταστάντες οἰκοῦμεν, νομίσαντες ἥκιστ᾽ ἂν ὑπὸ Πελοποννησίοις οὕτως εἶναι, δύναμιν ἔχοντες ᾗ ἀμυνούμεθα, καὶ ἐς τὸ ἀκριβὲς εἰπεῖν οὐδὲ ἀδίκως καταστρεψάμενοι τούς τε Ἴωνας καὶ νησιώτας, οὓς ξυγγενεῖς φασὶν ὄντας ἡμᾶς Συρακόσιοι δεδουλῶσθαι. [6.82.4] ἦλθον γὰρ ἐπὶ τὴν μητρόπολιν ἐφ᾽ ἡμᾶς μετὰ τοῦ Μήδου καὶ οὐκ ἐτόλμησαν ἀποστάντες τὰ οἰκεῖα φθεῖραι, ὥσπερ ἡμεῖς ἐκλιπόντες τὴν πόλιν, δουλείαν δὲ αὐτοί τε ἐβούλοντο καὶ ἡμῖν τὸ αὐτὸ ἐπενεγκεῖν. [6.83.1] ἀνθ᾽ ὧν ἄξιοί τε ὄντες ἅμα ἄρχομεν, ὅτι τε ναυτικὸν πλεῖστόν τε καὶ προθυμίαν ἀπροφάσιστον παρεσχόμεθα ἐς τοὺς Ἕλληνας, καὶ διότι καὶ τῷ Μήδῳ ἑτοίμως τοῦτο δρῶντες οὗτοι ἡμᾶς ἔβλαπτον, ἅμα δὲ τῆς πρὸς Πελοποννησίους ἰσχύος ὀρεγόμενοι. [6.83.2] καὶ οὐ καλλιεπούμεθα ὡς ἢ τὸν βάρβαρον μόνοι καθελόντες εἰκότως ἄρχομεν ἢ ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ τῇ τῶνδε μᾶλλον ἢ τῶν ξυμπάντων τε καὶ τῇ ἡμετέρᾳ αὐτῶν κινδυνεύσαντες. πᾶσι δὲ ἀνεπίφθονον τὴν προσήκουσαν σωτηρίαν ἐκπορίζεσθαι. καὶ νῦν τῆς ἡμετέρας ἀσφαλείας ἕνεκα καὶ ἐνθάδε παρόντες ὁρῶμεν καὶ ὑμῖν ταὐτὰ ξυμφέροντα. [6.83.3] ἀποφαίνομεν δὲ ἐξ ὧν οἵδε τε διαβάλλουσι καὶ ὑμεῖς μάλιστα ἐπὶ τὸ φοβερώτερον ὑπονοεῖτε, εἰδότες τοὺς περιδεῶς ὑποπτεύοντάς τι λόγου μὲν ἡδονῇ τὸ παραυτίκα τερπομένους, τῇ δ᾽ ἐγχειρήσει ὕστερον τὰ ξυμφέροντα πράσσοντας. [6.83.4] τήν τε γὰρ ἐκεῖ ἀρχὴν εἰρήκαμεν διὰ δέος ἔχειν καὶ τὰ ἐνθάδε διὰ τὸ αὐτὸ ἥκειν μετὰ τῶν φίλων ἀσφαλῶς καταστησόμενοι, καὶ οὐ δουλωσόμενοι, μὴ παθεῖν δὲ μᾶλλον τοῦτο κωλύσοντες. |
[6.82.1] «Ήρθαμε εδώ για ν᾽ ανανεώσομε την προηγούμενη συμμαχία μας, αλλά επειδή ο Συρακούσιος μας κατηγόρησε, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσομε για την ηγεμονία μας και ν᾽ αποδείξομε ότι είναι φυσικό να την ασκούμε. [6.82.2] Την καλύτερη απόδειξη, άλλωστε, την ανέφερε ο ίδιος, λέγοντας ότι από πάντα οι Ίωνες είναι εχθροί των Δωριέων. Και έτσι είναι. Εμείς είμαστε Ίωνες κι έχομε γείτονες τους Πελοποννησίους, οι οποίοι είναι Δωριείς και πολύ περισσότεροι από μας. Χρειάστηκε να βρούμε τρόπο να μην είμαστε υποτακτικοί τους. [6.82.3] Μετά τα μηδικά, και όταν είχαμε αποκτήσει στόλο, μπορέσαμε ν᾽ απαλλαγούμε από την εξουσία και την αρχηγία των Λακεδαιμονίων. Δεν είχαν περισσότερα δικαιώματα να μας διατάσσουν εμάς από ό,τι είχαμε εμείς να τους διατάσσομε εκείνους, εκτός από το ότι, την εποχή εκείνη, ήσαν ισχυρότεροι από μας. Εμείς, τότε, γίναμε αρχηγοί των πρώην υπηκόων του Βασιλέως κι έχομε από τότε την αρχηγία αυτήν, γιατί θεωρούμε ότι έπρεπε να έχομε αρκετή δύναμη για ν᾽ αντισταθούμε στους Πελοποννησίους, ώστε να διατρέχομε τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο απ᾽ αυτούς. Και, για να πούμε την αλήθεια, δεν διαπράξαμε παρανομία υποβάλλοντας στην εξουσία μας τους Ίωνες και τους νησιώτες τους οποίους οι Συρακούσιοι μας κατηγορούν ότι υποδουλώσαμε αν και είναι ομόφυλοί μας. [6.82.4] Ακολούθησαν τον Μήδο εναντίον μας, εναντίον της μητροπόλεώς του, και δεν είχαν το θάρρος να επαναστατήσουν, θυσιάζοντας τα υπάρχοντά τους σαν και μας που εγκαταλείψαμε την πολιτεία μας. Ήθελαν να είναι δούλοι και να μας οδηγήσουν κι εμάς στην υποδούλωση. |